Όσο η άνοδος που καταγράφεται στην τιμή του φυσικού αερίου συνεχίζεται τόσο εντείνονται οι φόβοι για νέο ξέφρενο ράλι στην καρδιά του χειμώνα. Η ζήτηση παγκοσμίως εξακολουθεί να αυξάνεται, οι θερμοκρασίες πέφτουν και η Ευρώπη ψάχνει αγωνιωδώς εναλλακτικές πηγές για να αντιμετωπίσει την κατάσταση.
Η συνεχής ανοδική τάση που σημειώνεται το τελευταίο διάστημα στην τιμή του οδηγεί σε δυσοίωνες προβλέψεις και γεννά τον φόβο επιδείνωσης της κατάστασης ενόψει των ακόμα πιο χαμηλών θερμοκρασιών που επιφυλάσσει ο χειμώνας με τη ζήτηση ειδικά στο βόρειο ημισφαίριο να αυξάνεται ολοένα και περισσότερο. Η ανησυχία που προκαλείται σχετίζεται και με το γεγονός ότι δύσκολα μπορεί να προσδιορίσει κανείς το πού τελικά θα φτάσει η τιμή του και ποιο είναι το φράγμα που θα «σπάσει».
Μάλιστα, όσον αφορά στη δική μας εγχώρια ζήτηση, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τον Νοέμβριο καταγράφηκε ρεκόρ εξαετίας στην κατανάλωση αερίου, φτάνοντας τις 6,7 TWh, ποσοστό αυξημένο κατά 82,3% σε σχέση με τον περσινό Νοέμβριο. Επρόκειτο για την υψηλότερη μηνιαία κατανάλωση του 2024 και για την υψηλότερη μηνιαία κατανάλωση από τον Μάρτιο του 2022.
Εν τω μεταξύ, το ρωσικό φυσικό αέριο εξακολουθεί να κυριαρχεί στην ελληνική αγορά, το οποίο για τους έντεκα μήνες του 2024 έφτασε συνολικά το 56.9% των συνολικών εισαγωγών αερίου στη χώρα.
Τι λένε οι αναλυτές για ΗΠΑ και Ευρώπη
Γενικότερα, όμως, το παγκόσμιο «μείγμα» παραμένει εκρηκτικό, με τις τιμές στο αέριο να παραμένουν σε πολύμηνα υψηλά, τις αποθήκες να αδειάζουν με ιλιγγιώδεις ταχύτητες και τον χειμώνα στην Ευρώπη να προμηνύεται αρκετά πιο κρύος σε σχέση με τους δύο προηγούμενους. Έτσι, οι αναλυτές μιλούν εδώ και καιρό για την «τέλεια καταιγίδα» στην ενεργειακή αγορά της Ευρώπης, προειδοποιώντας μάλιστα πως υπάρχουν δύο ημερομηνίες που θεωρούνται κομβικές: η 20η και η 31η Δεκεμβρίου.
Να σημειωθεί, ωστόσο, ότι το ευρωπαϊκό φυσικό αέριο υποχώρησε ελαφρώς σήμερα, καθώς η προσπάθεια της Σλοβακίας να διατηρήσει το καύσιμο μέσω της Ουκρανίας προσθέτει μια κάποια αισιοδοξία για τον εφοδιασμό της περιοχής το επόμενο έτος.
Σύμφωνα, όμως, με τις αναλύσεις, οι έμποροι στις ΗΠΑ καλύπτουν γρήγορα τις short θέσεις τους στο φυσικό αέριο, κάτι που αυξάνει τις πιθανότητες για ακόμα υψηλότερες τιμές.
Η Υπηρεσία Ενεργειακών Πληροφοριών των ΗΠΑ έχει κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου ότι η χώρα οδεύει προς τον χειμώνα με έναν τόνο φυσικού αερίου σε απόθεμα, στα υψηλότερα, δηλαδή επίπεδα από το 2016. Αλλά ακόμα και με πάνω από 3,9 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια σε αποθήκευση, αυτό δεν εμπόδισε τους εμπόρους να στοιχηματίσουν στην αύξηση των τιμών. Εκτός από την εποχιακή άνοδο της ζήτησης, ειδικά έπειτα από δύο ασυνήθιστα ζεστούς χειμώνες, πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν, καθώς στις ΗΠΑ οι παραγωγοί φυσικού αερίου μειώνουν την παραγωγή τους επειδή οι τιμές ήταν χαμηλές εδώ και πολύ καιρό. Τώρα που οι τιμές αρχίζουν να ανεβαίνουν και πάλι, θα χρειαστεί λίγος χρόνος για να αυξήσει ξανά η βιομηχανία την παραγωγή. Μέχρι τότε οι τιμές είναι πιθανό να παραμείνουν υψηλές, γεγονός που θα επηρεάσει, επίσης, το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας στις μεγάλες αγορές.
Από την πλευρά της, η Ευρώπη θα συνεχίσει να είναι ο «ισχυρός» παίκτης όσον αφορά τη ζήτηση φυσικού αερίου τους επόμενους μήνες. Ως γνωστόν, ο χειμώνας δεν «ενδείκνυται» για τις ΑΠΕ και έτσι το αέριο που χρησιμοποιεί η Ευρώπη για να καλύψει τις ανάγκες της είναι το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) των ΗΠΑ, αυτό δηλαδή που χρησιμοποιούν και πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Το τοπίο αναμένεται να είναι θολό και για την Γηραιά Ήπειρο, σύμφωνα με τους αναλυτές, όχι μόνο από άποψη κόστους αλλά και αναφορικά με ζητήματα προμήθειας
Οι ολοένα και πιο ανοδικές τιμές στο κόστος του αερίου και ο περιορισμός που υπάρχει στην προμήθειά του, δυσχεραίνει την κατάσταση με τις ανησυχίες για ακόμα πιο αυξημένες τιμές να εντείνονται σημαντικά. Οι Αμερικανοί παραγωγοί δεν έχουν αρχίσει ακόμη να ενισχύουν την παραγωγή, λόγω του αυξημένου κόστους ενώ οι απρόβλεπτες καιρικές συνθήκες, οι οποίες επηρεάζουν την ενεργειακή επάρκεια, καθιστούν τα πράγματα αρκετά αβέβαια.
Ελλείψει φυσικού αερίου στον ορίζοντα, οι ηγέτες ίσως χρειαστεί να επανεξετάσουν τις προτεραιότητές τους, βάζοντας την ενεργειακή ασφάλεια πάνω από τη μείωση των εκπομπών.