Εντοπιότητα: Η γάγγραινα της ΕΛ.ΑΣ.
Shutterstock
Shutterstock

Εντοπιότητα: Η γάγγραινα της ΕΛ.ΑΣ.

«Δικαιώθηκες, δυστυχώς».

Αυτή ήταν η ατάκα ενός στενού μου φίλου, με αφορμή τα τελευταία τραγικά τροχαία δυστυχήματα. Αναφερόταν στα δύο πρόσφατα άρθρα μου στο Liberal (25/9 & 3/12/2024), οπού ανέλυα διεξοδικά τους λόγους που οι κάμερες - χρήσιμο εργαλείο - δεν αποτελούν πανάκεια στο σύνθετο ζήτημα της τροχαίας αστυνόμευσης.

Η δικαίωση δεν ήταν ποτέ μέσα στα ζητούμενά μου. Όποιος την αποζητά μανιωδώς, έχει ζήτημα με τον εγωισμό του και χάνει την ουσία που είναι η προσφορά στο κοινωνικό σύνολο και στην πατρίδα.

Παρ’ όλα αυτά, τα τελευταία τραγικά τροχαία ζητήματα, αναδεικνύουν την απόλυτη ανάγκη για εκσυγχρονισμό νοοτροπίας και όχι μόνο τεχνικών μέσων στην Ελληνική Αστυνομία.

Ο πρωθυπουργός με τα γνωστά του αντανακλαστικά «ξήλωσε» την ηγεσία της αστυνομικής διεύθυνσης Χανίων, αναδεικνύοντας ένα ζήτημα που αποτελεί τροχοπέδη για την όποια ουσιαστική αλλαγή στην αστυνομία.

Δεν ξέρω πόσοι συμπολίτες μας το γνωρίζουν, αλλά η Πολιτεία - μετά την παρέλευση ολίγων ετών από τον διορισμό τους - δεν δύναται να μεταθέσει αστυνομικούς αν δεν το επιθυμούν οι ίδιοι!

Αυτό δηλαδή που γίνεται με τους στρατιωτικούς, που μετατίθενται όπου επιλέξει η ηγεσία, στην ΕΛ.ΑΣ. είναι απαγορευμένο.

Οι αστυνομικοί έχουν κατακτήσει εδώ και πολλά χρόνια το λεγόμενο «αμετάθετο» και την εντοπιότητα, να μπορούν δηλαδή να υπηρετούν σχεδόν στο σύνολο της καριέρας τους στον τόπο καταγωγής ή διαμονής τους.

Αυτό παρουσιάστηκε τότε ως κατάκτηση του Σώματος που θα ωφελούσε την αστυνόμευση διότι ο αστυνομικός -υποτίθεται- έχει κίνητρο να κάνει καλύτερα τη δουλειά του, όταν υπηρετεί στον τόπο καταγωγής ή των συμφερόντων του.

Δυστυχώς, αυτό δεν επαληθεύτηκε από τις εξελίξεις.

Οι κοινωνιολόγοι της αστυνόμευσης το λένε εδώ και δεκαετίες. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να αστυνομεύεις ανθρώπους με τους οποίους έχεις στενή προσωπική σχέση.

Βασικός κανόνας της αστυνόμευσης είναι να υπάρχει μια (λογική) απόσταση αστυνομικού και πολίτη. Όχι παλαιού τύπου απόσταση, με την έννοια της αποξένωσης. Η ομαλή σχέση πολιτών και αστυνομικών θεωρείται πλέον επιθυμητή και για την επιτυχία του αστυνομικού έργου και για την αποδοχή της αστυνομίας από την κοινωνία.

Μιλάμε για απόσταση που επιβάλλει η φύση του ελεγκτικού έργου των αρχών ασφαλείας.

Η περίπτωση της Κρήτης είναι χαρακτηριστική.

Πώς θα αστυνομεύσεις επαρκώς κάποιον με τον οποίο το προηγούμενο απόγευμα έπινες τσικουδιά στο καφενείο;

Πώς θα ελέγξεις κάποιον με τον οποίο μεγάλωσες μαζί, πήγες στο ίδιο σχολείο και τα παιδιά σας είναι φίλοι από μικρά;

Με τον οποίο βρίσκεσαι συνεχώς στα ίδια μέρη, έχεις κοινές συναναστροφές, κοινά συμφέροντα, κοινές αναφορές και κοινό μέλλον;

Ο Αίσωπος έλεγε: «Η εξοικείωση φέρνει την περιφρόνηση».

Ο λαός το λέει «παραγνωριστήκαμε».

Όπως και αν το προσεγγίσει κάποιος, πρόκειται για παθογένεια, όταν μιλάμε για σχέσεις ελεγκτού και ελεγχόμενου.

Η κυβέρνηση οφείλει να προχωρήσει και σε έναν ακόμα εκσυγχρονισμό. Να καταργήσει την αναχρονιστική και παρωχημένη έννοια της εντοπιότητας στην αστυνομία.

Η εφαρμογή του Νόμου, κορυφαίο καθήκον των αστυνομικών, προφανέστατα και παρεμποδίζεται από την έντονη και επί μονίμου βάσεως συναναστροφή στις μικρές τοπικές κοινωνίες.

Η διαπλοκή, για την οποία πολύ μελάνι έχει χυθεί τα προηγούμενα χρόνια, είναι βέβαιον ότι βρίσκει εφαρμογή στο περιβάλλον της αστυνόμευσης, ειδικά επαρχιακών πόλεων.

Μικροσυμφέροντα, (ή και μεγαλοσυμφέροντα...), συμπάθειες και αντιπάθειες, τριβές φίλων και συγγενών, καθιστούν τη σύγχρονη αστυνόμευση ουτοπία.

Στην αρχή του 2025, οφείλουμε να απαλλαγούμε από πρακτικές άλλων εποχών και να ασχοληθούμε με την ουσία των προβλημάτων.

Η αστυνόμευση είναι σύνθετο έργο με ξεχωριστή δυναμική. Βασίζεται στις ανθρώπινες σχέσεις που είναι συχνά αντιφατικές και διέπονται από άγραφους νόμους και κανόνες που δεν εντάσσονται εύκολα σε συγκεκριμένα πλαίσια.

Νομιμόφρονες και παραβατικοί συνυπάρχουν στο ίδιο κοινωνικό περιβάλλον, αλληλεπιδρούν και ο διαχωρισμός τους είναι δυσχερής και συχνά επισφαλής. Η αστυνομία καλείται να είναι ανθρώπινη και ευγενική με τους νομοταγείς, σκληρή και αμείλικτη με τους παράνομους και όλα αυτά, ενώ οφείλει να υπακούει στους Νόμους και στο Σύνταγμα, ενώ κάθε της πράξη ή παράλειψη αναλύεται διαρκώς από όλους μας.

Σε αυτές τις αντικειμενικές δυσκολίες, ας μην προσθέσει άλλη μία. Ας μη «πυροβολεί τα πόδια της» με ξεπερασμένες πρακτικές που παρεμποδίζουν την αποστολή της.

Ας μην «παραγνωριστούμε» ξανά…


*Ο Κωνσταντίνος Δούβλης είναι εγκληματολόγος, διδάκτωρ κοινωνιολογίας της αστυνόμευσης.