Η επιστήμη της εγκληματολογίας είναι εξόχως γοητευτική. Όχι μόνο διότι ερευνά αποκλίνουσα συμπεριφορά που πάντα μας ιντριγκάρει, αλλά διότι το προφανές δεν είναι πάντα και το αληθές.
Νεαρός ακόμα φοιτητής στις ΗΠΑ, θυμάμαι έντονα την ερώτηση του καθηγητού μας στο μάθημα της αστυνόμευσης. «Ποιο θεωρείτε, ότι είναι το πλέον φλέγον και σημαντικό ζήτημα στην αστυνόμευση;»
«Ευκολάκι» σκέφτηκα. «Η τρομοκρατία» απάντησα με ενθουσιασμό. Ήταν άλλωστε η εποχή που στην Ελλάδα, μας απασχολούσε (δικαίως) η δολοφονική δράση της 17Ν και στο μυαλό μου φάνταζε ως το υπ’ αριθμόν 1 πρόβλημα.
Ο καθηγητής με κοίταξε με ένα παράξενο μειδίαμα και μου απάντησε, ότι ίσως θέλω να ξανασκεφτώ την απάντησή μου και να επανέλθω. Οι συμφοιτητές μου κινήθηκαν στο ίδιο πλαίσιο.
Οργανωμένο έγκλημα, φόνοι, βιασμοί και ό,τι άλλο μπορείτε να φανταστείτε. Άλλωστε στο συλλογικό μας υποσυνείδητο, όσο πιο βίαιο ένα έγκλημα, τόσο πιο σοβαρό.
Η υπομονή του καθηγητή άρχισε να εξαντλείται. «Οι τροχαίες παραβάσεις» είπε κοφτά.
Η αίθουσα πάγωσε. Σοβαρά τώρα;
Απολύτως σοβαρά.
Διότι το οργανωμένο έγκλημα και η τρομοκρατία -παρά το έντονο αποτύπωμα που αφήνουν στα εγκληματολογικά χρονικά και παρά τον έντονο φόβο που δημιουργούν- πολύ μικρό ποσοστό του πληθυσμού αφορούν άμεσα.
Είναι κοινώς παραδεκτό στην σύγχρονη εγκληματολογία ότι η κατάσταση ευνομίας και ευταξίας μιας χώρας, δεν καθορίζεται από τους δείκτες της λεγομένης «βαριάς εγκληματικότητας», αλλά από τομείς όπως, η οδική ασφάλεια. Ο μέσος πολίτης - και εφόσον είμαστε τουριστική χώρα, ο μέσος τουρίστας- είναι εξαιρετικά απίθανο να έλθει σε επαφή με εκφάνσεις βαριάς εγκληματικότητας και σκληρούς ποινικούς.
Η άποψη που διαμορφώνει λοιπόν σχετικά με το επίπεδο ασφάλειας και τάξης, καθορίζεται από την «τριβή» που έχει με καταστάσεις της λεγόμενης καθημερινότητας. Εξέχουσα θέση σε αυτές, έχουν οι τροχαίες παραβάσεις και το επίπεδο αστυνόμευσης στους δρόμους της χώρας.
Το ζήτημα της τροχαίας αστυνόμευσης αποτελεί έναν από τους πιο προβληματικούς τομείς, όχι μόνο της εφαρμογής του Νόμου, αλλά και της κρατικής λειτουργίας εν γένει στην Ελλάδα.
Στην εγκληματολογία ισχύει ο βασικός κανόνας ότι, ένας περιορισμένος αριθμός ατόμων διαπράττει την συντριπτική πλειονότητα των εγκλημάτων. Δηλαδή η παραβατική συμπεριφορά δεν είναι διάχυτη και εκτεταμένη μέσα στο σύνολο του κοινωνικού ιστού.
Στις τροχαίες παραβάσεις, αυτός ο κανόνας δεν ισχύει. Η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού επιδεικνύει μικρότερη ή μεγαλύτερη παραβατική συμπεριφορά σε καθημερινή βάση. Εν ολίγοις, ΟΛΟΙ μας είμαστε παραβάτες του ΚΟΚ καθημερινώς ! Ακόμα και οι πιο ευσυνείδητοι!
Η συμπεριφορά μας στους δρόμους δεν υποβάλλεται, ούτε στον ανεπίσημο έλεγχο της κοινωνίας μέσω του οικογενειακού και φιλικού περιβάλλοντος, ούτε στον επίσημο κρατικό έλεγχο. Το καθημερινό «δηλητήριο παρανομίας» που παίρνουμε όλοι μας σε μικρές δόσεις εδώ και χρόνια έχει κάνει τη δουλειά του. Ο κοινωνικός μιθριδατισμός έχει οδηγήσει όλους μας σε μια απάθεια και ανοσία απέναντι σε κάθε είδους παρανομία.
Αυτή η παράμετρος, είχε αρνητική επίδραση και στην κρατική αντιμετώπιση του προβλήματος. Η αστυνομία επί δεκαετίες, παρά τα δημοσίως λεχθέντα, ποτέ δεν αντιμετώπισε τις τροχαίες παραβάσεις ως σημαντικές. Μάλιστα για πολλά χρόνια, η μετάθεση ενός αστυνομικού στην Τροχαία θεωρείτο υποβιβασμός. Ένας τρόπος επαγγελματικής απαξίωσης.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται η ρίζα «του κακού». Με την πάροδο των χρόνων δημιουργήσαμε μια διπλή παγίδα για την κοινωνική μας προκοπή.
Μια κοινωνία που δεν θέλει να αστυνομευθεί και μια αστυνομία που δε θέλει να αστυνομεύσει.
Λόγοι αναβάθμισης της τροχαίας αστυνόμευσης:
Πρώτον, διότι σε αντίθεση με όσα πιστεύει ο κόσμος (ίσως και η ίδια η αστυνομία...) υπάρχει σαφής και ευθεία σύνδεση της τροχαίας αστυνόμευσης με σοβαρές μορφές παραβατικότητας ή και εγκληματικότητας.
Παραβάτες που διαφεύγουν του νόμου επί σειρά ετών, συλλαμβάνονται σε τροχαίους ελέγχους. Πτώματα ανακαλύπτονται, λαθραία προϊόντα, όπλα και ναρκωτικά κρυμμένα σε ειδικές κρύπτες ή και πορτ μπαγκάζ.
Δεύτερον, διότι υπάρχει άμεση διασύνδεση μεταξύ σοβαρών τροχαίων παραβάσεων και τέλεσης εγκληματικών πράξεων. Στις ΗΠΑ, με έκπληξη διαπίστωσα ότι περνούσαν χειροπέδες σε όσους π.χ. παραβίαζαν ερυθρό σηματοδότη. Σε σχετική μου ερώτηση, η απάντηση ήταν άμεση και κοφτή : «Όποιος παραβιάζει ερυθρό σηματοδότη, έχει μεγάλες πιθανότητες να εμπλέκεται σε κάποια μεγαλύτερη παρανομία, αλλιώς γιατί να το κάνει;»
Πέρα από τις διαφορές όμως σε κουλτούρα και νοοτροπία, η εν λόγω διασύνδεση υπάρχει. Όποιος παρανομεί σοβαρά στον δρόμο, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να το κάνει ως συνέχεια ή συνέπεια άλλων σοβαρών παραβατικών πράξεων. Από κάπου θέλει να ξεφύγει, είτε από πιθανούς διώκτες του, είτε από μια γεωγραφική περιοχή όπου έχει παρανομήσει και δε θέλει να συνδέσουν την εκεί παρουσία του με το έγκλημα.
Τρίτον, διότι οι τροχαίες παραβάσεις είναι μια από τις ύψιστες μορφές, όχι απλώς παραβατικής, αλλά αντικοινωνικής συμπεριφοράς.
Όποιος παρανομεί οδηγικά, δεν θέτει απλώς τη ζωή κάποιων σε κίνδυνο, αλλά περιφρονεί με τρόπο προκλητικό και βάναυσο την έννομη τάξη και την οργανωμένη κοινωνία.
Το πρόβλημα με την αστυνομική υποκουλτούρα
Από τα πολλά μοντέλα αστυνόμευσης που ισχύουν σε όλο τον κόσμο, το πιο προσφιλές στους αστυνομικούς είναι αυτό του «διώκτη του εγκλήματος» ή όπως είναι ο διεθνής όρος «crime fighting model».
Τους δίνει κίνητρο και ώθηση να εκτελέσουν με μεγαλύτερο ζήλο τα καθήκοντά τους και αντιλαμβάνονται τον ρόλο τους ως τον μέγα προστάτη του λαού και της κοινωνικής τάξης.
Τι και αν βλέπουμε καθημερινώς αστυνομικούς να εμπλέκονται σε μια σειρά καθηκόντων που δεν άπτονται της προστασίας του πολίτη, αλλά είναι εξ ίσου σημαντικά, όπως η βοήθεια σε ηλικιωμένους, σε παιδιά ακόμα και σε ζώα; Όλα αυτά θεωρούνται πάρεργο από την πλειονότητα των αστυνομικών.
Τα θεωρούν πράγματα που κάνουν «παρεμπιπτόντως» των «πιο σοβαρών» καθηκόντων τους. Συνειδητά επιλέγουν να δώσουν έμφαση και σημασία στην δίωξη του εγκλήματος κάθε μορφής.
Εξαιτίας της προαναφερθείσας κοινωνικής απαξίωσης του τροχονομικού έργου, η αστυνόμευση τροχαίων παραβάσεων εμπίπτει στην ίδια κατηγορία στην συνείδηση του μέσου αστυνομικού.
Δε θεωρείται «real police work» (πραγματικό αστυνομικό έργο). Αντιμετωπίζεται συνειδησιακά ως πάρεργο και δημιουργείται μια απέχθεια στην εμπλοκή με αυτό.
Επιπλέον, ο μέσος αστυνομικός είναι πεπεισμένος ότι μια εμπλοκή του με τροχαίες παραβάσεις θα τον αποξενώσει από τον πολίτη, θα τον καταστήσει μισητό πρόσωπο. Η αστυνόμευση του ΚΟΚ αποτελεί κόκκινο πανί για την συνείδηση του μέσου αστυνομικού και χωρίς να επιλυθεί αυτή η βασική παθογένεια, καμία άλλη παρέμβαση δε θα έχει αξία.
Η λύση
Απαιτείται ένας επανακαθορισμός της έννοιας του αστυνομικού έργου ο οποίος θα είναι πολυεπίπεδος.
Οι βασικοί μεταρρυθμιστικοί πυλώνες είναι δύο:
Ο πρώτος και θεμελιώδης είναι η εκπαίδευση, η οποία διαμορφώνει καθοριστικά την επαγγελματική υποκουλτούρα (police subculture), δηλαδή τον τρόπο που ο μέσος αστυνομικός αντιλαμβάνεται τον ρόλο του και την θέση του στο κοινωνικό γίγνεσθαι.
Ο δεύτερος είναι η συμπεριφορά εντός της υπηρεσίας και οι διδαχές καθώς και τα μηνύματα που περνάνε στον μέσο αστυνομικό από τους συνάδελφους και τους ανωτέρους του.
Οι αστυνομικοί πρέπει -τρόπον τινά- να επανακοινωνικοποιηθούν επαγγελματικά ώστε να αρχίσουν να αντιλαμβάνονται πως η τροχαία δεν είναι πάρεργο ή αγγαρεία, αλλά σημαντική πτυχή του συνολικού δόγματος ασφαλείας που πρέπει με υπερηφάνεια και υψηλή αίσθηση καθήκοντος να υπηρετούν.
Ο έλεγχος των εποχουμένων μπορεί, και συχνά αποκαλύπτει, σημαντικά ζητήματα σκληρής παραβατικότητας που αφορούν όλη την κοινωνία.
Από την παράνομη μετανάστευση, μέχρι τη διακίνηση ναρκωτικών, όλες οι βαριές μορφές εγκληματικότητας προϋποθέτουν το στοιχείο της κίνησης.
Ο παιδαγωγικός ρόλος του κράτους και η συμβολή της αστυνομίας
Συχνά λέγεται πως η οδηγική μας συμπεριφορά είναι ζήτημα παιδείας και κουλτούρας. Ζήτημα ανατροφής.
Όντως, η οδική αγωγή απουσιάζει από την κοινωνικοποίηση εντός της οικογένειας.
Αυτό όμως σε επίπεδο ανήλικου βίου. Σημαντικό μεν για την απόκτηση αρχών και αξιών αλλά δευτερεύον όταν συγκρούεται με την πραγματικότητα.
Σε επίπεδο ενήλικου βίου, το Κράτος είναι ο πιο σοβαρός παιδαγωγός.
Διά των πράξεων ή των παραλείψεών του, περνά μηνύματα στους πολίτες που αφορούν στην σημασία της κοινωνικής τους συμπεριφοράς.
Όταν μια δραστηριότητα αστυνομεύεται αυστηρά, το κοινωνικό μήνυμα είναι ότι το κράτος την θεωρεί σημαντική και συνεπώς πρέπει και οι πολίτες να την θεωρούν σημαντική και να συμμορφώνονται.
Όταν μια δραστηριότητα μένει εκτός του πεδίου αστυνόμευσης, αυτομάτως μένει εκτός του πεδίου συμμόρφωσης και των πολιτών.
Δικαίως λοιπόν η ηγεσία του ΥΠΡΟΠΟ δίνει προτεραιότητα στην αναμόρφωση της τροχαίας αστυνόμευσης.
Ιδού πεδίο δόξης λαμπρό!
*Ο Κωνσταντίνος Δούβλης είναι εγκληματολόγος, διδάκτωρ κοινωνιολογίας της αστυνόμευσης.