«Όχι» στην εξαγορά τους αλλά «ναι» στην αύξηση των εξαγωγών λένε Βαρβαγιάννης και Τρικαλινός, δύο εμβληματικές εταιρείες που με το ούζο η πρώτη και το αυγοτάραχο η δεύτερη αλώνουν ξένες αγορές και μετρούν πάνω από εκατό χρόνια ζωής παραμένοντας ελληνικές αλλά και μετοχικά σταθερές παρά τις προτάσεις από διεθνείς ισχυρούς μνηστήρες.
Η Trikalinos, με τον Ζαφείρη Τρικαλινό ιδιοκτήτη και Πρόεδρο της εταιρείας, να δηλώνει απερίφραστα ότι δεν εξετάζουν καμία πρόταση εξαγοράς, συνεχίζει να διεισδύει στην αγορά της χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου και την ίδια ώρα ανεβάζει πωλήσεις στην Ελλάδα παρά τον πληθωρισμό.
Ο ίδιος με την εταιρεία να απολαμβάνει το 40% των πωλήσεων της από τις εξαγωγές, με παρουσία σε 42 χώρες και τη Γαλλία και την Ταϊβάν να αποτελούν τις μεγαλύτερες αγορές σήμερα θέτει το στόχο του 51% για εξαγωγές στο 2025 με την Ιαπωνία να αποτελεί πεδίο δόξης λαμπρό.
Έχοντας στην πλάτη του μία οικογενειακή παράδοση 160 ετών στην αγορά του αυγοτάραχου και καταφέρνοντας να εξευγενίσει το προϊόν καθιστώντας το σύγχρονο ελληνικό delicatessen με διεθνή αίγλη, τα τελευταία χρόνια προσπαθεί και διεισδύει όλο και περισσότερο στις διεθνείς αγορές. Το 90% των συνολικών της πωλήσεων προέρχεται από το αυγοτάραχο που αποτελεί το βασικό προϊόν της, ενώ το υπόλοιπο 10% από προϊόντα όπως ο συσκευασμένος γαύρος μαρινάτος και η σαρδέλα.
Η εταιρεία έχει κατά καιρούς, σύμφωνα με τον ίδιο δεχτεί κρούσεις εξαγοράς μετοχών, τις οποίες δεν αποδέχτηκε. «Η πρώτη κρούση έγινε το 2004 από τον ιαπωνικό όμιλο Mitsui, ενώ πρόσφατα δεχτήκαμε μία ακόμα εκδήλωση ενδιαφέροντος από τον Δημήτρη Βιντζηλαίο που απέκτησε την Creta Farms», «Συζητώ μαζί τους αλλά δεν με ενδιαφέρει να πουλήσω», σημειώνει ο ίδιος τονίζοντας ότι την άποψή του ενστερνίζονται και οι διάδοχοι του στην επιχείρηση.
Η ανοδική πορεία της επιχείρησης ξεκίνησε το 2007 όταν ο Γεράσιμος Βασιλόπουλος αποφάσισε να εισάγει τα προϊόντα του Τρικαλινού στα ράφια και τα ψυγεία της ΑΒ Βασιλόπουλος, με την Τρικαλινός να επεκτείνεται πέραν του Αιτωλικού όπου έως τότε διατηρούσε δραστηριότητα, έχοντας ξεκινήσει το 1856 από τους Γιώργο, Ζαφείρη και Νίκο Τρικαλινό, αρχικά με παραγωγή και διάθεση στην περιοχή του Αιτωλικού, ενώ παράλληλα πραγματοποιούσε εξαγωγές στην Ιταλία.
Από την πλευρά της η εταιρεία παραγωγής ούζου, Βαρβαγιάννης, διατηρεί την έδρα της στη Μυτιλήνη και επικεφαλής της σήμερα είναι ο Γιάννης Βαρβαγιάννης,
Μία επιχείρηση που ιδρύθηκε το 1860 από τον Ευστάθιο Βαρβαγιάννη, στο Πλωμάρι της Λέσβου, παράγοντας το ούζο πρώτης απόσταξης που αργότερα έγινε γνωστό με την ονομασία «Ούζο Βαρβαγιάννη μπλε».
Η Βαρβαγιάννης εξάγει το 25% της παραγωγής της, ενώ στην Ελλάδα πραγματοποιεί τη διάθεση των προϊόντων της στο εμπόριο με ίδια μέσα. Στο εξωτερικό η παρουσία της εντοπίζεται σε 22 χώρες με κύριες αγορές τη Γερμανία, την Κύπρο, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Αυστραλία όπου υπάρχει ελληνική ομογένεια. Επίσης, δραστηριοποιείται σε αγορές όπως η Τουρκία, η Νότια Αφρική και το Ισραήλ.
Η εταιρεία συνεχίζει την αυτόνομη πορεία της με νέες επενδύσεις και σήμερα προχωράει στη δημιουργία νέας μονάδας παραγωγής της με δαπάνη 1,5 εκατομμυρίου ευρώ, μέσω της οποίας θα διπλασιάσει την παραγωγική της δυναμική. Η λειτουργία της νέας μονάδας τοποθετείται χρονικά στο προσεχές φθινόπωρο. Η νέα γραμμή θα δώσει μεγαλύτερη ώθηση στην παραγωγική δυναμική της εταιρείας, που σήμερα υπολογίζεται σε 50-55 χιλ. κιβώτια των 9 λίτρων.
«Θέλουμε να ενισχύσουμε την παραγωγή μας γιατί θέλουμε η ανάπτυξή μας να διαμορφωθεί στα επίπεδα που μπορούμε να υποστηρίξουμε. Έχουμε δυνατότητα για διπλασιασμό της δυναμικής μας και επιδιώκουμε να διευρύνουμε την παρουσία μας τόσο στην εγχώρια όσο και στις διεθνείς αγορές» ανέφερε ο κ. Βαρβαγιάννης.
Σε επίπεδο μεγεθών, το 2023 φέρεται ότι η εταιρεία κατάφερε να ανακάμψει και να αφήσει πίσω την κρίση Covid 19 εξαιτίας της οποίας και δη από τα lockdowns στο κανάλι της εστίασης, όπου διακινεί το 70% του τζίρου της, δέχθηκε ισχυρό πλήγμα στις πωλήσεις της.
Η δυναμική των εσόδων επέστρεψε στις επιδόσεις του 2019, ήτοι στα 4,5 εκατ. ευρώ (συμπεριλαμβανομένου του ειδικού φόρου κατανάλωσης), με τις εξαγωγές να συμμετέχουν σε ποσοστό 25% επί του συνολικού τζίρου.