Η έκδοση Navtex για τη δέσμευση περιοχών μέσα στα θαλάσσια οικόπεδα που έχουν παραχωρηθεί στην ExxonMobil, άνοιξε ένα νέο και ίσως το πιο αισιόδοξο κεφάλαιο στην πορεία εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στον τόπο μας. Τι περιμένουμε από αυτές τις νέες και πιθανότατα τελικές έρευνες; Την επιλογή του τμήματος του πυθμένα, στο οποίο θα δοκιμαστεί μια ασφαλής ερευνητική γεώτρηση.
Πλησιάζει λοιπόν η στιγμή της αλήθειας για την ολοκλήρωση της εικόνας σχετικά με την ύπαρξη ή μη εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων. Η αρνητική πλευρά της έκβασης, δεν θα επιφέρει κάποιο ζημιογόνο αποτέλεσμα για την ελληνική οικονομία, διότι όλες οι μέχρι τώρα δαπάνες των ερευνών και των μελετών έχουν πληρωθεί από τις ενδιαφερόμενες κοινοπραξίες και όχι από το Δημόσιο.
Αντίθετα, το ενδεχόμενο θετικής έκβασης, θα οδηγήσει σε ελπιδοφόρες οικονομικές εξελίξεις, αφού όλοι παραδέχονται ότι η πλήρης απεξάρτηση από τους υδρογονάνθρακες αργεί ακόμα. Οπότε μέχρι να ολοκληρωθεί η πράσινη μετάβαση, το φυσικό αέριο θα παίζει σημαντικό ρόλο στην ενεργειακή εξίσωση της χώρας μας. Επομένως, το «πράσινο φως» της ExxonMobil θα έχει σαν αποτέλεσμα, αφ’ ενός να αυξηθούν τα έσοδα του Δημοσίου -υπό τη μορφή δικαιωμάτων- από την εξόρυξη των υδρογονανθράκων και αφ’ ετέρου να υπάρξει μια σημαντική βελτίωση στο εμπορικό ισοζύγιο, το οποίο επιβαρύνεται σε σημαντικό βαθμό από τις εισαγωγές υδρογονανθράκων.
Ωστόσο, η έκδοση της Navtex και η κυοφορούμενη συνέχεια, όπως άλλωστε και κάθε εξέλιξη στη χώρα μας, έχει οδηγήσει στη δημιουργία δυο μετώπων.
Το πρώτο μέτωπο το συνθέτουν όσοι εκτιμούν ότι η επίσπευση των γεωτρήσεων στα δύο θαλάσσια οικόπεδα Δυτικά και Νοτιοδυτικά της Κρήτης, που θα οδηγήσει στην τελική απόφαση για την καταληκτική ερευνητική γεώτρηση ανοίγοντας τον δρόμο για τις εξορύξεις υδρογονανθράκων, βάζει φρένο στο σχέδιο της Ελλάδας για την πράσινη ανάπτυξη και την πράσινη μετάβαση. Ειδικά όταν έχει προηγηθεί η απότομη και απόλυτη απεξάρτηση από τον λιγνίτη, στην οποία είχε δοθεί εμβληματικός χαρακτήρας από την κυβέρνηση. Και δεν είναι τυχαίο ότι τρεις περιβαλλοντικές οργανώσεις είχαν προσφύγει το 2019 στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ), κατά της υπουργικής έγκρισης της Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων για τις έρευνες στα συγκεκριμένα δύο υποθαλάσσια οικόπεδα δυτικά και νοτιοδυτικά της Κρήτης. Η προσφυγή απορρίφθηκε τον Δεκέμβριο του 2022 από το ΣτΕ, με αποτέλεσμα να συνεχιστούν οι έρευνες μετά από τρία χρόνια καθυστερήσεων.
Το δεύτερο μέτωπο που είναι από επιφυλακτικό μέχρι κάθετα αντίθετο, το συγκροτούν μέλη της επιχειρηματικής κοινότητας της Κρήτης που δραστηριοποιούνται στο χώρο του τουρισμού και όχι μόνο. Καθώς η εγκατάσταση γεωτρύπανων και πλατφορμών άντλησης των υδρογονανθράκων, θα δημιουργήσει ένα νέο οικοσύστημα δραστηριοτήτων που θα επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό, την οικονομική και κοινωνική ζωή στο νησί.
Τα ερωτήματα τους είναι εύλογα, διότι αναγκαστικά θα πρέπει να δημιουργηθούν μια σειρά από νέες λιμενικές και εφοδιαστικές υποδομές για να υποδεχθούν αυτήν τη δραστηριότητα. Ταυτόχρονα, όπως υποστηρίζουν οι τοπικοί φορείς, θα προκληθούν καταλυτικές ανακατατάξεις σε αρκετούς τομείς της τοπικής Οικονομίας της Κρήτης, όπως είναι για παράδειγμα η ροή της εφοδιαστικής αλυσίδας, ο χώρος των κατασκευών και των δομικών υλικών, οι υπηρεσίες, η κτηματαγορά, η διαχείριση νερού καθώς και η αγορά εργασίας.
Και φυσικά η βασική ένσταση που αναδεικνύεται, αφορά τους δυνητικούς κινδύνους που συνοδεύουν τη λειτουργία των εξορυκτικών μονάδων, που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τη βασική επιχειρηματική δραστηριότητα της Κρήτης, που είναι ο τουρισμός. Αν μάλιστα σκεφτούμε τις αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών της νησιωτικής Ελλάδας, απέναντι στην εγκατάσταση πλωτών αιολικών μονάδων, τότε δεν αποκλείεται να υπάρξει μια κλιμάκωση των αντιδράσεων.
Οπότε το ερώτημα στο οποίο καλείται να απαντήσει η χώρα, είναι το αν επιθυμεί να γίνει σαν την Κύπρο και το Ισραήλ που έχουν προχωρήσει στην εκμετάλλευση των θαλάσσιων οικοπέδων της ή όχι. Διαφορετικά αν πορευτεί δίχως ξεκάθαρες προθέσεις και αποφάσεις με βάρκα την ελπίδα, θα ζήσει «ένδοξες αγωνιστικές στιγμές» από το παρελθόν, με τους ενδιαφερόμενους επενδυτές να παρακολουθούν άφωνοι τις εξελίξεις.