Το 2023 η Ελλάδα είχε τις περισσότερες καμένες εκτάσεις στην Ευρώπη. Και η κυβέρνηση έχει συνειδητοποιήσει ότι αν δεν δημιουργήσουμε μια «οικονομία του δάσους», όσο και να αυξηθούν τα χρήματα για την πυροπροστασία, δεν θα φτάνουν ποτέ.
Η εμπειρία των Φινλανδών που διαθέτουν έναν ολιστικό μηχανισμό, με χιλιάδες δασεργάτες, ισχυρούς συνεταιρισμούς, κυρίως όμως χρηματιστήρια όπου διαπραγματεύονται τα δικαιώματα εκπομπών ρύπων και μέσω των εσόδων από την «οικονομία του δάσους», χρηματοδοτούν την προστασία τους, δείχνει γιατί οι Σκανδιναβοί θεωρούνται πρωτοπόροι στην πρόληψη πυρκαγιών και αποτελούν έμπνευση για την ελληνική κυβέρνηση.
Ένα παρόμοιο καθετοποιημένο μοντέλο, προκειμένου μετά από μερικά χρόνια η διαχείριση των δασών να αυτοχρηματοδοτείται μέσα από την εκμετάλλευση της ξυλείας αλλά και την πώληση δικαιωμάτων CO2, χωρίς να χρειάζεται η τόσο μεγάλη συμμετοχή από τον κρατικό προϋπολογισμό, βρίσκεται στην καρδιά της μεταρρύθμισης που έχει επεξεργαστεί ο υπουργός Περιβάλλοντος Θεόδωρος Σκυλακάκης.
Στήνεται δηλαδή ένα χρηματιστήριο για τους πρόσθετους τόνους CO2 που θα απορροφούνται λόγω της ορθής διαχείρισης από τα ελληνικά δάση, με την συμμετοχή πιστοποιημένων εταιρειών αξιοποίησης της δασικής βιομάζας οι οποίες τα πρώτα χρόνια θα επιδοτούνται. «Θα επιδοτήσουμε την απομάκρυνση βιομάζας, αλλάζοντας τη δασική οικονομία. Θα εισάγουμε carbon credits στα πλαίσια ενός εντελώς νέου τρόπου διαχείρισης δασών. Πρόκειται για μια τεράστια ευκαιρία για αγορές όπως της βιομάζας», ανέφερε χθες ο κ. Σκυλακάκης.
Όταν ένας φορέας κάνει ορθή διαχείριση του δάσους, ακριβώς επειδή μειώνεται η εύφλεκτη ύλη, επιτυγχάνεται η επιμήκυνση του χρόνου ζωής του, άρα αυξάνεται η απορρόφηση του CO2. Στην πράξη, οι διαχειριστές του δάσους, που θα προκύπτουν μέσα από τη δυνατότητα σύμπραξης ιδιωτικών εταιρειών και δασικών συνεταιρισμών, θα πιστοποιούνται για την ποσότητα των όγκων διοξειδίου του άνθρακα που καταφέρνουν να απορροφήσουν, και την οποία μετά θα πωλούν σε επιχειρήσεις που θέλουν να μειώσουν το ανθρακικό τους αποτύπωμα, όπως διυλιστήρια, τσιμεντοβιομηχανίες και γενικά ενεργοβόρες βιομηχανίες.
Σε πρώτη φάση, αυτοί οι project developer του δάσους, εφόσον κριθούν επιλέξιμοι, θα επιδοτούνται από τα έσοδα που προκύπτουν από τη δημοπράτηση των δικαιωμάτων εκπομπών CO2 (carbon credits) του ευρωπαϊκού συστήματος εμπορίας εκπομπών (ETS), το οποίο φέτος εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει το 1 δισ. ευρώ. Τα ποσά επιδότησης θα μπορούσαν να κινούνται σε επίπεδα 100-200 εκατ. ευρώ.
Το σχέδιο «Δάσος» είναι εξαιρετικά απαιτητικό και έχει δουλέψει πάνω του όλο το υπουργείο. Για την βιομάζα ο ΓΓ Φυσικού Περιβάλλοντος & Υδάτων, Π. Βαρελίδης και για την Δασική Υπηρεσία, η οποία για να φέρει σε πέρας το νέο της ρόλο αναδιοργανώνεται, ο ΓΓ Δασών, Στ. Σταθόπουλος. Το στοίχημα ανασύστασης της δασικής υπηρεσίας, επί της ουσίας εκ του μηδενός, είναι και το πιο δύσκολο στο project «Δάσος».
Αναφέρεται σε ένα εντελώς νέο μοντέλο, μακριά από τις ελληνικές παθογένειες και στρεβλώσεις, με μεγάλο αριθμό νέου προσωπικού, που θα ρίξει τον μέσο όρο ηλικίας των σημερινών 3.000 ατόμων, ο οποίος φτάνει τα 55 έτη. Ένας μηχανισμός που έχει μάθει να δουλεύει με συγκεκριμένο τρόπο καλείται να αλλάξει ρυθμό και νοοτροπία και για αυτό βρίσκεται σε εξέλιξη διαγωνισμός για να ενισχυθεί με νέο αίμα, καθώς προγραμματίζονται προσλήψεις 390- 400 δασολόγων και δασοπόνων, και επιπλέον 1.200 εποχικών για την επόμενη χρονιά. Συνολικά, το προσωπικό της «νέας» δασικής υπηρεσίας αναμένεται να κινείται στα 4.000 - 4.500 άτομα.
Έτερο σημαντικό στοίχημα του νέου αυτού μοντέλου, που για να κερδηθεί επίσης απαιτεί άλλο τρόπο λειτουργίας και νοοτροπίας, αφορά τους δασικούς συνεταιρισμούς. Καλούνται, όπως και οι εταιρίες πιστοποιημένης βιομάζας, να πρωταγωνιστήσουν στο νέο μηχανισμό, αλλά για να συμβεί αυτό χρειάζονται ενίσχυση και αναδιοργάνωση σε πολλές περιπτώσεις εκ του μηδενός.
Σήμερα, η μερίδα σε ένα τυπικό συνεταιρισμό είναι 200 ευρώ και συνυπολογίζοντας ένα μέσο αριθμό 20 μελών, προκύπτει ένα κεφάλαιο 4.000 ευρώ. Εφόσον δεν ενισχυθεί, είναι πρακτικά αδύνατο να προμηθευτεί ένα βαρύ μηχάνημα κοπής και συγκέντρωσης κορμών δέντρων, το οποίο κοστίζει 200-300.000 ευρώ.
Επίσης, οι δασικοί συνεταιρισμοί που κάνουν ενεργή διαχείριση δασών, απασχολούν κάθε χρόνο περίπου 4.000 - 5000 ενεργούς δασεργάτες. Συνολικά υπάρχουν 8.000 δασεργάτες στη χώρα. Αυτό σημαίνει ένας δασεργάτης ανά 10.000 στρέμματα!
Και επειδή στα μισά περίπου από τα ελληνικά δάση, κυρίως αυτά στο Νότο, δεν υπάρχει η παραμικρή διαχείριση, θα χρειαστεί αυτά να «αδελφοποιηθούν» με τα παραγωγικά του Βορρά. Δηλαδή για να πάρει την επιδότηση ο νέος αυτός δασικός συνεταιρισμός θα πρέπει να διαχειρίζεται εκτός από τα δάση του Βορρά, όπου ούτως ή άλλως δραστηριοποιείται, και τα εγκαταλελειμμένα δάση του Νότου.