Τέτοιες μέρες πριν μια τετραετία, η ΔΕΗ είχε μόλις γλιτώσει την πρόσκρουση στα βράχια. Χρωστούσε παντού και της χρωστούσαν οι πάντες, τα οικονομικά αποτελέσματα του 2018 ήταν τραγικά, οι ορκωτοί ελεγκτές προειδοποιούσαν για τα χειρότερα, και όλα γύρω μύριζαν χρεοκοπία. Το συνώνυμο του συστημικού κινδύνου που αν έσκαγε θα συμπαρέσυρε στο διάβα της τράπεζες, επιχειρήσεις, νοικοκυριά, την οικονομία και φυσικά την ίδια τη κυβέρνηση.
Τέσσερα χρόνια μετά όχι μόνο έχει καταφέρει να το «γυρίσει», αλλά ηγείται στον ενεργειακό χάρτη και επιβεβαιώνει γιατί αποτελεί το απόλυτο success story αυτής της κυβέρνησης. Η εξαγορά του 1,2 δισ της Enel στην Ρουμανία που την καθιστά το μεγαλύτερο παίκτη στη ΝΑ Ευρώπη και η επίσης μεγάλη χθεσινή εξαγορά της αλυσίδας Κωτσόβολος έναντι 200 εκατ, με την οποία ανοίγει τη πόρτα του νέου κόσμου των συνδυασμένων πωλήσεων προϊόντων και υπηρεσιών μέσα στο ίδιο κατάστημα, δεν είναι απλώς δύο στρατηγικές κινήσεις στο ενεργειακό παιχνίδι.
Αποτελούν το επιστέγασμα μιας τετραετούς συστηματικής προσπάθειας, κυρίως όμως δείχνουν πώς η πολιτική βούληση, το σωστό μάνατζμεντ και το τέλος του κρατικοδίατου συνδικαλισμού μπορούν όχι μόνο να αναγεννήσουν αλλά και να απογειώσουν μια ελληνική επιχείρηση ακόμη και όταν είναι στενά συνυφασμένη με το δημόσιο.
Τέσσερα χρόνια πριν ερχόταν η στάση πληρωμών και η «έκρηξη» στις ελληνικές τράπεζες από τα χρέη της. Σήμερα πρωταγωνιστεί στην πράσινη μετάβαση. Τότε έψαχνε σωσίβιο, τώρα αντί να αναζητά αγοραστές, εξαγοράζει άλλες επιχειρήσεις όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Τέτοια ανατροπή στον επιχειρηματικό κόσμο, όχι στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς, σπάνια πρέπει να έχει ξαναγίνει. Κανείς άλλος τομέας δεν αποτυπώνει τόσο ξεκάθαρα ότι η αλλαγή υποδείγματος είναι εφικτή, όσο στη περίπτωση της ΔΕΗ.
Το άνοιγμα στη Ρουμανία, το οποίο εκτός του ότι διπλασιάζει τους πελάτες και το χαρτοφυλάκιο των ΑΠΕ έχει σαφή γεωπολιτική διάσταση, και η εξαγορά των 95 καταστημάτων του Κωτσόβολου με τον οποίο αποκτά ένα έτοιμο δίκτυο retail και logistics της, με εκπαιδευμένο προσωπικό, που αν έκτιζε μόνη της θα χρειαζόταν διπλάσια χρήματα και πολλά χρόνια, της αλλάζει πίστα σε Ελλάδα και εξωτερικό.
Το λένε όλες οι εκθέσεις, όπως η χθεσινή της ΑXIA, με τους ξένους αναλυτές να αναμένουν πλέον την επόμενη εβδομάδα τα αποτελέσματα 9μήνου και στις 23 Ιανουαρίου του 2024 να ακούσουν στο Λονδίνο τον CEO Γιώργο Στάσση να κάνει τα αποκαλυπτήρια του νέου Στρατηγικού Σχεδίου της επιχείρησης στο Capital Markets Day.
Τίποτα φυσικά από αυτά δεν θα συνέβαινε, ούτε εξαγορές θα είχε κάνει η ΔΕΗ, ούτε στήριξη προς τους καταναλωτές με 1,8 δισ θα μπορούσε να δώσει κατά την περυσινή κρίση, αν δεν είχε μεσολαβήσει η χρονιά - ορόσημο του 2019. Το turn around story δεν ήρθε μόνο του.
Και η σύγκρουση με νοοτροπίες, κομματικές επιλογές και συνδικαλιστικές πρακτικές που σήμερα θεωρούμε ότι ανήκουν σε άλλη εποχή δεν ήταν αυτονόητη.
Ηταν η εποχή που το «Δεν Πληρώνω» του πρώιμου ΣΥΡΙΖΑ της είχε αφήσει ορθάνοιχτες πληγές, που οι ιδεοληψίες για το εθνικό μας καύσιμο, το λιγνίτη, δεν επέτρεπαν να δούμε ότι ο υπόλοιπος κόσμος στρέφεται στις ΑΠΕ και η κυβέρνηση Τσίπρα - Καμμένου έπαιζε ακόμη κατενάτσιο με τις Βρυξέλλες για το το «μισητό» νόμο της «Μικρής ΔΕΗ» του 2014.
Η εκρηκτική αύξηση στο κόστος των δικαιωμάτων ρύπων για μια επιχείρηση που ζούσε ακόμη στον αστερισμό του λιγνίτη, η συρρίκνωση του μεριδίου αγοράς, η απουσία εσόδων από άλλες δραστηριότητες, όλα αυτά μαζί αύξαναν τα χρέη και απαιτούσαν άμεσα, δραστικά μέτρα για να αποφευχθεί το βραχυκύκλωμα. Το καμπανάκι για το μέλλον ήρθε να χτυπήσει πρώτη τον Απρίλιο του 2019 η Ernst & Young, η οποία είχε αναλάβει τον έλεγχο των ετήσιων οικονομικών της καταστάσεων, που έδειχναν βαρύτατες ζημίες.
Η χρηματιστηριακή αξία της ΔΕΗ είχε φτάσει στα 300 εκατ. (από 3,8 δισ. σήμερα) και το τότε μερίδιο 51% που κατείχε το Δημόσιο άξιζε 150 εκατ (από 1,3 δισ σήμερα για το 34% που αυτό κατέχει). Η βόμβα είχε απασφαλίσει, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έδωσε τη χαριστική βολή, ωστόσο ο πυροκροτητής είχε τοποθετηθεί δεκαετίες πριν, στα ηρωικά χρόνια του συνδικαλισμού.
Τις χαμένες ευκαιρίες, αυτές που είχε η επιχείρηση για να σταθεί στα πόδια της, πρώτα την τριετία 2007-2009, και μετά το 2014, είχε περιγράψει αναλυτικά το 2019 στο liberal.gr, σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του για το θέμα ΔΕΗ, ο πρώην επικεφαλής της Τάκης Αθανασόπουλος, απαριθμώντας τι θα είχε γίνει αν δεν είχαμε αντισταθεί τόσο σθεναρά στις προσπάθειες της τελευταίας δεκαετίας.
Την παρ' ολίγον δηλαδή στρατηγική συνεργασία με το γερμανικό κολοσσό RWE στα τέλη της δεκαετίας του 2000, που θα είχε επιτρέψει στη ΔΕΗ να ανοίξει την αγορά σύμφωνα με τις επιταγές του ευρωπαϊκού πλαισίου και να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του λιγνίτη και του κόστους του διοξειδίου του άνθρακα, την οποία είχε πολεμήσει λυσσαλέα με κάθε τρόπο η ΓΕΝΟΠ του Νίκου Φωτόπουλου.
Ηταν η εποχή που το ΔΣ της ΔΕΗ αναγκαζόταν να συνεδριάζει στο ξενοδοχείο King George κυνηγημένο από τους συνδικαλιστές που καταλάμβαναν τα γραφεία της Χαλκοκονδύλη με την υποστήριξη του τότε ΠΑΣΟΚ και την ενεργή εμπλοκή του νεοεκλεγέντος προέδρου του Συνασπισμού, Αλέξη Τσίπρα.
Το comeback
Το comeback της τελευταίας τετραετίας αλλά κυρίως η απογείωση της επιχείρησης δεν ήταν ούτε αυτονόητο, ούτε έγινε χωρίς κόπο. Είναι πρώτα απ’ όλα επιτυχία της κυβέρνησης και την πιστώνεται ο Κωστής Χατζηδάκης, ο «άνθρωπος των ειδικών αποστολών» στον οποίο ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέθεσε το 2019 την καυτή πατάτα να διασώσει τη ΔΕΗ.
Και φυσικά είναι επιτυχία του Γιώργου Στάσση, του μάνατζερ που ήρθε από το εξωτερικό, πίστεψε στις προοπτικές της ΔΕΗ και με τις πρώτες του κινήσεις έστειλε το μήνυμα στις αγορές ότι το παιχνίδι «γυρίζει». Με μείωση κόστους λειτουργίας, άρση μονιμότητας για τους νεοπροσλαμβανόμενους, αυξήσεις στα τιμολόγια, γρηγορότερο σβήσιμο των λιγνιτικών φουγάρων, κυρίως με ένα σχέδιο για την επόμενη μέρα, μετρήσιμους στόχους και στροφή στις ΑΠΕ.
Σταδιακά, άρχισε να χτίζεται ένα στρώμα εμπιστοσύνης για την εταιρεία. Τα συνεχή roadshows της διοίκησης στο εξωτερικό αυτό τον σκοπό είχαν. Τα καμιά 30αριά ξένα funds που άρχισαν από το 2020 να βάζουν τη μετοχή της στο ραντάρ κάτι άρχισαν να βλέπουν.
Το πρώτο μήνυμα ήρθε το 2021 όταν η ΔΕΗ, βγήκε μετά από χρόνια στις αγορές μαζεύοντας 500 εκατ ευρώ. Το δεύτερο με την εξαγορά έναντι 2,1 δισ του 49% του ΔΕΔΔΗΕ από την Macquarie. Το τρίτο με την ανακοίνωση ενός κολοσσιαίου πλάνου μετασχηματισμού της επιχείρησης μέχρι το 2026, που σήμερα ανέρχεται στα 9 δισ. ευρώ.
Κυρίως όμως ήταν το επόμενο βήμα, η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου και η μείωση του ποσοστού του Δημοσίου στο 34% που έκανε ακόμη πιο σαφή τη βούληση της κυβέρνησης και της ΔΕΗ να γυρίσει σελίδα, ανοίγοντας το δρόμο για να μπουν νέοι επενδυτές και φρέσκα κεφάλαια, και δείχνοντας ότι δεν αργεί η στιγμή κάποιας μεγάλης εξαγοράς.
Η είδηση ήρθε πέρυσι με την πρώτη στην ιστορία της επιχείρησης έξοδό της στο εξωτερικό και την μεγάλη απόκτηση της ιταλικής Enel στη Ρουμανία, που αποτελεί ψήφο εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία και με την οποία αυξάνει κατά 50% τα μεγέθη της, με 9 εκατ πλέον πελάτες, 14 GW πράσινα έργα και 340.000 χλμ δικτύων.
Κυρίως όμως είναι ότι μπαίνει στην κατηγορία των διεθνοποιημένων ευρωπαϊκών ομίλων με ένα γεωπολιτικής διάστασης deal. Ενισχύεται η γεωγραφική και επιχειρηματική της εμβέλεια, πλησιάζει τις αγορές της Κεντρικής Ευρώπης και κυρίως αποκτά πρόσβαση σε ένα πολύ σημαντικό στρατηγικό ενεργειακό διάδρομο. Αυτόν που ξεκινά από την Ελλάδα, διασχίζει τη Βουλγαρία και καταλήγει στην Ρουμανία.
Επιστέγασμα των προσπαθειών, η χθεσινή ανακοίνωση εξαγοράς του Κωτσόβολου που εισάγει και στην Ελλάδα τη φιλοσοφία των μεγάλων utilities διεθνώς, όπου τα καταστήματά τους μοιάζουν με ενεργειακά «σούπερ-μάρκετ».
Στην νέα, άκρως σύνθετη, και συχνά δυσνόητη εποχή της ενέργειας, οι επιχειρήσεις πρέπει να εξοικειώσουν τους καταναλωτές, τόσο με φυσικά καταστήματα, όσο και ηλεκτρονικά, με οτιδήποτε συνδέεται με το αντικείμενο, από τα νέα τιμολόγια μέχρι τη σημασία του φωτοβολταϊκού στη στέγη. Από την εξοικονόμηση που επιτυγχάνουν οι νέοι απλοί αισθητήρες και οι έξυπνοι μετρητές, μέχρι τη σημασία της αντλίας θερμότητας, τον τρόπο λειτουργίας των φορτιστών ηλεκτρικών αυτοκινήτων, του ηλεκτρικού scooter και οτιδήποτε απαιτεί ένα smart home, μαζί με τραπεζικές συμφωνίες για χρηματοδότηση και συναφή ασφαλιστικά προϊόντα.
Στα 95 καταστήματα, εκ των οποίων τα 27 megastores του Κωτσόβολου αυτό ακριβώς θα κάνει η ΔΕΗ, αποκτώντας ένα έτοιμο δίκτυο retail με 1.500 εκπαιδευμένο προσωπικό στις πωλήσεις προϊόντων, συναφών με τον ηλεκτρισμό, και ένα στημένο σύστημα logistics με κέντρα διανομής και διεκπεραίωσης, για τη διακίνηση, μεταφορά, παράδοση και εγκατάσταση των λύσεων αυτών.
Το ενεργειακό retail γνωρίζει τεράστια άνθηση παντού. Στη Γαλλία, η EDF, η αντίστοιχη ΔΕΗ της Γαλλίας, συνεργάζεται με τρίτο συνεργάτη (ονόματι BOXT) για την προμήθεια και εγκατάσταση κλιματιστικών, λεβήτων, πάνελ κ.λπ.
Στη Βρετανία, η British Gas μετά από μια δεκαετία και μερικές μικρές εξαγορές στο ενδιάμεσο (όπως π.χ. της AlertMe, μιας επιχείρησης λύσεων Smart Home για 100 εκατομμύρια δολάρια το 2015) έχει εξελιχθεί σε έναν αξιόπιστο πάροχο υπηρεσιών για το σπίτι. Αντίστοιχες υπηρεσίες προσφέρει και η SSE, ο 5ος μεγαλύτερος προμηθευτής ενέργειας στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία, μέσω της θυγατρικής της SSE Aitricity.
Το τάιμινγκ ευνόησε τη ΔΕΗ. Η στρατηγική της επιλογή να επεκταθεί στρατηγικά στο retail συνέπεσε με την ανάγκη των Βρετανών της Currys να αποχωρήσουν από την Ελλάδα και να πουλήσουν την αλυσίδα Κωτσόβολος. Ο βρετανικός όμιλος γνωρίζει πτώση πωλήσεων στις περισσότερες αγορές όπου δραστηριοποιείται, βλέπει το χρέος του να μεγαλώνει και έψαχνε καιρό τώρα να αποεπενδύσει από μια σειρά χωρών, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, προκειμένου να επικεντρωθεί στις αγορές του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ιρλανδίας και στη Σκανδιναβία.
Οφελημένη από την κίνηση η ΔΕΗ. Τα 200 εκατ ευρώ που θα καταβάλει στην Currys είναι το διπλάσιο ποσό από εκείνο που ούτως ή άλλως είχε συμπεριλάβει στο επενδυτικό της πλάνο για επέκταση στο retail (το business plan της προέβλεπε ήδη 100 εκατ. ευρώ για το σκοπό αυτό).
Το τίμημα της κοστίζει πολύ λιγότερα απ’ ότι αν ανέπτυσσε μόνη της ένα κοστοβόρο και χρονοβόρο να στηθεί, στόλο καταστημάτων, logistics, υποδομών και μεταφορών, με άγνωστο και αβέβαιο χρόνο υλοποίησης, αφού θα σκόνταφτε πάνω σε θέματα γης, πολεοδομίας και άλλες ελληνικές παθογένειες.