Η ΕΣΥΕ ανακοίνωσε ότι στην Ελλάδα πέρυσι σημείωσαν μείωση οι γεννήσεις κατά 10,3% και ανήλθαν σε 76.541 (39.558 αγόρια και 36.983 κορίτσια), σε σχέση με το 2021 που ήταν 85.346 (43.998 αγόρια και 41.348 κορίτσια). Από την άλλη πλευρά, οι θάνατοι το 2022 ανήλθαν σε 140.801 (70.802 άνδρες και 69.999 γυναίκες), καταγράφοντας μείωση 2,2% σε σχέση με το 2021 που ήταν 143.923 (73.420 άνδρες και 70.503 γυναίκες).
Οι παράγοντες που συμβάλλουν στη μείωση του πληθυσμού είναι: (α) η μείωση της γονιμότητας, (β) οι αλλαγές στην ηλικία απόκτησης παιδιού, και (γ) το πλήθος των γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία. Οι παράγοντες αυτοί αναλύονται από την καθηγήτρια Αλεξάνδρα Τραγάκη, στο 3ο κεφάλαιο του βιβλίου: Μιλτιάδη Νεκτάριου, «Στρατηγική για την Γήρανση του Πληθυσμού: Ελλάδα 2050» (Εκδόσεις Παπαζήση, 2023).
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 συνέβη η ξαφνική μεταστροφή που καθόρισε τη δημογραφική πορεία των επόμενων δεκαετιών. Η μείωση της γονιμότητας, η οποία ξεκίνησε με καθυστέρηση τουλάχιστον μιας δεκαετίας σε σχέση με τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, ήταν ιδιαίτερα απότομη, έντονη και συνεχής με αποτέλεσμα, ήδη στα μέσα της δεκαετίας του 1990, η Ελλάδα να καταγράφει ένα από τα χαμηλότερα επίπεδα γονιμότητας παγκοσμίως. Τα παρατεταμένα ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα γονιμότητας (κάτω από το 1,3 παιδιά/γυναίκα) καθόρισαν τις δημογραφικές προοπτικές της χώρας και διαμόρφωσαν τη δημογραφική κατάσταση για αρκετές δεκαετίες.
Οι αλλαγές στην ηλικία απόκτησης παιδιού αποτελούν μια επίσης καθοριστική εξέλιξη για τη μελλοντική δημογραφική δυναμική. Η απόφαση για την απόκτηση παιδιών λαμβάνεται όλο και πιο αργά. Από το 1980 και μέχρι το 2000, η μέση ηλικία απόκτησης παιδιού αυξήθηκε κατά 4,5 χρόνια (από τα 25,5 το 1980 στα 29,0 το 2000) και άλλα 3 χρόνια μέχρι το 2020, οπότε έφτασε τα 32 έτη περίπου. Από το 2006 η βασική αναπαραγωγική ηλικία είναι πια η τρίτη δεκαετία της ζωής των γυναικών.
Ο αριθμός όμως των γεννήσεων κατά τη διάρκεια ενός έτους, δεν εξαρτάται μόνο από τον αριθμό των παιδιών που αποκτά κάθε γυναίκα αλλά και από το πλήθος των γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία.
Το έτος 2000 αποτελεί σημείο καμπής στη δημογραφική πορεία της Ελλάδας. Με τη στροφή της χιλιετίας αντιστρέφεται η σχετικά ευνοϊκή μέχρι εκείνη τη στιγμή ηλικιακή δομή του πληθυσμού. Από το 2000, ο πληθυσμός των γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία μειώνεται. Η μείωση, η οποία χρόνο με το χρόνο γίνεται εντονότερη, αφορά αρχικά τις νεαρότερες ηλικίες και σταδιακά επεκτείνεται και στις μεγαλύτερες.
Κατά την περίοδο 2000-2020 ο γυναικείος πληθυσμός ηλικίας 15-49 ετών μειώθηκε κατά περίπου 405.000 (ή αλλιώς κατά 15%) πέφτοντας από τα 2.701.509 στα 2.295.763 άτομα. Η μείωση αυτή αφορά αποκλειστικά τις ηλικίες 15 έως 36 ετών, των οποίων το μέγεθος συρρικνώθηκε κατά 502.700 άτομα (-29%). Αντίθετα, ο όγκος των γυναικών άνω των 37 ετών αυξήθηκε κατά 97.000 (+ 10%).
Ως αποτέλεσμα της πληθυσμιακής συρρίκνωσης του γυναικείου πληθυσμού, ο αριθμός των γεννήσεων πέφτει απότομα παρόλο που ο δείκτης γονιμότητας δεν σημείωσε περαιτέρω μείωση. Από το 2011, το φυσικό ισοζύγιο γίνεται αρνητικό και η διαφορά των θανάτων από τις γεννήσεις μεγαλώνει χρόνο με το χρόνο. Κατά την περίοδο 2011-2020, οι θάνατοι υπερτερούν αριθμητικά των γεννήσεων και ο πληθυσμός μειώνεται. Το έλλειμμα των γεννήσεων έναντι των θανάτων το οποίο είναι λίγο πάνω από 4.500 το 2011, υπερ-δεκαπλασιάζεται μέσα στη δεκαετία και ξεπερνά τις 46.000 το 2020. Συνολικά για την περίοδο 2011-2020 ξεπερνά τις 270.000 άτομα, αριθμός που αντιστοιχεί σε γεννήσεις τριών ετών.
Οι παραπάνω τάσεις θα καθορίσουν την περαιτέρω μείωση του πληθυσμού της χώρας, και τα αποτελέσματα δεν μπορούν να αποτραπούν. Η χώρα, η οικονομία και η κοινωνική πολιτική πρέπει να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, τα οποία με αυτό τον ρυθμό εξέλιξης του φυσικού ισοζυγίου, (θάνατοι - γεννήσεις), σημαίνουν ότι το 2050 ο γηγενής πληθυσμός θα είναι γύρω στα 7,5 εκατομμύρια. Σήμερα, η Ελλάδα αριθμεί περί τα 10 εκατομμύρια.
*Μιλτιάδης Νεκτάριος, Καθηγητής Πανεπιστημίου Πειραιώς