Ο χαλκός είναι το νέο «πετρέλαιο»
Shutterstock
Shutterstock

Ο χαλκός είναι το νέο «πετρέλαιο»

Το ζωτικής σημασίας μέταλλο για τις ηλεκτρικές καλωδιώσεις, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τις μπαταρίες, τις οπτικές ίνες και τα data centers, σε έναν κόσμο που προσπαθεί να απελευθερωθεί από τον άνθρακα, ανέβηκε σε υψηλό όλων των εποχών –πάνω από τα 11.000 δολάρια ο τόνος– τον Μάιο, με την Κίνα και τις ΗΠΑ να «οδηγούν» το μεγαλύτερο μέρος αυτών των κερδών, λόγω της μεταποιητικής δραστηριότητας και των μεγάλων επενδύσεων σε ενεργειακές υποδομές.

Στη συνέχεια όμως οι ανησυχίες για την επιβράδυνση της Κίνας και για πιθανή ύφεση στις ΗΠΑ που πυροδοτήθηκαν από την επιβράδυνση της αγοράς εργασίας, λειτούργησαν σαν βαρίδι για την τιμή, η οποία στις αρχές Αυγούστου σημείωσε χαμηλό πέριξ των 8.800 δολαρίων ο τόνος. 

Αυτές τις ημέρες ο χαλκός διαπραγματεύεται περίπου 5% υψηλότερα από τα χαμηλά του Αυγούστου, στα 9.260 δολάρια ο τόνος –4.28 δολάρια η λίβρα– με τους περισσότερους αναλυτές να μην αποκλείουν η τιμή του βραχυπρόθεσμα να συνεχίσει να χαρακτηρίζεται από νευρικότητα και διακυμάνσεις.

Παρά ταύτα, η πρόσφατη διόρθωση του «νέου πετρελαίου» όπως αποκαλούν πολλοί αναλυτές τον χαλκό, είναι μάλλον καλά νέα για όσους επενδυτές είναι μακροπρόθεσμοι και κυνηγούν ευκαιρίες, τη στιγμή μάλιστα που πολλές από τις διεθνείς αγορές είναι κοντά στα ιστορικά τους υψηλά.

Βασική προϋπόθεση βέβαια είναι για όσο διάστημα διατηρούνται οι πιθανότητες μιας διεθνούς ύφεσης, οι επενδυτές να είναι οπλισμένοι με υπομονή.

Βλέπετε, η ζήτηση από την Κίνα, του κορυφαίου εισαγωγέα του βιομηχανικού μετάλλου, παίζει καίριο ρόλο για την πορεία του και ευθύνεται ως έναν μεγάλο βαθμό για την πτώση της τιμής του χαλκού το δεύτερο τρίμηνο, μια πτώση που ήταν σε απόλυτη «αρμονία» με τα ασθενέστερα του αναμενομένου στοιχεία για την κινεζική ανάπτυξη.

Υπενθυμίζουμε ότι  οι λιανικές πωλήσεις τον Αύγουστο αυξήθηκαν στην Κίνα κατά 2,1%, χάνοντας τις προσδοκίες για ανάπτυξη 2,5% μεταξύ των οικονομολόγων που συμμετείχαν σε δημοσκόπηση του Reuters.

Η βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε κατά 4,5% τον Αύγουστο σε σχέση με πέρυσι, υστερώντας και πάλι σε σχέση με την πρόβλεψη του Reuters για ανάπτυξη 4,8%.

Αυτό σηματοδότησε επίσης επιβράδυνση από άνοδο 5,1% τον Ιούλιο.

Οι επενδύσεις σε πάγια περιουσιακά στοιχεία αυξήθηκαν κατά 3,4% για την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου, πιο αργά από την πρόβλεψη για ανάπτυξη 3,5%.

Τουτέστιν, οι λιανικές πωλήσεις, η βιομηχανική παραγωγή και οι επενδύσεις της Κίνας τον Αύγουστο αυξήθηκαν πιο αργά από το αναμενόμενο, σύμφωνα με στοιχεία του Εθνικού Γραφείου Στατιστικής.

Μια ακόμη παρατήρηση είναι ότι η βιομηχανική παραγωγή εξακολουθεί να αυξάνεται ταχύτερα από τις λιανικές πωλήσεις, κάτι που αντανακλά τη διαρθρωτική ανισορροπία που υπάρχει στην οικονομία της Κίνας, με ισχυρότερη προσφορά και επίμονα ασθενέστερη ζήτηση.

Πολλοί αναλυτές περιμένουν η κινεζική κυβέρνηση να ανακοινώσει περισσότερα σταδιακά κίνητρα το τέταρτο τρίμηνο για τη στήριξη της κατανάλωσης και των ακινήτων, κάτι που αναμένεται να τονώσει την αγορά.

Μέχρι τότε όμως, πολλοί οίκοι «κατεβάζουν τον πήχη». Η Bank of America για παράδειγμα έχει μειώσει την πρόβλεψή της για την αύξηση του ΑΕΠ της Κίνας το 2024 στο 4,8%, κάτω από τον στόχο της κυβέρνησης του 5%.

Η Citigroup μείωσε επίσης την πρόβλεψή της στο 4,7% μετά τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα.

Οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές 

Η Goldman Sachs το καλοκαίρι είχε προχωρήσει στην πρόβλεψη ότι ο χαλκός είναι έτοιμος για νέα άνοδο τιμής, με την αγορά να επηρεάζεται από πιθανές ελλείψεις προσφοράς.

Η Goldman Sachs  είχε εντοπίσει την περιορισμένη προσφορά ορυχείων, ιδίως στη Χιλή και το Περού, δύο από τις μεγαλύτερες χώρες παραγωγής χαλκού στον κόσμο.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Μαίου και του Ιουλίου λοιπόν, οι περιορισμοί της προσφοράς αναμενόταν να ασκήσουν ανοδική πίεση στις τιμές του χαλκού, οι οποίες σύμφωνα με τις προβλέψεις της Goldman αναμένονταν κατά μέσο όρο στα 4,55 δολάρια ανά λίβρα στο δεύτερο εξάμηνο του 2024, με  περαιτέρω αύξηση στα 4,80 δολάρια/λίβρα το 2025.

Τον Σεπτέμβριο όμως η Goldman Sachs μείωσε την πρόβλεψή της για το 2025 για την τιμή του χαλκού κατά ένα τρίτο, καθώς η πτώση της κινεζικής ζήτησης για το κόκκινο μέταλλο συνεχίζει να επισκιάζει τις προοπτικές κέρδους για τους κορυφαίους παραγωγούς.

Η αμερικανική τράπεζα προειδοποίησε την προηγούμενη εβδομάδα ότι το αναμενόμενο ράλι στην αγορά χαλκού δεν θα πραγματοποιηθεί άμεσα,  καθώς η καθίζηση στην αγορά ακινήτων της Κίνας μειώνει τη ζήτηση για εμπορεύματα. 

Ως εκ τούτου, αναμένει ότι ο χαλκός θα φτάσει κατά μέσο όρο στα 10.100 δολάρια ο τόνος το επόμενο έτος, πολύ χαμηλότερα από την πρόβλεψή της πριν από τέσσερις μήνες ότι θα φτάσει στο ιστορικό υψηλό των 15.000 δολαρίων.

«Ως αποτέλεσμα, και δεδομένης της συνεχιζόμενης αδυναμίας στον τομέα των ακινήτων της Κίνας, πιστεύουμε ότι η εξάντληση των αποθεμάτων χαλκού – και το συνοδευτικό ράλι των τιμών – πιθανότατα θα έρθει πολύ αργότερα από ό,τι πιστεύαμε προηγουμένως» έγραψαν συγκεκριμένα οι αναλυτές της GS.

Οι εκτιμήσεις για τον χαλκό επιβαρύνουν την κερδοφορία των μεγαλύτερων παραγωγών μετάλλων του κόσμου, όπως οι BHP, Rio Tinto, Freeport-McMoRan, Anglo American και Glencore κ.α, πολλές από τις οποίες  την ίδια στιγμή παλεύουν με τη διολίσθηση στην τιμή του σιδηρομεταλλεύματος, έναν από τους μεγαλύτερους  παράγοντες κερδοφορίας τους.

Για παράδειγμα, η Freeport-McMoran, κορυφαία εταιρεία εξόρυξης χαλκού στις ΗΠΑ, εκτιμά ότι μια αλλαγή  στην τιμή πέριξ των 220 δολαρίων ανά τόνο στις τιμές του Χαλκού, θα είχε ως αποτέλεσμα τα αναμενόμενα βασικά της κέρδη να μετακινηθούν κατά 430 εκατομμύρια δολάρια κατά μέσο όρο.

Επιφυλακτική  για τη βραχυπρόθεσμη πορεία του κλάδου εμφανίζεται και η αυστραλιανή εταιρεία BHP, η οποία  αναγνώρισε στην πρόσφατη έκθεση της για την ετήσια προοπτική των εμπορευμάτων, ότι η αγορά χαλκού θα είναι  σε οριακό πλεόνασμα φέτος και ακόμη μεγαλύτερο το επόμενο έτος. 

Η αυστραλιανή τράπεζα Macquarie σε δική της έκθεση εκτιμά ότι η ισχυρή προσφορά από τη μια  και η ύφεση της ζήτησης από την άλλη,  «έχουν ωθήσει την αγορά σε πλεόνασμα νωρίτερα από το αναμενόμενο, με την αγορά να αναμένεται να παραμείνει πλεονασματική το 2025 και το 2026». Ως εκ τούτου δεν αποκλείει η τιμή του χαλκού το 2026 να μην απέχει πολύ από τα χαμηλά του τρίτου τριμήνου του 2024. 

Άλλες τράπεζες έχουν επίσης μετριάσει τις προοπτικές τους για την αγορά χαλκού, ενώ σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg, τα παγκόσμια αποθέματα χαλκού έχουν αυξηθεί στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων τεσσάρων ετών, καθώς η ασθενής ζήτηση έχει οδηγήσει μεγάλες ποσότητες  μετάλλων να εισέρχονται  στις αποθήκες. 

Bέβαια στο σημείο αυτό οφείλουμε να σημειώσουμε ότι τα αποθέματα έχουν αυξηθεί και λόγω των ασυνήθιστα υψηλών αγορών της Κίνας το πρώτο εξάμηνο του 2024. 

Πολλοί δικαιολόγησαν την αυξανόμενη συσσώρευση χαλκού από τη Κίνα μέσα από την οπτική γωνία μιας πιθανής υποτίμησης του γουάν. 

Άλλωστε ο  ορίζοντας μιας νέας υποτίμησης του νομίσματος, κατά τα πρότυπα της υποτιμήσης του το 2015 ή το 2019 εξετάζεται από πολλούς αναλυτές δεδομένης της προοπτικής επιδείνωσης του εμπορικού πολέμου, ιδιαίτερα με τις ΗΠΑ.

Για μια επίσης μεγάλη μερίδα αναλυτών, ο μεγαλύτερος έλεγχος του Πεκίνου στον χαλκό αποτελεί ένα είδος «εργαλείου»  για μελλοντικές διαπραγματεύσεις της Κίνας με τη Δύση όσον αφορά τους  δασμούς οχημάτων, ποσοστώσεις κλπ.

Οι μακροπρόθεσμες προοπτικές

Σαφώς δεν υπάρχει αισιοδοξία για τις βραχυπρόθεσμες επιδόσεις του χαλκού εως το 2026 περίπου.

Αν όμως κανείς ανοίξει το κάδρο και εστιάσει στην σημασία του χαλκού στη σύγχρονη βιομηχανία, τότε βλέπει την πρόσφατη ταλαιπωρία μάλλον σαν μια  επενδυτική ευκαιρία.

Ο χαλκός έχει πολλές βιομηχανικές χρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρικών

οχημάτων, των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, των δικτύων οπτικών ινών, τα κέντρα δεδομένων κ.α. Την ίδια στιγμή η σχετικά περιορισμένη προσφορά, σημαίνει ότι οποιοδήποτε αξιοσημείωτο άλμα στη ζήτηση στο μέλλον  θα μπορούσε να εκτοξεύσει την τιμή του μετάλλου στα ύψη.

Αν και λοιπόν ο χαλκός μπορεί να μην είναι η παραδοσιακή ασφαλής επένδυση όπως είναι ο χρυσός ή το ασήμι, εντούτοις και παρά το μίζερο παρόν του, μπορεί να έχει ένα λαμπρό μέλλον.

Αυτή η άποψη διατρέχει σχεδόν όλους τους κρίκους του κλάδου. 

Για παράδειγμα ο όμιλος εξόρυξης της Αυστραλίας,  BHP, ενώ  προβλέπει βραχυπρόθεσμη αδυναμία για τον χαλκό, εκτιμά ότι μακροπρόθεσμα είναι ανοδικός.

Μάλιστα προειδοποίησε για την πιθανότητα «συστηματικής υπέρβασης της ζήτησης έναντι

της προσφοράς» από το 2027 και μετά, καθώς «η καθαρή ενέργεια εκτινάσσεται στο τελευταίο τρίτο της δεκαετίας του 2020 και το αποτέλεσμα θα είναι  ένα αυξημένο καθεστώς τιμολόγησης».

Συμπέρασμα: Aν και αναγνωρίζει την τρέχουσα χαμηλή ζήτηση για χαλκό, η BHP βλέπει σταθερά θεμελιώδη στοιχεία για το μέταλλο μακροπρόθεσμα.

Οι δηλώσεις της οικονομικής διευθύντριας της BHP, Vandita Pant.στους Financial Times είναι χαρακτηριστικές: Ο μεταλλευτικός γίγαντας BHP αναμένει ότι η ραγδαία ανάπτυξη της Τεχνητής Νοημοσύνης και η εκθετική επέκταση των κέντρων δεδομένων θα αυξήσουν την παγκόσμια ζήτηση χαλκού στα 52,5 εκατομμύρια τόνους ετησίως έως το 2050. 

Πρόκειται για αύξηση 72% σε σύγκριση με τους 30,4 εκατομμύρια τόνους το 2021.

Ο χαλκός είναι ζωτικής σημασίας για την παροχή και τη μετάδοση ενέργειας ενώ χρησιμοποιείται στα συστήματα ψύξης και στους επεξεργαστές στα κέντρα δεδομένων.

Έτσι, η ανάπτυξη των τεχνολογιών Tεχνητής Νοημοσύνης και η μαζική κατασκευή κέντρων δεδομένων αναμένεται να ενισχύσουν τη ζήτηση για χαλκό, επιπλέον της ζήτησης που θα προκύψει από την σημαντική ανάπτυξη των έργων καθαρής ενέργειας, σύμφωνα με τη BHP.

«Σήμερα, τα κέντρα δεδομένων αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 1% της παγκόσμιας ζήτησης χαλκού, αν και το ποσοστό αυτό αναμένεται να ανέλθει στο 6-7% μέχρι το 2050», δήλωσε η Pant στους FT.

Πολλοί αναλυτές επίσης  εκτιμούν ότι παρά τις βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις, η τιμή του χαλκού μακροπρόθεσμα θα μπορούσε να φτάσει τα 15000 δολάρια ανά τόνο (6,80 δολάρια η λίβρα).

Η όρεξη για περιουσιακά στοιχεία χαλκού λοιπόν νομοτελειακά θα αυξηθεί, δεδομένου του ρόλου που έχει ο χαλκός στην πράσινη οικονομία και την ανάγκη για πρόσθετη πρωτογενή παραγωγή εξόρυξης. 

Ας μην ξεχνάμε ότι η αντικατάσταση του χαλκού είναι δύσκολη. Μια εναλλακτική θα ήταν το αλουμίνιο, αλλά δεν έχει την αγωγιμότητα του χαλκού. Το ασήμι είναι ακόμα καλύτερο στη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά αυτό δεν συζητείται απλά και μόνο λόγω της τιμής του.

Ένα πλεονέκτημα του χαλκού επίσης, είναι ότι μπορεί εύκολα να ανακυκλωθεί.

Αυτά τα ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά αναγνωρίζει και η εταιρεία εμπορευμάτων Trafigura, εκτιμώντας ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη και τα κέντρα δεδομένων θα μπορούσαν να προσθέσουν έως και ένα εκατομμύριο μετρικούς τόνους μέχρι το 2030 και να επιδεινώσουν τις ελλείψεις προς το τέλος της δεκαετίας.

Αρκεί για λόγους σύγκρισης  να αναφέρουμε το εξής:Eως το 2035, θα χρειαστούν 1,8 εκατομμύρια τόνοι χαλκού μόνο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ουδέτερης για το κλίμα  στη Γερμανία. Συγκριτικά, σε όλη την Ευρώπη το 2020 καταναλώθηκαν 3,2 εκατομμύρια τόνοι χαλκού.

Aποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.