Η έκρηξη των μηδενικών και αρνητικών τιμών είναι πλέον καθημερινότητα στις ευρωπαϊκές αγορές ηλεκτρισμού, από την Ισπανία και τη Γαλλία, μέχρι τη Βουλγαρία και την Ελλάδα.
Η υπερπαραγωγή πράσινης ενέργειας, κυρίως φωτοβολταϊκά, αρκεί για να καλύψει τα μεσημέρια το 100% της ζήτησης, αλλά εκείνο που εκ πρώτης όψεως, φαίνεται καλό, δηλαδή το μηδενικό τους κόστος, στην πραγματικότητα δεν είναι.
Μηδενικές για πάνω από δύο ώρες τιμές ή αρνητικές, σημαίνουν βάσει των ευρωπαϊκών κανόνων, ότι οι συγκεκριμένοι επενδυτές δεν πληρώνονται.
Δεν αμείβονται για τις συγκεκριμένες ώρες από την αγορά, αφού η τιμή του ρεύματος κοστίζει 0,00 ευρώ/MWh, ούτε και παίρνουν την «ταρίφα» που έχουν κλειδώσει με διαγωνισμούς ή άλλο τρόπο. Απλώς για τις ώρες εκείνες έχουν μηδενικά έσοδα.
Το πρόβλημα είναι ότι οι ώρες αυτές πολλαπλασιάζονται, μαζί και η συχνότητα του φαινόμενου. Και μηδενικές ή αρνητικές τιμές σημαίνουν επενδυτική ανασφάλεια. Ένα πανευρωπαϊκό ζήτημα, μια νέα κανονικότητα που καθιστά πλέον τις ΑΠΕ επενδύσεις υψηλότερου ρίσκου.
Και αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που καταβάλλεται μια αγωνιώδης προσπάθεια από τους λεγόμενους Φορείς Σωρευτικής Εκπροσώπησης (ΦοΣΕ), τις εξειδικευμένες εταιρείες που καλούνται να βελτιστοποιήσουν την εμπορική διαχείριση των μονάδων ΑΠΕ, ώστε να κρατούν τη χονδρεμπορική τιμή στα 0,01 ευρώ / MWh.
Γιατί; Για να μην ανασταλούν οι πληρωμές των πελατών τους. Για να πάρουν τουλάχιστον οι πελάτες τους την ταρίφα που έχουν συμφωνήσει.
Η ανάλυση που παρουσίασε χθες ο Δρ Στέλιος Λουμάκης, Πρόεδρος του Συνδέσμου Παραγωγών Ενέργειας με Φωτοβολταϊκά (ΣΠΕΦ), από το βήμα ημερίδας του ΙΕΝΕ, δείχνει την έκταση του προβλήματος, το οποίο δεν έχει ακόμη γίνει ευρέως αντιληπτό στην αγορά.
Ακόμη και σήμερα κυριαρχεί στο δημόσιο διάλογο η γκρίνια των επενδυτών για τις ολοένα και περισσότερες περικοπές φορτίων από το Διαχειριστή του συστήματος όταν η «πράσινη» παραγωγή ξεπερνά τη ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια στη χώρα.
Αν όμως ένα έργο δεν πρόκειται να πληρωθεί, μικρή σημασία έχει αν θα περικοπεί η παραγωγή του, αφού ούτως ή άλλως η κατασκευή του αποθαρρύνεται.
Δεν έχει ακόμη χωνέψει το επενδυτικό κοινό τις ανατροπές που φέρνουν οι μηδενικές τιμές, όλοι πιστεύουν ότι με κάποιο («μαγικό») τρόπο θα πληρωθούν. Αν καταλάβουν τι πραγματικά συμβαίνει, τότε θα μετριαστεί και το υπερβολικό επενδυτικό ενδιαφέρον για όρους σύνδεσης στον ΑΔΜΗΕ, το οποίο παραμένει αμοίωτο, με τις αιτήσεις να συνεχίζονται κανονικά.
Ετερος «μύθος» στο δημόσιο διάλογο είναι ότι το πρόβλημα με τις ΑΠΕ αφορά τα δίκτυα, όχι τη ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια. Αλλά η εστία του προβλήματος βρίσκεται στη ζήτηση, η οποία τα τελευταία χρόνια διατηρείται σταθερή, εξέλιξη λογική για μια χώρα χωρίς βαριά βιομηχανία, δηλαδή μεγάλα φορτία, με μια σταθερή αλλά όχι θηριώδη ανάπτυξη και κυρίως γηράσκουσα, με μεγάλο δημογραφικό πρόβλημα.
Συχνά λοιπόν η δημόσια συζήτηση λειτουργεί παραπλανητικά και «θολώνει» το μήνυμα, που δεν είναι άλλο ότι η αγορά έχει υπερθερμανθεί και δεν σηκώνει άλλες ΑΠΕ. Η κυβέρνηση θεωρεί ότι τυχόν εντολή για φρένο στην υποβολή νέων αιτήσεων ΑΠΕ θα στείλει λάθος επενδυτικό «σινιάλο», αλλά έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, ίσως αναγκαστεί να το κάνει.
Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι ο ΑΔΜΗΕ στο δεκαετές του πρόγραμμα για την ανάπτυξη του Εθνικού Συστήματος Μεταφοράς (2025-2034), προβλέπει ζήτηση για επιπλέον 9,5 TWh ως το 2030, ωστόσο έχει δώσει όρους σύνδεσης σε έργα ΑΠΕ, που μαζί με τα εν λειτουργία έργα, αθροίζουν ζήτηση 23,7 TWh!
«Σαν να υπάρχει μια πολυκατοικία η οποία αντέχει πέντε ορόφους και έρχεται κάποιος και προσθέτει άλλους πέντε, λέγοντας αν γκρεμιστεί, είναι δικό σου πρόβλημα», ανέφερε από το ίδιο βήμα, ο Ανδρέας Πετροπουλέας, Διευθυντής Διαχείρισης Ενέργειας της Elpedison.
Τα νούμερα ζαλίζουν. Έχουμε εν λειτουργία έργα ΑΠΕ, μαζί με όσα έχουν πάρει όρους σύνδεσης, συνολικής ισχύος 27,5 GW, πάνω δηλαδή από τις προβλέψεις του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) για το 2030 (23,5 GW). Αν γίνουν όλα αυτά, σημαίνει ότι θα παράγουν 60 TWh ενέργειας, όταν η συνολική ζήτηση ενέργειας δεν προβλέπεται να ξεπεράσει τις 49 TWh, όση περίπου και σήμερα.
Το πρόβλημα των μηδενικών τιμών έχει και μια άλλη διάσταση. Μια εξ αυτών αφορά το αφήγημα ότι η Ελλάδα μπορεί να γίνει εξαγωγέας «πράσινης» ενέργειας στην Ευρώπη.
Μας προσγειώνει απότομα στην πραγματικότητα η Βουλγαρία, με την οποία έχουμε σύζευξη (market coupling) και αποτελεί βασικό εξαγωγικό προσανατολισμό για την ελληνική πράσινη ενέργεια.
Στη γειτονική λοιπόν χώρα, ακριβώς λόγω της υπερπαραγωγής φωτοβολταϊκών και σε αυτήν, οι τιμές ηλεκτρισμού τα μεσημέρια γυρίζουν όλο και πιο πολύ σε μηδενικές ή και αρνητικές.
Το Σάββατο 13 Απρίλιου, οι τιμές στη βουλγαρική χονδρεμπορική αγορά, όχι μόνο ήταν μηδενικές αλλά και «γύρισαν» στο - 45 ευρώ / MWh. Τέτοιες τιμές σημαίνουν ότι ο επενδυτής παράγει και πληρώνει ο ίδιος για να βάλει την παραγωγή του στο σύστημα.
Τι μας λέει η συγκεκριμένη περίπτωση; Καταρχήν, ότι τα ελληνικά έργα που εξήγαγαν ηλεκτρική ενέργεια στη Βουλγαρία, στο διάστημα μεταξύ 11.00 και 16.00, δεν πληρώθηκαν το παραμικρό.
Κυρίως όμως ότι το διασυνοριακό εμπόριο ρεύματος με τους γείτονες «γύρισε» σε εισαγωγικό στο peak μάλιστα της παραγωγής των ΑΠΕ.
Η νέα κανονικότητα των μηδενικών και αρνητικών τιμών θέτει εν αμφιβόλω ένα σημαντικό στόχο της ελληνικής κυβέρνησης, να γίνει η Ελλάδα ένας ισχυρός εξαγωγέας ενέργειας από ΑΠΕ. Το παράδειγμα της Βουλγαρίας δείχνει ότι με το υπάρχων πανευρωπαϊκό μοντέλο του marginal pricing, δηλαδή τον πανευρωπαϊκό μηχανισμό για διασυνοριακό εμπόριο και το market coupling, το μοντέλο για τις διασυνδεδεμένες αγορές.
Έχουμε μπει σε ένα φαύλο κύκλο, όπου υπερπαράγουμε ΑΠΕ όλο και περισσότερο, οι επενδυτές δεν έχουν ακόμη αντιληφθεί ότι οδηγούμαστε σε μια κατάσταση με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα ωρών και ημερών με μηδενικές τιμές, για τις οποίες δεν θα πληρώνονται και στην πραγματικότητα εκεί που μιλούσαμε για εξαγωγές, πλέον έχουμε εισαγωγές.
Eτερη στρέβλωση αφορά τον ΕΛΑΠΕ, το ταμείο απ’ όπου πληρώνονται για τη ταρίφα που έχουν «κλειδώσει» οι παραγωγοί ΑΠΕ. Οταν οι τιμές στη χονδρεμπορική αγορά ρεύματος είναι έστω και κατά μερικά δεκαδικά υψηλότερες του μηδενός, ο επενδυτής δικαιούται στο ακέραιο όλη του τη ταρίφα του.
Από που θα τη πάρει; Από τον ΕΛΑΠΕ. Είναι ένας ακόμη λόγος που το λογιστικό του έλλειμμα αναμένεται να φτάσει στα 200 εκατ. ευρώ στα τέλη του έτους, πυροδοτώντας και ταμειακά προβλήματα, είναι και αυτός.
Σημειωτέον ότι η κυβέρνηση προσανατολίζεται σε αύξηση του ΕΤΜΕΑΡ, τη χρέωση που πληρώνουμε όλοι οι καταναλωτές μέσω των λογαριασμών μας, και μένει να φανεί πως θα διαχειριστεί το θέμα.
Αν δεν βρει τον κατάλληλο τρόπο να το κάνει, ελλοχεύει ο κίνδυνος να «θολώσει» η μέχρι σήμερα εικόνα των πολύ χαμηλών τιμών στο ρεύμα.