Σε ένα πιο αναβαθμισμένο στάδιο ωριμότητας μπαίνει το project διερεύνησης των ελληνικών παραχωρήσεων στην ExxonMobil, επικεφαλής και βασικός operator της κοινοπραξίας με τη HELLENiQ ENERGY, για την ύπαρξη υδρογονανθράκων δυτικά και νοτιοδυτικά της Κρήτης. Στα τέλη του έτους θα ληφθεί η τελική απόφαση για το αν θα μπουν τελικά γεωτρύπανα για τον εντοπισμό πιθανών κοιτασμάτων σε υδρογονάνθρακες στις θάλασσες της Κρήτης.
Λίγους μήνες πριν λάβει την... πολυπόθητη απόφαση για το αν θα προχωρήσει ή όχι σε ερευνητικές γεωτρήσεις, η ExxonMobil, προχώρησε σε έρευνες για να καταγράψει την υφιστάμενη κατάσταση των περιοχών, δρομολογώντας ουσιαστικά τις διαδικασίες για τη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Μάλιστα, πρόσφατα, η αμερικανική εταιρεία CSA με ειδικό σκάφος, εκτέλεσε συνδυαστικές έρευνες νοτιοδυτικά της Κρήτης αλλά και νότια της Πελοποννήσου με πρωταρχικό σκοπό την καταγραφή του υφιστάμενου περιβάλλοντος και δευτερεύοντα στόχο την ανίχνευση πιθανής φυσικής παρουσίας υδρογονανθράκων στα επιφανειακά ζητήματα.
Οι δισδιάστατες έρευνες στην περιοχή ενδιαφέροντος είχαν ολοκληρωθεί το 2022-2023, ενώ οι τρισδιάστατες γεωφυσικές έρευνες πραγματοποιήθηκαν τώρα μεταξύ Φεβρουαρίου και Μαρτίου, καλύπτοντας 874 τχλμ.
Τα εμπόδια στο story των παραχωρήσεων
Ενώ, γενικά, το πρόσημο είναι θετικό από τις αξιολογήσεις των σεισμικών δεδομένων των πετρελαϊκών στις ελληνικές παραχωρήσεις, υπάρχουν ορισμένα εμπόδια που «μπαίνουν» μπροστά στο δρόμο για τους υδρογονάνθρακες. Γραφειοκρατία και δικαστικές προσφυγές έχουν προβληματίσει αρκετά τους εταίρους. Υπενθυμίζεται ότι αντίστοιχα προβλήματα είχαν αντιμετωπίσει και πριν από δύο χρόνια η τότε κοινοπραξία των TotalEnergies – ExxonMobil – HELLENiQ ENERGY στα δύο πολλά υποσχόμενα σε κοιτάσματα φυσικού αερίου υπεράκτια blocks της Κρήτης. Το αποτέλεσμα ήταν τον Απρίλιο του 2022 να αποχωρήσει η γαλλική TotalEnergies, μη πιστεύοντας στην ταχύτητα απονομής της Δικαιοσύνης, όπως είχε διαπιστώσει άλλωστε και με τις δικαστικές προσφυγές κατά της απόφασης για τις σεισμικές έρευνες.
Έτσι, η ExxonMobil πήρε πάνω της τις παραχωρήσεις «Δυτικά της Κρήτης» και «Νοτιοδυτικά της Κρήτης» αναλαμβάνοντας ρόλο operator με εταίρο την HELLENiQ ENERGY τις σεισμικές έρευνες. Η αμερικανική εταιρεία, μάλιστα, είχε εκδηλώσει ανοικτά την επιθυμία της για επίσπευση των ερευνών, το χρονοδιάγραμμα όμως, πήγε «πίσω» τις έρευνες. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο προβληματισμός στην κοινοπραξία για το ενδεχόμενο δικαστικής προσφυγής όταν κι εφόσον προχωρήσουν στην απόφαση για γεώτρηση συνεχίζει να υπάρχει.
Η επόμενη κίνηση
Αυτό που αναμένουμε τώρα είναι η αξιολόγηση και ερμηνεία των δεδομένων, η οποία θα πάρει λίγο χρόνο ακόμη, προκειμένου μέχρι το τέλος της χρονιάς, ο αμερικάνικος κολοσσός να λάβει την πολυαναμενόμενη επενδυτική απόφαση. Αν η «ερμηνεία» των ερευνών, φανερώσει θετικά δείγματα, τότε θα «δοθεί» το «πράσινο φως». Εφόσον αυτό συμβεί, τότε γύρω στα τέλη του 2025 με αρχές 2026, θα δούμε και το πρώτο γεωτρύπανο, καθώς χρειάζονται τουλάχιστον 12-18 μήνες ακόμη για την προετοιμασία.
Πιο συγκεκριμένα, εφόσον οι δύο εταίροι λάβουν θετική απόφαση, τα στελέχη της ExxonMobil στοχεύουν σε αδειοδότηση εντός του 2025 και έναρξη των γεωτρήσεων εντός του 2026. Υπενθυμίζεται ότι εκτός από τις ελληνικές θάλασσες, η αμερικανική εταιρεία δραστηριοποιείται στην ευρύτερη περιοχή, με έμφαση στην Αίγυπτο και την Κύπρο.
Οι εκτιμήσεις για τα κοιτάσματα
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, όλα δείχνουν ότι στα δυτικά και νοτιοδυτικά της Κρήτης υπάρχουν πολλές πιθανότητες για μεγάλο κοίτασμα φυσικού αερίου. Σχετικά με το δυνητικό κοίτασμα, παρόλο που οι έρευνες βρίσκονται στη φάση της αξιολόγησης, τα πρώτα γεωμορφολογικά δεδομένα είναι αισιόδοξα. Αξίζει να σημειωθεί πως τα πεδία υδρογονανθράκων στη χώρα μας παραμένουν εν πολλοίς αναξιοποίητα.
Άλλωστε, η Ελληνική Διαχειριστική Εταιρεία Υδρογονανθράκων και Ενεργειακών Πόρων (ΕΔΕΥΕΠ) είχε πρώτη εκτιμήσει ότι η Ελλάδα δύναται να έχει αποθέματα αερίου και πετρελαίου αξίας πάνω από 250 δισ. ευρώ. Υπολογίζει, μάλιστα, ότι οι δυνητικοί πόροι στην Ελλάδα φτάνουν στα 3,5 δισεκατομμύρια βαρέλια ισοδύναμου πετρελαίου. Η εκμετάλλευση αυτών των αποθεμάτων, με επίκεντρο το φυσικό αέριο, θα μπορούσε δυνητικά να συμβάλλει σημαντικά στην ελληνική οικονομία, προσφέροντας τη δυνατότητα για μηδενικές εκπομπές άνθρακα μέχρι το 2050, αλλά και ενισχύοντας τον ρόλο της χώρας για ενεργειακή ασφάλεια σε περιφερειακό και ευρωπαϊκό επίπεδο.