Ακόμη και εκείνοι που έχουν πειστεί για την αξία της διαφάνειας που φέρνει η σύγκριση των τιμών των παρόχων ηλεκτρισμού και θεωρούν ότι με τα νέα πράσινα τιμολόγια θα ενισχυθεί ο ανταγωνισμός και θα πέσουν οι τιμές, κρατούν τις επιφυλάξεις τους ως προς το κατά πόσο αυτό θα συμβεί «με το καλημέρα» της εφαρμογής του νέου συστήματος.
Κατά πόσο δηλαδή ο Ιανουάριος του 2024 θα αποδειχθεί φθηνότερος μήνας απ’ ότι ο Ιανουάριος του 2023, όπου τότε υπήρχαν οι κρατικές επιδοτήσεις και δεν θα είναι παρά ένας πρώτος, αναγνωριστικός μήνας για τη συντριπτική πλειοψηφία των καταναλωτών με μετακινήσεις από εταιρεία σε εταιρεία.
Είναι αρκετά πιθανό να συμβούν και τα δύο: Το νέο πράσινο τιμολόγιο να φέρει χαμηλότερες τιμές από το day 1, ανατροπές στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και μεγάλες μετακινήσεις πελατών στους φθηνότερους παρόχους προτού ο χώρος ισορροπήσει στα νέα επίπεδα.
Υπό μια προϋπόθεση: Να μην υπάρξει κάποια αρνητική έκπληξη στις διεθνείς αγορές, που θα συμπαρασύρει δυσανάλογα προς τα πάνω και την τιμή στην ελληνική αγορά χονδρικής τον Δεκέμβριο, ένα βασικό στοιχείο της εξίσωσης για τα πράσινα τιμολόγια του Γενάρη. Τα καλά νέα είναι ότι αυτή κινείται συγκρατημένα, σε χαμηλότερα επίπεδα από πέρυσι.
Κάνοντας λοιπόν κάποιες υποθέσεις εργασίας, αν διατηρηθεί και για τον υπόλοιπο μήνα η χαμηλή τιμή χονδρικής του πρώτου δεκαήμερου (109 ευρώ/MWh), προκύπτει ότι το Γ1 της ΔΕΗ –είναι το προϊόν που επέλεξε η επιχείρηση να αποτελέσει το δικό της πράσινο τιμολόγιο από τις αρχές του 2024– θα διαμορφωθεί χαμηλότερα απ’ ότι τον περσινό Ιανουάριο.
Πόσο ήταν η τιμή της ΔΕΗ τον Ιανουάριο του 2023; Στο πρώτο κλιμάκιο κατανάλωσης, αυτό για μέχρι 500 κιλοβατώρες, το Γ1 είχε χρέωση 17 σεντς / KWh και στο αμέσως επόμενο κλιμάκιο, για καταναλώσεις άνω των 500 κιλοβατωρών, η χρέωση έφτανε τα 22 σεντς / KWh.
Τι δείχνει η πορεία των τωρινών τιμών; Στο σενάριο που δεν αλλάξει η μέση χρηματιστηριακή τιμή μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου, τότε την 1η Ιανουαρίου η ΔΕΗ θα βγει με τιμή 14,4 σεντς/ κιλοβατώρα (στο πρώτο κλιμάκιο, για κατανάλωση μέχρι 500 KWh) και με 15,4 σεντς/ κιλοβατώρα (στο δεύτερο, για κατανάλωση 500 KWh και άνω). Δηλαδή με τελικές χρεώσεις από τρία έως και επτά λεπτά χαμηλότερα από πέρυσι.
Και με άλλα ωστόσο σενάρια για την πορεία της τιμής χονδρικής πάλι ο Ιανουάριος έχει πολύ ισχυρές πιθανότητες να είναι φθηνότερος συγκριτικά με τον ίδιο μήνα πέρυσι: Έστω ότι η μέση χρηματιστηριακή τιμή του Δεκεμβρίου κλείσει στα 120 ευρώ / MWh (σ.σ: ακραία υπόθεση, τίποτα δεν δείχνει ότι θα υπάρξουν τέτοιες απότομες αυξήσεις), και πάλι η τιμή του πράσινου τιμολογίου της ΔΕΗ θα διαμορφωθεί αντίστοιχα στα 15,7 σεντς/ κιλοβατώρα (για καταναλώσεις μέχρι 500 KWh) και στα 16,6 σεντς (για καταναλώσεις από 500 KWh και άνω). Δηλαδή πολύ χαμηλότερα από τις ίδιες τιμές τον Ιανουάριο του 2023.
Δεν συζητάμε εδώ το ποια εταιρεία θα είναι η φθηνότερη, η οποία φαίνεται ότι θα είναι η ΔΕΗ. Αυτό θα το διαπιστώσουν οι καταναλωτές όταν θα έχουν μπροστά τους όλα τα πράσινα τιμολόγια των παρόχων την 1η Ιανουαρίου 2024, μόλις εκείνοι ανακοινώσουν τις τελικές τους τιμές.
Συζητάμε κατά πόσο το νέο σύστημα που για πολλούς παραμένει ακόμη δυσνόητο, αλλά και έχει δεχθεί σφοδρές επικρίσεις, θα κάνει ποδαρικό με χαμηλότερες τιμές από τον ίδιο μήνα πέρυσι, γεγονός που θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη προς αυτό των καταναλωτών, οι οποίοι ποτέ μέχρι σήμερα δεν είχαν τη δυνατότητα μιας άμεσης και απλής σύγκρισης των τιμών, όπως ο οδηγός ενός αυτοκινήτου που βλέπει στο δρόμο τις ταμπέλες του κάθε βενζινάδικου.
Από εκεί και πέρα, για τους επόμενους μήνες, την πτώση των τιμών θα τη φέρει ο ίδιος ο ανταγωνισμός, τον οποίο και θα πυροδοτήσει η σύγκριση. Αφενός οι εταιρείες που τον πρώτο μήνα θα εμφανιστούν ως οι ακριβότερες στη σχετική λίστα σύγκρισης των πράσινων τιμολογίων που θα αναρτηθεί στην ιστοσελίδα της ΡΑΕΕΥ, θα σπεύσουν τον επόμενο μήνα να εμφανιστούν φθηνότερες. Ταυτόχρονα, όλη η αγορά θα επιδιώξει να δημιουργήσει νέα προϊόντα, πχ, κίτρινου χρώματος (κυμαινόμενα τιμολόγια) προκειμένου να πείσει ο κάθε πάροχος τους πελάτες του ότι είναι φθηνότερα από το πράσινο και να τους «τραβήξει» σε αυτά, απομακρύνοντας τους από τον άβολο για τον ίδιο, συγκριτικό πίνακα, από τον οποίο δεν θα μπορεί να ξεφύγει κανείς.
Τι εξασφαλίζει λοιπόν αυτό το νέο σύστημα ; Τέσσερα πράγματα.
- Διαφάνεια και απλοποιημένη πληροφόρηση για τους καταναλωτές, κάνοντας πιο κατανοητό ένα ούτως ή άλλως άκρως δυσνόητο αντικείμενο.
- Άμεσα, απ’ ότι φαίνεται, χαμηλότερες τιμές σε ετήσια βάση, παρ’ ότι φέτος ισχύουν ακόμη επιδοτήσεις, οι οποίες τελειώνουν από την 1η/1/2024 για τους μη ευάλωτους. Ειδικά για τα 1,2 εκατ. ενεργειακά ευάλωτα νοικοκυριά που θερμαίνονται με ρεύμα, η τιμή εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα 11 σεντς / κιλοβατώρα. Επίσης φθηνότερα από πέρυσι.
- Ακόμη χαμηλότερες τιμές μακροπρόθεσμα για το σύνολο των καταναλωτών λόγω της αναμενόμενης ενίσχυσης του ανταγωνισμού με την εμφάνιση νέων προϊόντων στη διάρκεια των επόμενων 12 μηνών, όσο και θα διαρκέσει το νέο πράσινο τιμολόγιο.
- Τέλος των παραπλανητικών πρακτικών. Διότι για να πειστούν κάποιοι να μεταβούν σε τιμολόγιο άλλου χρώματος, είτε ανήκουν σε αυτούς που εκτιμάται ότι θα μεταβούν στο πράσινο τιμολόγιο (υπολογίζεται ότι σε αυτό θα ενταχθεί το 70% επί ενός συνόλου 4,1 εκατ. νοικοκυριών στη χαμηλή τάση), είτε σε όσους επιλέξουν κάποιο άλλο προϊόν (κίτρινο, μπλε ή πορτοκαλί) θα πρέπει οι πάροχοι να έχουν δημιουργήσει πολύ σαφείς και ξεκάθαρους όρους, μακριά από παραπλανητικές πρακτικές. Τακτικές τιμολογίων που τον πρώτο μήνα λειτουργούσαν ως «κράχτες», αλλά μετά οι τιμές αυξάνονταν απότομα, δύσκολα θα μακροημερεύσουν σε αυτό το νέο καθεστώς.
Από την 1η Ιανουαρίου, θα μπορεί κάποιος, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, διατρέχοντας τη λίστα με τα πράσινα τιμολόγια όλων των προμηθευτών που θα αναρτά στις αρχές του μήνα η Ρυθμιστική Αρχή στην ιστοσελίδα της, να έχει στα χέρια του τα δύο πιο βασικά που τον ενδιαφέρουν: Τι ακριβώς πληρώνει και ποιος είναι ο φθηνότερος προμηθευτής. Τα πάντα θα είναι ενσωματωμένα σε μια και μοναδική τιμή: Βασική χρέωση, περιθώριο κέρδους εταιρείας, εκπτώσεις, παροχές, οτιδήποτε εν πάσει περιπτώσει προσφέρει, θα συμπεριλαμβάνονται σε έναν αριθμό. Αυτόν θα βλέπει ο καταναλωτής.
Και σύντομα, αν όχι από την 1η Ιανουαρίου, αλλά μέσα στους επόμενους μήνες να δοθεί τέλος και σε ένα ακόμη παράγοντα που προκαλεί σύγχυση: Τους έναντι λογαριασμούς. Ο ΔΕΔΔΗΕ έχει διαβεβαιώσει τον υπ. Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Θοδωρή Σκυλακάκη, ότι διαθέτει το προσωπικό να κάνει μηνιαίες καταμετρήσεις των ρολογιών. Έστω, με ενίσχυση της συχνότητας καταμετρήσεων από τους εργολάβους με τους οποίους συνεργάζεται εφόσον απαιτηθεί. Έτσι, με κάθε λογαριασμό, νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα τιμολογούνται για την ενέργεια που έχουν πραγματικά καταναλώσει, ενώ θα περιοριστούν και οι κάθε λογής ρευματοκλοπές, μέσω των οποίων δεν καταγράφονται όλες οι κιλοβατώρες που πραγματικά «καίει» ο χρήστης μιας παροχής.
Δημιουργείται δηλαδή για πρώτη φορά στην ιστορία της ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας ένα πιο διαφανές τοπίο: Με συνθήκες πτώσης τιμών, ενίσχυσης του ανταγωνισμού, δίχως χώρο για «δήθεν φθηνούς» παρόχους που ένα - δύο μήνες μετά το λανσάρισμα του προϊόντος τους, αυτό αποδεικνύονταν πολύ πιο ακριβό, και γενικότερα ταχύτερης ωρίμανσης ενός κλάδου, όπου θα επιβιώσουν μόνο οι πραγματικά ισχυροί.
Υπό αυτή την έννοια, η μετάβαση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας από το καθεστώς των επιδοτήσεων σε ένα καθεστώς χωρίς επιδοτήσεις, το οποίο όλοι φοβόνταν, μπορεί τελικά να αποδειχθεί μια μεγάλη ευκαιρία. Το 2024 θα είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα χρονιά για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.