Σε μια κλωστή κρέμεται η ηλεκτρική διασύνδεση Κύπρου - Κρήτης - Ισραήλ με το θέμα να έχει πάρει το τελευταίο διάστημα μεγάλες διαστάσεις. Διανύοντας τώρα μια εβδομάδα κρίσιμων διαβουλεύσεων, το μέτωπο εστιάζεται κυρίως στις ρυθμιστικές εκκρεμότητες που υπάρχουν από κυπριακής πλευράς αλλά και στην αντιμετώπιση του γεωπολιτικού κινδύνου.
Ο καταιγισμός εξελίξεων των τελευταίων ημερών καθιστά όλο και πιο πολύπλοκο το τοπίο με αντιδράσεις και πιέσεις εν αναμονή των τελικών αποφάσεων. Το αδιέξοδο των συνομιλιών και των σημείων τριβής, των «όχι» και των «κόκκινων γραμμών», οδήγησαν τελικά στην παρέμβαση των κυβερνήσεων.
Το μπαλάκι στις κυβερνήσεις
Σε συνέχεια αυτού του μπρα ντε φερ, την κατάσταση παίρνουν τώρα στα χέρια τους ο Έλληνας πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Πρόεδρος της Κύπρου, Νίκος Χριστοδουλίδης, καθώς η οριστική λύση για τη διάσωση του έργου, από ό,τι φαίνεται θα δοθεί μέσα από αυτούς. Στην παρούσα φάση συνεχίζονται οι συζητήσεις μεταξύ ελληνικής και κυπριακής πλευράς για να βρεθεί συμβιβαστική λύση με την ταυτόχρονη συμμετοχή και της Κομισιόν.
Νωρίτερα, είχε προηγηθεί συζήτηση του υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θ. Σκυλακάκη με τον Κύπριο ομόλογό του, Γ. Παπαναστασίου και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ενώ πληροφορίες αναφέρουν ότι συμμετείχε και ο υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Γεραπετρίτης.
Ο τελευταίος, μάλιστα, είχε συνάντηση την Παρασκευή στις Βρυξέλλες με τον υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας, κ. Χακάν Φιντάν, στην οποία συζητήθηκε σε υψηλό πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο η πορεία του project, σε ένα πλαίσιο ύπαρξης καλού κλίματος, αποφυγής εντάσεων και σεβασμού του διεθνούς δικαίου. Όλα δείχνουν πως πλέον το έργο προσεγγίζεται ολοένα και πιο έντονα από τη σκοπιά της εξωτερικής πολιτικής και τείνει να μπει στο πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων αλλά και του Κυπριακού.
Πάντως, σύμφωνα με πληροφορίες, παρά τον «πυρετό» που επικρατεί σε Αθήνα και Λευκωσία, τα στελέχη των δύο κυβερνήσεων, έχουν συμφωνήσει να κρατήσουν εξαιρετικά χαμηλούς τόνους επιδιώκοντας την ουσία, με σκοπό να βρεθεί η «χρυσή τομή», και όχι τις εντυπώσεις.
Στην… πρέσα μετά το γαλλικό τελεσίγραφο
Φαίνεται πως η πίεση που άσκησε η γαλλική εταιρεία «ταρακούνησε» όλους τους εμπλεκόμενους, καθώς οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Κύπρου, Ελλάδας και Ευρωπαϊκής Επιτροπής εντατικοποιήθηκαν, σε μια προσπάθεια να βγει «λευκός καπνός». Υπενθυμίζεται πως η γαλλική εταιρεία Nexans έδωσε τελεσίγραφο, ζητώντας να έχουν επιλυθεί όλες οι ρυθμιστικές εκκρεμότητες ως το Σάββατο 31 Αυγούστου και να δοθεί η τελική εντολή από τον ΑΔΜΗΕ (full notice proceed).
Σε διαφορετική περίπτωση, η εταιρεία θα προβεί σε αναστολή εργασιών του καλωδίου από σήμερα, Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου. Ωστόσο, η εταιρεία δηλώνει ότι θα συνεχίσει την παραγωγή του καλωδίου αν λυθούν τα ρυθμιστικά προβλήματα, ακόμα και χωρίς την τελική εντολή.
Τα επόμενα 24ωρα φαίνεται να είναι αρκετά κρίσιμα, καθώς σύμφωνα με πληροφορίες, αναμένονται και σχετικές επίσημες ανακοινώσεις για την επίλυση των εκκρεμοτήτων, η οποία θα προέλθει κατά πάσα πιθανότητα από τις Βρυξέλλες. Οι τελευταίες έχουν πολλάκις τονίσει άλλωστε ότι στόχος τους είναι η διασφάλιση της υλοποίησης του έργου.
Το ότι η κυπριακή κυβέρνηση δεν έδωσε τις διαβεβαιώσεις που ήθελαν οι Γάλλοι δυσχεραίνει πάντως την κατάσταση. Η επιφυλακτικότητα της κυπριακής κυβέρνησης είναι βέβαια δικαιολογημένη, μετά το φιάσκο του τερματικού στο Βασιλικό, κι είναι τώρα αρκετά επιφυλακτική σε αποφάσεις που θα έχουν επίπτωση στους καταναλωτές. Ωστόσο, η κυπριακή πλευρά, συνεχίζει τώρα τις επαφές με τις Βρυξέλλες αλλά και με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την εξεύρεση επιπλέον χρηματοδότησης, ύψους 100 – 120 εκατ. ευρώ, ώστε να προχωρήσει το έργο. Αν το ποσό αυτό δοθεί τελικά, μάλλον θα είναι και η σανίδα σωτηρίας του.
Το «αγκάθι» του γεωπολιτικού ρίσκου
Υπενθυμίζεται ότι μια σειρά σκοπέλων που σχετίζονται κυρίως με την οικονομική βιωσιμότητα του έργου, το πήγανε αρκετά πίσω. Όμως το βασικότερο «αγκάθι» είναι η διασφάλιση του φορέα υλοποίησης από το γεωπολιτικό ρίσκο, που φαίνεται να αποτελεί το μεγαλύτερο πρόβλημα των Κυβερνήσεων σε Αθήνα και Λευκωσία. Για την κυπριακή πλευρά, το γεωπολιτικό ρίσκο δεν μπορεί να «αφεθεί» στα χέρια των πολιτών καθώς είναι μια ξεκάθαρη ευθύνη του φορέα υλοποίησης, δηλαδή του ΑΔΜΗΕ.
Μέσα σε όλο αυτό το αλαλούμ, κομβικός είναι και ο ρόλος της Τουρκίας που βάζει τα δυνατά της για να φρενάρει κι άλλο το έργο λόγω της επεκτατικής και επιθετικής της συμπεριφοράς, τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα. Άλλωστε, έκανε εμφανή τη στάση της και με το πρόσφατο «στρίμωγμα» του ιταλικού ερευνητικού «Ievoli Relume» στην Κάσο, το οποίο διεξήγαγε έρευνες για την πόντιση καλωδίων (σχετικών με το έργο) εντός των εθνικών χωρικών μας υδάτων.
Με την ακύρωση του έργου, η Τουρκία πετυχαίνει τον στόχο της, επιβεβαιώνοντας έτσι ότι θα μπορεί πλέον να προστατεύσει αυτό που θεωρεί τουρκική υφαλοκρηπίδα βάσει του Τουρκολυβικού Μνημονίου και της αυθαίρετης «οριοθέτησης» της τουρκικής ΑΟΖ. Συν τοις άλλοις, η τουρκική πλευρά, είχε εκδηλώσει την πρόθεση της στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την ανάπτυξη ηλεκτρικής διασύνδεσης από την Τουρκία στα κατεχόμενα της Κύπρου.
Τα οφέλη
Οι συζητήσεις μεταξύ των κυβερνήσεων, σύμφωνα με πληροφορίες, βάζουν στο τραπέζι και τις ασφαλιστικές δικλείδες, οι οποίες σαφώς και υπάρχουν τόσο σε επίπεδο συμβολαίων όσο και σε σχέση με τον ρόλο που έχουν οι χώρες, η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι κατασκευάστριες εταιρείες, προκειμένου να ολοκληρωθεί το έργο. Τα οφέλη του έργου, άλλωστε, συνολικής επένδυσης 2 δισ. ενώ, είναι πολλαπλά.
Αν η διασύνδεση υλοποιηθεί και συνεχίσει και προς το Ισραήλ, σε μια χώρα εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τότε όχι μόνο θα καταργηθεί η ενεργειακή απομόνωση της Κύπρου από το ευρωπαϊκό δίκτυο αλλά μαζί με την Ελλάδα, οι δύο χώρες, θα μετατραπούν σε κρίσιμους ενεργειακούς κόμβους μεταφοράς πράσινης ενέργειας από και προς την Ασία.
Αυτή η κίνηση διασύνδεσης του πιο απομακρυσμένου μέλους της Ε.Ε. με τον ευρωπαϊκό κορμό θα βάλει κι ένα τέλος στον ηγεμονισμό της Τουρκίας και στο «βέτο» που θέλει να έχει σε κάθε ενεργειακό έργο στην περιοχή. Αν βάλουμε στην εξίσωση και το όφελος που θα έχει για τους Κύπριους και Έλληνες καταναλωτές η ηλεκτρική διασύνδεση και η ενεργειακή ασφάλεια που θα μπορεί να παρέχει το έργο, τότε αντιλαμβανόμαστε πλήρως τη σημαντικότητα του project.
Το ερώτημα βεβαίως που γεννάται είναι γιατί με τόσα πλεονεκτήματα που προσφέρει το έργο και παρά το γεγονός ότι έχει εξασφαλίσει μια πρωτοφανή και για τα ευρωπαϊκά δεδομένα ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, κινδυνεύει να μπει «στον πάγο». Η απάντηση κρύβεται στη σειρά των εμποδίων που βρήκε σταδιακά στον «δρόμο» του.
Αρχής γενομένης από τη μετατροπή του έργου, από Eurasia Interconnector σε Great Sea Interconnector (GSI), η οποία και άλλαξε άρδην τα δεδομένα. Στη συνέχεια, το story και όλα αυτά που ακολούθησαν- είναι λίγο πολύ γνωστά-με τις αντιπαραθέσεις για το οικονομοτεχνικό σκέλος του έργου μεταξύ των δύο πλευρών να οδήγησε σε αυτό το τέλμα.
Μένει να φανεί ποια θα είναι τελικά η τύχη του φιλόδοξου και εξαιρετικής στρατηγικής σημασίας αυτού έργου, αλλά αν τελικά βρεθεί το επιπλέον ποσό των 100-120 εκατ. ευρώ από την ευρωπαϊκή πηγή χρηματοδότησης, τότε αυτό θα είναι ένας πολύ θετικός οιωνός για την έκβαση του έργου.
Βεβαίως, θα εξακολουθεί να υπάρχουν ανοιχτά μέτωπα, αλλά αν δοθεί τελικά το «πράσινο φως» της επιπλέον χρηματοδότησης, τότε η γαλλική Nexans θα συνεχίσει την κατασκευή του καλωδίου για την ηλεκτρική διασύνδεση και παράλληλα δεν θα επιβαρυνθούν οι Κύπριοι καταναλωτές πριν την εμπορική λειτουργία του έργου, κρατώντας το έτσι «ζωντανό», κυριολεκτικά στο παρά πέντε.