Έντονη είναι η συζήτηση που επικρατεί γύρω από τις αντλίες θερμότητας για τις ανάγκες της θέρμανσης, οι οποίες όπως «μαρτυρά» και το όνομά τους, αντλούν θερμότητα από ένα μέρος και την μεταφέρουν σε ένα άλλο. Λειτουργούν με ρεύμα, εκμεταλλευόμενες τη θερμότητα που συλλέγουν από το εξωτερικό περιβάλλον. Πρόκειται για την πλέον αποδοτική λύση συγκριτικά με τις συμβατικές μορφές θέρμανσης, καθώς δεν λειτουργεί με καύση ορυκτών καυσίμων.
Οι αντλίες θερμότητας είναι μια δημοφιλής εναλλακτική λύση για την κεντρική θέρμανση, γνωστή για την αποτελεσματικότητά της στην παραγωγή θερμότητας από ηλεκτρική ενέργεια.
Η λειτουργία τους βασίζεται σε έναν κύκλο ψύξης, παρόμοιο με αυτόν ενός ψυγείου, αλλά με αντίστροφη ροή. Ένα ψυκτικό μέσο κυκλοφορεί μέσα σε ένα κλειστό σύστημα, απορροφώντας θερμότητα από το περιβάλλον και μεταφέροντάς την στο εσωτερικό του κτιρίου. Μετατρέπουν, δηλαδή, τη θερμική ενέργεια που υπάρχει φυσικά στο περιβάλλον (αέρας, νερό ή έδαφος) σε χρήσιμη θερμική ενέργεια για θέρμανση ή ψύξη ενός χώρου.
Τα οφέλη από την εγκατάστασή τους σε ένα νοικοκυριό είναι πολλαπλά, με κυριότερα την αυτονομία στη θέρμανση, την υψηλή ενεργειακή απόδοση και τη φιλικότητα προς το περιβάλλον. Επειδή χρησιμοποιούν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (θερμότητα από το περιβάλλον), μειώνουν σημαντικά τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου σε σύγκριση με τα παραδοσιακά συστήματα θέρμανσης. Έχουν, επίσης, μεγάλη διάρκεια ζωής και απαιτούν ελάχιστη συντήρηση ενώ έχουν δυνατότητα πολλαπλής χρήσης και μπορούν να χρησιμοποιηθούν όχι μόνο για τις ανάγκες θέρμανσης αλλά και για αυτές τις ψύξεις, καθιστώντας τις μια ολοκληρωμένη λύση για το νοικοκυριό.
Το νέο πρόγραμμα επιδότησης
Βέβαια, η εγκατάστασή τους προϋποθέτει ένα σημαντικό κόστος αγοράς, το οποίο όμως μπορεί κανείς να αποσβέσει άμεσα λόγω του πολύ χαμηλού κόστους λειτουργίας. Τη λύση σε αυτό έρχεται να δώσει το νέο πρόγραμμα επιδότησης για τις αντλίες θερμότητας. Το νέο πρόγραμμα «Εξοικονομώ» αποκλειστικά για τις αντλίες θερμότητας είναι προ των πυλών και δεν θα υπάρχουν εισοδηματικά κριτήρια. Το ύψος της επιδότησης αναμένεται να φτάσει το από 50 % έως 60 %.
Το νέο πρόγραμμα στοχεύει στην αντικατάσταση των οικιακών συστημάτων θέρμανσης που βασίζονται σε ορυκτά καύσιμα με σύγχρονες αντλίες θερμότητας. Μια από τις βασικές προϋποθέσεις για την ένταξη στο πρόγραμμα είναι η ανακύκλωση του παλαιού συστήματος θέρμανσης, εξασφαλίζοντας με αυτό τον τρόπο την περιβαλλοντική υπευθυνότητα της διαδικασίας.
Ο συνολικός προϋπολογισμός του προγράμματος ανέρχεται στα 60 εκατομμύρια ευρώ, και η επιδότηση καλύπτει:
- 50% για την αγορά της αντλίας θερμότητας (ποσό αγοράς έως 5.000 ευρώ)
- 50% για την εκτέλεση των απαραίτητων εργασιών εγκατάστασης, με μέγιστο ποσό τα 500 ευρώ για τις παρεχόμενες υπηρεσίες.
Το πρόγραμμα αναμένεται να λειτουργήσει με παρόμοιο τρόπο, όπως τα αντίστοιχα προγράμματα για τους θερμοσίφωνες, στα οποία οι δικαιούχοι λαμβάνουν κουπόνι (voucher) επιδότησης. Πρόκειται για μια σημαντική πρωτοβουλία που προάγει τη βιωσιμότητα και ενισχύει τα νοικοκυριά στη μετάβαση προς πιο πράσινες μορφές θέρμανσης.
Η τάση και η ευρωπαϊκή κατεύθυνση είναι η αντικατάσταση του πετρελαίου από τις αντλίες θερμότητας. Στόχος της Ευρώπης είναι από το 2030 τα νεόδμητα να μη χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα για τη θέρμανση και αυτός της Ελλάδας να αυξήσει το ποσοστό των διαμερισμάτων που χρησιμοποιούν αντλίες θερμότητας από το 7% που είναι σήμερα σε 17% έως το 2030. Σκοπός, βέβαια, είναι και η αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας μέσω αντλιών και στον εμπορικό τομέα.
Παράλληλα, ο σχεδιασμός προβλέπει απλοποίηση της διαδικασίας αδειοδότησης για την εγκατάσταση αντλιών θερμότητας ώστε να μην καθυστερούν οι διαδικασίες στα διάφορα στάδια των προγραμμάτων τύπου «Εξοικονομώ» και να επιτευχθούν οι στόχοι για τα έτη από το 2030 έως και το 2050.
Τον ρόλο των αντλιών θερμότητας για το ηλεκτρικό δίκτυο έχει συμπεριλάβει στο σχέδιο ανάπτυξής του για την περίοδο 2024-2028 και ο ΔΕΔΔΗΕ, ο οποίος προβλέπει ότι το πλήθος των κατοικιών που αναμένεται να αναβαθμισθούν ενεργειακά με αντλίες θερμότητας έως το 2030 θα φτάσει τις 438.000 κατοικίες, ενώ το αντίστοιχο πλήθος κτιρίων υπηρεσιών τα 170.000 κτίρια.