Αστυνομικές καταδιώξεις: Μια επανάληψη
Shutterstock
Shutterstock

Αστυνομικές καταδιώξεις: Μια επανάληψη

Τι ήταν να αναφέρω στο προηγούμενο άρθρο μου, ότι δε μου αρέσουν οι επαναλήψεις; Ήλθε ο «Νόμος του Μέρφι» να μου υπενθυμίσει, πως ό,τι προσπαθείς να αποφύγεις, έρχεται μπροστά σου. Πριν από 2 χρόνια, στις 25 Οκτωβρίου 2021, είχα γράψει στη φιλόξενη σελίδα του Liberal άρθρο με τίτλο «τι αστυνομία θέλουμε» με αφορμή μια καταδίωξη, η οποία είχε αιματηρή κατάληξη.

Σήμερα καλούμαι να θέσω τα πράγματα σε ένα ρεαλιστικό πλαίσιο, πάλι με αφορμή μια αιματηρή καταδίωξη. Ελπίζοντας ότι θα αποφύγω επαναλήψεις. Ας ξεκινήσουμε με τα αυτονόητα στις αστυνομικές πρακτικές, όταν πρόκειται για ελέγχους εποχούμενων.

Οι έλεγχοι οχημάτων αποτελούν την πεμπτουσία των αστυνομικών ελέγχων σε όλα τα μήκη και πλάτη τη γης. Στις σύγχρονες μορφές εγκληματικότητας, το στοιχείο της κίνησης είναι «εκ των ων ουκ άνευ».

Η διακίνηση ναρκωτικών, κλοπιμαίων ακόμα και ανθρώπων απαιτούν το στοιχείο της μετακίνησης για να έχουν επιτυχή κατάληξη για τους κακοποιούς. Οι αστυνομικοί λοιπόν παγκοσμίως μαθαίνουν να ανταποκρίνονται στις απειλές.

Προσέξτε! Στις απειλές και όχι στην πραγματικότητα την οποία δεν (μπορούν να) γνωρίζουν.

Μικρή παρένθεση: Το αστυνομικό έργο έχει πολλές ιδιαιτερότητες. Οι αστυνομικοί ενεργούν στο μεγάλο «χωνευτήρι», που ονομάζεται κοινωνία και που δεν είναι σε καμία περίπτωση ελεγχόμενο περιβάλλον.

Οι νομοταγείς συνυπάρχουν με τους παράνομους και κάνεις «δεν το γράφει στο κούτελο». Τις περισσότερες φορές το να διακρίνεις «ποιος είναι ποιος» είναι σχεδόν αδύνατον, μέχρι να εκδηλωθεί μια παραβατική δραστηριότητα. Και όταν αυτό συμβεί, ο αστυνομικός έχει - στην καλύτερη περίπτωση- μερικά δευτερόλεπτα για να αντιδράσει.

Με τρόπο σύννομο αλλά και αποτελεσματικό. Με μεθόδους που δεν παραβιάζουν το Σύνταγμα και τους Νόμους αλλά ταυτοχρόνως θα προστατεύουν τους αθώους πολίτες και θα οδηγούν στη σύλληψη των κακοποιών.

Και όλα αυτά, ενώ θα πρέπει να διασφαλίσουν και τη δική τους σωματική ακεραιότητα. Ας μη ξεχνάμε, ότι είναι και αυτοί εργαζόμενοι, οι οποίοι επιθυμούν στο τέλος της ημέρας να επιστρέψουν στις οικογένειες τους.

Συμπέρασμα; Οι αστυνομικοί καλούνται να κάνουν το αδύνατον μέσα στο χειρότερο δυνατό περιβάλλον

Επανερχόμαστε στο προκείμενο: Οι αστυνομικοί, όπως προαναφέρθηκε,  βάσει εκπαίδευσης για να είναι κατά το δυνατόν αποτελεσματικοί αλλά και ασφαλείς, ενεργούν με βάση τις πιθανές απειλές. Θεωρούν δεδομένο το χειρότερο δυνατό σενάριο, μέχρι να εξακριβώσουν ότι δεν ισχύει.

Όταν κάποιος κάνει μια απότομη κίνηση τραβώντας «κάτι» από το μπουφάν του, ενώ του έχει δοθεί η εντολή να παραμείνει ακίνητος, οφείλουν να υποθέσουν βάσιμα, ότι πρόκειται για όπλο.

Αυτό επιβάλλει η εκτίμηση της κατάστασης που αντιμετωπίζουν, με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες που επικρατούν στο πεδίο της δράσης. Δεν υπάρχει η δυνατότητα της εκ των υστέρων εκτίμησης. Για τους ποδοσφαιρόφιλους, δεν υπάρχει replay…

Για να το κάνουμε λιανά: Αν περιμένουν να διαπιστώσουν αν κρατάς όπλο ή κινητό, η επόμενη φορά που θα τους δει κάποιος, ίσως είναι σε μια κάσα τυλιγμένη με την ελληνική σημαία… Με βάση όλα αυτά, ας δούμε τι συμβαίνει στις περιπτώσεις των καταδιώξεων. Στην Αμερική τις αποκαλούν «high speed pursuits» και το θέμα τους έχει απασχολήσει πολλά χρόνια πριν.

Αρχικά πρέπει να τονιστεί, ότι δεν υπάρχει τρόπος- εκτός αν προηγηθούν πυροβολισμοί ή αν το έγκλημα είναι γνωστό πριν την καταδίωξη - να γνωρίζει ο αστυνομικός, αν ο οδηγός και οι επιβαίνοντες είναι σκληροί κακοποιοί ή κάποια παιδάκια, που οδηγούν χωρίς δίπλωμα και απλώς φοβούνται τη σύλληψη και την κατσάδα του μπαμπά.

Οι αστυνομικοί οφείλουν να έχουν υπ’ όψιν τους το χειρότερο σενάριο  και για την αυτοπροστασία τους και για την επιτυχία στην εργασία τους. Η κοινωνία  (οφείλει να) γνωρίζει τη βασική αρχή που διέπει τα σώματα ασφάλειας σε όλες τις προηγμένες δημοκρατίες του πλανήτη.

Εντολή αστυνομικού για έλεγχο που περιφρονείται, αγνοείται ή και χλευάζεται, αυτομάτως δίνει στους αστυνομικούς αυτό που στις ΗΠΑ αποκαλείται «probable cause», δηλαδή σοβαρό λόγο για περαιτέρω έλεγχο, με βάσιμη υποψία, ότι κάποιο σοβαρό αδίκημα έχει τελεστεί ή είναι σε εξέλιξη.

«Γιατί δε σταματάς σε αστυνομικό έλεγχο; Προφανώς έχεις κάτι να κρύψεις» ήταν η επωδός ενός πολύ γνωστού καθηγητή μου στις ΗΠΑ. «Άλλος λόγος δεν υπάρχει. Και το αν αυτό το «κάτι» είναι σοβαρό ή όχι, εσύ με τη συμπεριφορά σου το κάνεις δυσδιάκριτο».

Μια αστυνομία που δεν καταδιώκει, είναι ευνουχισμένη αστυνομία. Αστυνομικές εντολές ελέγχου που αγνοούνται, οδηγούν σε αστυνομικούς χωρίς κύρος. Και εν τέλει, αστυνομικούς που περιφέρονται φορώντας τις στολές τους σαν «πουκάμισο αδειανό». Η Πολιτεία (έννοια από την οποία πήρε παγκοσμίως το όνομα της η αστυνομία -police) οφείλει να προστατεύει τα στελέχη των αρχών ασφάλειας που έχουν επιφορτιστεί το ύψιστο καθήκον της προστασίας της ζωής και της περιουσίας μας.

Σε αυτό το πλαίσιο, είναι απαραίτητη  η αλλαγή του Νόμου, η οποία ταλαιπωρεί τον αστυνομικό που εμπλέκεται σε πυροβολισμό κατά την άσκηση των καθηκόντων του και  τραυματίζει την εικόνα του, οδηγώντας  σε άμεση σύλληψη και παραπομπή για κακούργημα με ενδεχόμενο δόλο.

Ας μη λησμονούμε ότι ο αστυνομικός ενεργεί εν ονόματι του Νόμου και είναι απαξιωτικό να αντιμετωπίζεται ως δολοφόνος εκ προοιμίου (!) χωρίς να υπάρχει εκείνη τη στιγμή κανένα στοιχείο εις βάρος του. Αυτές οι πρακτικές οδηγούν στη μάστιγα της αστυνόμευσης που δεν είναι άλλη από τον επαγγελματικό κυνισμό.

Ανατρίχιασα όταν άκουσα συζήτηση αστυνομικών, οι οποίοι σχολίαζαν ανάλογα περιστατικά. Και κυρίως όταν άκουσα την ατάκα «αν είναι να πάω φυλακή, θα κάνω πως δεν είδα»…

* Ο Κωνσταντίνος Δούβλης είναι εγκληματολόγος, διδάκτωρ κοινωνιολογίας της αστυνόμευσης