Το disaster story της Intel και η επόμενη μέρα
SHUTTERSTOCK
SHUTTERSTOCK

Το disaster story της Intel και η επόμενη μέρα

Το 2024 μπορεί να αποδειχθεί η πιο σημαντική χρονιά στην «ενήλικη» χρονιά στην ιστορία της Intel (INTC NASDAQ), της αμερικανικής βιομηχανίας μικροεπεξεργαστών που από την κορυφή που ήταν έχει πέσει στα χαμηλά. Μία σειρά κακών αποφάσεων την άφησαν πίσω σε καίριους τομείς, όπως τα κινητά τηλέφωνα και κυρίως η Τεχνητή Νοημοσύνη.

Ο Pat Gelsinger, παλιό στέλεχος της επιχείρησης, επέστρεψε το 2021 και πήρε τα ηνία της για να εκτελέσει ένα φιλόδοξο σχέδιο ανάκαμψης με τεράστιες επενδύσεις και σημαντική κρατική βοήθεια. Όμως, τα πράγματα δεν έχουν εξελιχθεί όπως θα ήθελε ο Gelsinger και η κερδοφορία της εταιρείας δεν μπορεί να στηρίξει πλέον τις μεγάλες επενδυτικές ανάγκες. Η ανακοίνωση των πολύ κακών εξαμηνιαίων οικονομικών αποτελεσμάτων της εταιρείας στο τέλος του Ιουλίου ήταν ένα σοκ για τους επενδυτές. Το ίδιο και η αναστολή διανομής μερισμάτων και οι μαζικές απολύσεις, προκειμένου να υπάρχουν αρκετά χρήματα για την εκτέλεση του μεγάλου επενδυτικού προγράμματος.

Η μετοχή σημείωσε πολύ μεγάλη πτώση και βρέθηκε στα χαμηλότερα επίπεδα από την κρίση του 2008. Το κλίμα για τη διοίκηση βάρυνε πολύ και στον οικονομικό Τύπο άρχισαν να ακούγονται διάφορα σενάρια σχετικά με τις επόμενες κινήσεις της. Κάποιοι μίλησαν για αναγκαστική πώληση θυγατρικών της εταιρειών, όπως η Mobileye (MBLY NASDAQ) και η Altera. Άλλοι πιθανολογούσαν πως η εταιρεία θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει κάποιες από τις μεγάλες επενδύσεις της σε νέα εργοστάσια στις ΗΠΑ και την Ευρώπη.

Ανησυχία προκάλεσε και η αποχώρηση ενός μέλους του διοικητικού συμβουλίου με πολύ μεγάλη πείρα στα ζητήματα της βιομηχανίας μικροεπεξεργαστών, η οποία αποδόθηκε σε διαφωνίες του με τον Gelsinger πάνω σε θέματα στρατηγικής της εταιρείας. Πολύ κακή εντύπωση έκαναν και οι πληροφορίες σχετικά με την αδυναμία της εταιρείας να κλείσει μία μεγάλη συμφωνία με την ιαπωνική Sony (SONY NYSE, 6758 TOKYO) με αντικείμενο την παραγωγή microchips για τις κονσόλες PlayStation, καθώς και μία αντίστοιχη για microchips Τεχνητής Νοημοσύνης για την ιαπωνική Softbank (9984 TOKYO). Άλλες φήμες ανέφεραν πως η αμερικανική κυβέρνηση ανησυχούσε για την τύχη των δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων, με τα οποία έχει συμφωνήσει να επιδοτήσει την εταιρεία. 

Όλος ο Αύγουστος κύλησε με τη μετοχή υπό συνεχή πίεση και τις φήμες να αναφέρονται σε σχέδια της διοίκησης για ριζικές αλλαγές και πιθανή απομάκρυνση του Gelsinger. Σταδιακά, όμως, τα νέα άρχισαν να γίνονται καλύτερα. Πρώτα ήρθε μία ανακοίνωση του αμερικανικού υπουργείου Άμυνας σχετικά με την ανάθεση στην Intel ενός συμβολαίου αξίας 3,5 δισ. δολαρίων για την κατασκευή ειδικών microchips για τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις. Λίγο αργότερα ακολούθησε μία άλλη ανακοίνωση, αυτή τη φορά από την Amazon (AMZN NASDAQ) σχετικά με τη σύναψη συμφωνίας για την παραγωγή μικροεπεξεργαστών που θα σχεδιάζει η ίδια και θα κατασκευάζει η Intel σε μία από τις πρόσφατα τεχνολογικά αναβαθμισμένες εγκαταστάσεις της.

Πέρα από τη μεγάλη αξία της, αυτή η συμφωνία αποτέλεσε και μία ψήφο εμπιστοσύνης της μεγάλης τεχνολογικής επιχείρησης στη δυνατότητα της Intel να κατασκευάζει με αξιοπιστία και σε μεγάλες ποσότητες, microchips υψηλής τεχνολογίας για λογαριασμό τρίτων. Σχεδόν ταυτόχρονα, ο Gelsinger ξεκαθάρισε την κατάσταση σχετικά με τα σχέδια της εταιρείας, υπογραμμίζοντας πως η κατασκευή των νέων εργοστασίων και εγκαταστάσεων στην Αριζόνα, το Οχάιο και το Όρεγκον των ΗΠΑ και στην Ιρλανδία θα προχωρήσει σύμφωνα με το υφιστάμενο χρονοδιάγραμμα.

Την ίδια στιγμή, όμως, δήλωσε πως τα υπό σχεδιασμό υπερσύγχρονα εργοστάσια στη Γερμανία και την Πολωνία θα καθυστερήσουν τουλάχιστον για δύο χρόνια. Όσον αφορά στις πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων, η διοίκηση απέκλεισε κατηγορηματικά την πώληση της Mobileye, η οποία είναι από τις πρωτοπόρες στον τομέα του λογισμικού και του εξοπλισμού για την αυτόνομη κίνηση οχημάτων, αλλά άφησε ανοιχτό αυτό το ενδεχόμενο για την Altera, η οποία παράγει προγραμματιζόμενα microchips.

Σε μία ακόμα προσπάθεια να ξεκαθαρίσει την κατάσταση για τους επενδυτές και τους πιθανούς πελάτες, η εταιρεία αποφάσισε να κάνει πολύ πιο ευδιάκριτες τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των δύο βασικών τμημάτων της, αυτού που κατασκευάζει τα microchips για την ίδια και τους πελάτες της (εδώ χρησιμοποιείται διεθνώς ο όρος foundry) και του τμήματος που σχεδιάζει τα δικά της. Είναι φανερό, και πολύ λογικό βέβαια, πως η διοίκηση προσπαθεί με κάθε τρόπο να δείξει στους μετόχους της και τους πελάτες πως η κατάσταση βρίσκεται υπό έλεγχο και δεν υπάρχει κανένας λόγος για σπασμωδικές επιχειρηματικές κινήσεις. 

Την τελευταία εβδομάδα όμως, έκαναν την εμφάνισή τους νέες φήμες που αύξησαν το επενδυτικό ενδιαφέρον για τη μετοχή. Η πρώτη έλεγε πως η Qualcomm (QCOM NASDAQ) ενδιαφέρεται να προχωρήσει σε φιλική εξαγορά της Intel. H Qualcomm είναι εδώ και πολλά χρόνια μία από τις μεγαλύτερες δυνάμεις στον τομέα των microchips για κινητά τηλέφωνα και πρόσφατα άρχισε να δραστηριοποιείται στην παραγωγή μικροεπεξεργαστών για εφαρμογές Τεχνητής Νοημοσύνης σε προσωπικούς υπολογιστές.

Θεωρητικά, αυτός ο συνδυασμός θα ήταν πολύ δυνατός, αλλά το πιθανότερο είναι πως δεν θα μπορούσε να προχωρήσει πολύ λόγω των πιθανότατων αντιρρήσεων των αντιμονοπωλιακών αρχών στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες που δραστηριοποιούνται οι δύο εταιρείες. Πέρα από αυτό, δεν είμαστε καθόλου βέβαιοι πως η Intel θα ήθελε να απορροφηθεί από μία εταιρεία που μέχρι πρότινος ήταν πολύ πιο μικρή από αυτήν, και από πλευράς οικονομικών αποτελεσμάτων και από πλευράς χρηματιστηριακής αξίας. Η δεύτερη αναφερόταν στο ενδιαφέρον της Apollo Global Management, πολύ μεγάλης εταιρείας private equity, για να χρηματοδοτήσει την εταιρεία με αρκετά δισεκατομμύρια δολάρια για τη συνέχιση της εκτέλεσης των επενδυτικών σχεδίων της.

Αυτή ακούγεται πολύ πιο λογική αλλά δεν ξέρουμε ακόμα αν αληθεύει. Λέμε πως είναι λογική γιατί οι δύο εταιρείες ήδη συνεργάζονται, αφού η Apollo έχει συμφωνήσει να επενδύσει 11 δισ. δολάρια για να αποκτήσει το 49% του εργοστασίου της Intel στην Ιρλανδία. Μία αντίστοιχη συμφωνία, ύψους 15 δισ., έχει γίνει με μία άλλη εταιρεία private equity, την Brookfield, για τα υπό ανέγερση εργοστάσια στην Αριζόνα των ΗΠΑ.

Μέσα στις φήμες των τελευταίων εβδομάδων περιλαμβάνονται οι περισσότερες εναλλακτικές λύσεις που έχει στη διάθεσή της η εταιρεία. Αν καταλαβαίνουμε καλά, πρόθεσή της είναι να προχωρήσει πάση θυσία το επενδυτικό της πρόγραμμα στις ΗΠΑ και την Ιρλανδία, χωρίς να χάσει την ανεξαρτησία της και χωρίς να χρειαστεί να αποχωριστεί πολλά από τα διάφορα τμήματά της. Για να πετύχει αυτή η στρατηγική, θα πρέπει μέσα στους επόμενους μήνες να παρουσιάσει και άλλες επιτυχίες στην προσέλκυση πελατών όπως αυτή με την Amazon, καθώς αποτελούν την πιο σίγουρη μέθοδο προσέλκυσης και άλλων πελατών.

Όσο περισσότεροι πελάτες έρθουν, τόσο πιο γρήγορα θα πάψει να είναι ζημιογόνο το τμήμα foundry της εταιρείας. Θα πρέπει επίσης να φανεί σύντομα πως οι σειρές microchips που προορίζονται για τις εφαρμογές Τεχνητής Νοημοσύνης είναι τόσο ανταγωνιστικές όσο υποστηρίζει ο Pat Gelsinger. Αν γίνουν αυτά τα δύο, τότε οι πιθανότητες να υπάρχει επόμενη μέρα για την Intel όπως την ξέρουμε τώρα και όχι κομμένη στα πέντε ή απορροφημένη από κάποια άλλη θα είναι σημαντικές.

Αν δεν γίνουν, τότε θα χρειαστεί ένας από μηχανής θεός όπως κάποτε ήταν η Berkshire Hathaway για άλλες εμβληματικές εταιρείες που αντιμετώπισαν προβλήματα, για να μην περάσει η εταιρεία υπό έλεγχο άλλων. Δεν μιλάμε για διάλυση ή κλείσιμο της εταιρείας, γιατί απλά τέτοιο ενδεχόμενο δεν υφίσταται. Η αμερικανική κυβέρνηση παρακολουθεί από κοντά τις εξελίξεις με ενδιαφέρον, ίσως και με αγωνία, καθώς ξέρει πως η μόνη επιχείρηση που μπορεί να σηκώσει στους ώμους της την αναγέννηση της βιομηχανίας microchips μέσα στις ΗΠΑ είναι η Intel.

Γι’ αυτό και είμαστε σίγουροι πως αν τα πράγματα πάνε ακόμα πιο άσχημα, η αμερικανική κυβέρνηση θα έχει τον πρώτο λόγο. Είμαστε όμως επίσης σίγουροι πως θα κάνει το παν για να δει την Intel να φέρνει σε πέρας με επιτυχία το πρόγραμμά της, με τη βοήθεια και των δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων που είναι έτοιμη να της δώσει.