Κομβικό στόχο για τους Έλληνες ελαιοπαραγωγούς αποτελεί η ενίσχυση των εξαγωγών, καθώς η αύξηση της παραγωγής και η διατήρηση της ποιότητας είναι πυλώνες ανάπτυξης.
Χωρίς αμφιβολία, η ελληνική αγορά ελαιολάδου βρίσκεται σε μια διαδικασία έντονων μεταβολών, με την παραγωγή, τις τιμές και τις εξαγωγές να επηρεάζονται από τις εκθέσεις.
Μάλιστα, τα τελευταία στοιχεία της Κομισιόν επιβεβαιώνουν τη σημαντική αύξηση της ελληνικής παραγωγής για την περίοδο 2023/24, με εκτιμώμενη άνοδο 43% συγκριτικά με την προηγούμενη χρονιά.
Οι θετικές αποδόσεις αποδίδονται στις καιρικές συνθήκες αλλά και στην προσαρμογή των καλλιεργητικών πρακτικών από τους Έλληνες παραγωγούς, ενισχύοντας τη θέση της χώρας στην ευρωπαϊκή αγορά.
Σύμφωνα με τα, μέχρι στιγμής στοιχεία, η ελληνική παραγωγή για τη φετινή περίοδο θα φτάσει τους 275.000 τόνους, ενώ συνολικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση η παραγωγή καταγράφει αύξηση 30%.
Τη σημαντικότερη άνοδο παρουσιάζει η Ισπανία, η οποία σημειώνει εντυπωσιακή αύξηση 51%, σε αντίθεση με την Ιταλία, όπου η παραγωγή μειώνεται κατά 27%. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η συνολική παραγωγή εκτιμάται σε 3.011.000 τόνους, με την ΕΕ να παραμένει κυρίαρχο ρόλο. Η ενίσχυση της ελληνικής παραγωγής ενδέχεται να διαφοροποιήσει τις εμπορικές ροές, ιδίως προς βασικούς εξαγωγικούς προορισμούς, όπως η Ιταλία και οι ΗΠΑ.
Στο μέτωπο των τιμών, η αγορά ελαιολάδου εμφανίζει τάσεις διόρθωσης, έπειτα από το περσινό ράλι. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, οι τιμές του εξαιρετικά παρθένου ελαιολάδου στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 2025 διαμορφώθηκαν στα 295 ευρώ ανά 100 κιλά, καταγράφοντας μείωση 6% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Αντίστοιχα, το παρθένο ελαιόλαδο πωλήθηκε στα 366,7 ευρώ ανά 100 κιλά, σημειώνοντας πτώση 11%. Στην ίδια κατηγορία μείωσης βρέθηκαν και οι τιμές του ελαιολάδου χαμηλής ποιότητας ('λαμπάντε'), οι οποίες κινήθηκαν στα ίδια επίπεδα. Συγκριτικά με τις υπόλοιπες ελαιοπαραγωγές χώρες της ΕΕ, η Ελλάδα εμφανίζει χαμηλές τιμές στο πολύ παρθένο ελαιόλαδο, με την Ισπανία και την Ιταλία να κινούνται σε υψηλότερα επίπεδα.
Οι μεταβολές στην τιμολόγηση αντανακλούν τη δυναμική της παγκόσμιας αγοράς, τις διακυμάνσεις στην προσφορά και τη ζήτηση, αλλά και τις συνθήκες που διαμορφώνονται στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές.
Πάντως, το ελληνικό ελαιόλαδο διατηρεί τη θέση του ως ένα από τα βασικά εξαγωγικά προϊόντα της χώρας. Οι ελληνικές εξαγωγές κατευθύνονται κυρίως προς τις αγορές της ΕΕ και των Ηνωμένων Πολιτειών, με τις συνολικές εξαγωγές της ΕΕ προς τις τρίτες χώρες να εκτιμώνται σε 715.000 τόνους για την τρέχουσα περίοδο. Η Ελλάδα παραδοσιακά κατατάσσεται στις πρώτες θέσεις στις εξαγωγές εξαιρετικά παρθένου ελαιολάδου, ενώ η αυξανόμενη ζήτηση από αναζητούν ποιοτικά προϊόντα δημιουργεί νέες για διαφοροποίηση και τοποθέτηση σε υψηλή προστιθέμενη αξία.
Ενίσχυση μέσω του προγράμματος «Εξωστρέφεια μικρομεσαίων επιχειρήσεων»
Παράλληλα, στο πλαίσιο της ενίσχυσης εξαγωγών ελαιολάδου, το οποίο έχει εξαιρεθεί από το πρόγραμμα «Εξωστρέφεια των Μικρομεσαίων επιχειρήσεων» πραγματοποίησε πρόσφατα παρέμβαση στη Βουλή ο βουλευτής Ηρακλείου Λευτέρης Αυγενάκης. Με αναφορά προς τον Αναπληρωτή Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Νικόλαο Παπαθανάση, στηρίζει το αίτημα του Επιμελητηρίου Ηρακλείου για διεύρυνση των επιλέξιμων δραστηριοτήτων του προγράμματος «Εξωστρέφεια Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων».
Το Επιμελητήριο Ηρακλείου επισημαίνει ότι το πρόγραμμα αποτελεί σημαντικό εργαλείο για την ενίσχυση των ελληνικών επιχειρήσεων στις διεθνείς αγορές. Ωστόσο, η μη συμπερίληψη βασικών εξαγωγικών κλάδων, όπως το ελαιόλαδο, το κρασί και τα κηπευτικά, δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον αγροδιατροφικό τομέα.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην Κρήτη, όπου η αγροδιατροφική παραγωγή αποτελεί στρατηγικό τομέα της οικονομίας. Ο αποκλεισμός αυτών των προϊόντων από το πρόγραμμα «στερεί από τις τοπικές επιχειρήσεις πολύτιμους πόρους που θα μπορούσαν να ενισχύσουν τη διεθνή τους ανταγωνιστικότητα», όπως τονίζεται στην επιστολή του Επιμελητηρίου.
Μάλιστα, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρατίθενται το κρητικό ελαιόλαδο είναι ένα από τα πλέον εξαγώγιμα ελληνικά προϊόντα, με βασικές αγορές-στόχους την ΕΕ, τις ΗΠΑ και την Ασία.