Δύο δισεκατομμύρια ευρώ θα είχαν γλιτώσει οι φορολογούμενοι αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κωλυσιεργούσε επί τέσσερα χρόνια με την ηλεκτρική διασύνδεση Αττικής-Κρήτης, έργο για την κατασκευή του οποίου μπήκαν χθες οι υπογραφές στο Ηράκλειο. Αν το project που φιλοδοξεί να γλιτώσει από τα συχνά μπλακ άουτ την Κρήτη είχε ξεκινήσει το 2014, όπως είχε αρχικά προγραμματιστεί -αντί να «παγώσει» την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από το ΣΥΡΙΖΑ- τότε το 2018 η Κρήτη θα ήταν ήδη διασυνδεδεμένη με την υπόλοιπη Ελλάδα.
Τώρα αυτό θα συμβεί καλώς εχόντων των πραγμάτων στα τέλη του 2022, δηλαδή πέντε χρονιά μετά τον αρχικό στόχο. Για κάθε μια από αυτές τις χαμένες χρονιές, οι καταναλωτές επιβαρύνθηκαν και θα συνεχίσουν να επιβαρύνονται με 400 εκατ ευρώ, αθροιστικά δηλαδή με 2 δισ ευρώ, μόνο και μόνο για να καλύπτουν τις ετήσιες δαπάνες αγοράς καυσίμων των παμπάλαιων και ρυπογόνων μονάδων που ηλεκτροδοτούν το νησί. Κόστος φυσικά που κατέληξε στα ταμεία των πετρελαϊκών εταιρειών πετρελαίου που προμήθευαν και θα συνεχίσουν για τουλάχιστον μια διετία να προμηθεύουν με καύσιμα τις μονάδες της ΔΕΗ στο νησί, καθώς και όσων δραστηριοποιούνται γύρω από αυτές.
Έως τότε, οι καταναλωτές ρεύματος θα συνεχίζουν να καλύπτουν το πανάκριβο κόστος λειτουργίας αυτών των μονάδων, το οποίο επιμερίζεται στους λογαριασμούς τους μέσω των περίφημων χρεώσεων για τις Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας, γνωστές ως ΥΚΩ. Είναι στην ουσία η αποζημίωση που εισπράττει η ΔΕΗ για την τροφοδοσία της Κρήτης και των άλλων μη διασυνδεδεμένων νησιών με πετρελαϊκές μονάδες, δίχως την οποία, οι Κρητικοί θα έπρεπε να πληρώνουν την κιλοβατώρα, όχι 10, αλλά έξι φορές πάνω, δηλαδή 60 λεπτά.
Κι όμως οι ετήσιοι λογαριασμοί ρεύματος του συνόλου των καταναλωτών πανελλαδικά θα μπορούσαν να είχαν ελαφρυνθεί κατά 400 εκατ ευρώ από το 2018. Αυτό θα είχε συμβεί στην περίπτωση όπου η πορεία του έργου δεν διακόπτονταν απότομα την περίοδο 2015-2019 εξαιτίας της αβελτηρίας της προηγούμενης κυβέρνησης και καθυστερήσεων που έχουν μέχρι σήμερα ωφελήσει ελάχιστους, αλλά έχουν κοστίσει εκατοντάδες εκατομμύρια στους πολλούς και αρκετά μπλακ-άουτ στο νησί κατά την τουριστική περίοδο.
Σαν ιδέα, η υποβρύχια ηλεκτρική διασύνδεση της Αττικής με την Κρήτη, έπεσε για πρώτη φορά στο τραπέζι κατά την δεκαετία του 1980 από τον Ανδρέα Παπανδρέου, ωστόσο την εποχή εκείνη η τεχνολογία δεν είχε κάνει τέτοια πρόοδο, προκειμένου να καταστήσει βιώσιμο το κόστος του. Στα μέσα του 2000 το έργο επανήλθε στο προσκήνιο, ωστόσο ήταν το 2013 όταν από σκέψη και ευχή, αυτό άρχισε να αποκτά έννοια ως βιώσιμο project. Τότε, επί διακυβέρνησης Σαμαρά, συστάθηκαν οι πρώτες επιτροπές, άρχισαν να αποκτούν σάρκα και οστά οι πρώτες μελέτες, να αναζητούνται σημεία προσαιγιάλωσης, το που θα γίνει ο υποσταθμός, κ.ό.κ. Το 2014 η κυπριακή εταιρεία Eurasia Group ενέταξε το έργο ως τμήμα στο μεγαλόπνοο project της διασύνδεσης Ισραήλ-Κύπρου-Αττικής και με αυτήν του την ιδιότητα πήρε το χαρακτηρισμό του Εργου Κοινού Ενδιαφέροντος (PCI), ικανού δηλαδή να χρηματοδοτηθεί με κοινοτικούς πόρους. Ένα χρόνο μετά, ήρθε η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ξεκίνησε μια μακρά διαμάχη και διελκυστίνδα με την κυπριακή πλευρά, τα πάντα πάγωσαν και κάπως έτσι χάθηκαν τέσσερα ολόκληρα χρόνια, χωρίς στην ουσία να προχωρήσει τίποτα. Σε κάποια μάλιστα περίοδο των χαμένων αυτών ετών και εξαιτίας των υψηλότερων τότε τιμών του πετρελαίου, οι καταναλωτές είχαν φτάσει να επιβαρύνονται ακόμη και με 500 εκατ ευρώ ετησίως λόγω της απουσίας του καλωδίου.
Σε όλο αυτό το διάστημα, εκτός από την ενεργειακή ανασφάλεια που βίωσε και βιώνει ακόμη η Κρήτη, όπως και το κόστος που επιμερίζονται οι καταναλωτές πανελλαδικά, οι παλινωδίες είχαν ως αποτέλεσμα να μείνει αναξιοποίητο και το πλούσιο αιολικό της δυναμικό. Χρόνια τώρα σχέδια επί σχεδίων για δημιουργία αιολικών πάρκων στο νησί παρέμεναν και παραμένουν στα χαρτιά, αφού ουδείς ήταν σε θέση να γνωρίζει πότε ακριβώς θα γίνει η ηλεκτρική διασύνδεση με την ηπειρωτική χώρα και άρα να κάνει ένα στοιχειώδη προγραμματισμό.