Τελευταία ημέρα διαπραγμάτευσης χθες του Πλαισίου και καθώς με την εταιρία με συνδέουν παράλληλοι δρόμοι, ένα κείμενο αποχαιρετισμού ίσως και απολογισμού για τα όσα έγιναν ή δεν έγιναν σε αυτή τη διαδρομή από την εισαγωγή της εταιρίας από το 1999 έως και χθες.
Το «Πλαίσιο» είναι η πιο πετυχημένη ελληνική εταιρία στο χώρο της λιανικής στην πληροφορική. Δεν το λέμε εμείς το λέει η πορεία της στο χρόνο, η κερδοφορία το μερίδιο αγοράς της και η μεγέθυνση της. Η πορεία αυτή δεν κεφαλαιοποιήθηκε ποτέ από το Χρηματιστήριο για πολλούς λόγους.
Πρώτον, γιατί η εταιρία ήταν συντηρητική στην ανάπτυξή της, δεν βγήκε ποτέ έξω από τη ζώνη ασφάλειας που παρείχε η ελληνική αγορά αναζητώντας αγορές που θα έχτιζε νέο δίκτυο και θα αποκτούσε σοβαρή παρουσία με μερίδιο αγοράς. Δεύτερον, ο τομέας δραστηριοποίησης ήταν από τη φύση του έντονα ανταγωνιστικός, τα περιθώρια κερδοφορίας πιεσμένα στο όριο και μια αστοχία στη διαχείριση των αποθεμάτων αρκούσε για να χαθεί μια ολόκληρη χρονιά κερδών. Τρίτον, χρηματιστηριακά ο κλάδος ήταν μονίμως σε μια έκπτωση έναντι της υπόλοιπης αγοράς. Όχι στην Ελλάδα, αλλά παντού. Τα επίγεια δίκτυα λιανικής της πληροφορικής παίζουν με μονοψήφιους δείκτες σε αντίθεση με το διαδίκτυο στο οποίο τα κέρδη αποτιμώνται με διψήφια νούμερα επιχειρηματικής αξίας.
Το «Πλαίσιο» δεν βγήκε από την Ελλάδα, διότι η μάχη που δόθηκε με τον εδώ ανταγωνισμό ήταν λυσσαλέα και σε όλα τα επίπεδα. Σημαντικά ονόματα ξένων αλυσίδων σε μέγεθος όπως οι Saturn, FNAC αλλά και εγχώριοι ανταγωνιστές με ισχυρή θέση (Ηλεκτρονική Αθηνών, Multirama) έριξαν λευκή πετσέτα στη δεκαετία της κρίσης.
Οι εναπομείναντες ανταγωνιστές μάτωσαν πολύ (και συνεχίζουν) προκειμένου να κρατήσουν τη θέση τους στην αγορά. Απέναντι σε αυτήν την εικόνα το Πλαίσιο ήταν κάθε χρόνο κερδοφόρο, με μέρισμα και μηδενικό δανεισμό. Η εταιρία δεν πήγε στην Κύπρο, στη Σερβία ή αλλού για να φτιάξει δίκτυο, έφτιαξε αποθήκες στη Μαγούλα και επένδυσε σε ηλεκτρονικά συστήματα (CRM) και στο Plaisio.gr. Το αποτέλεσμα έγινε ορατό στο πρώτο εξάμηνο της πανδημίας (2020) όταν η εταιρία ήταν από τις λίγες -αν όχι η μοναδική στο είδος της- που κατάφερε να επιπλεύσει σε αδιανόητες οικονομικές συνθήκες. Η πορεία της εταιρίας στο χρόνο ήταν εντυπωσιακή, όχι γιατί ήταν τυχερή, αλλά γιατί προετοιμάστηκε για το χειρότερο κάνοντας τα πράγματα τελικώς να φαίνονται εύκολα όταν ήρθε η δύσκολη ώρα.
Χρηματιστηριακά η εταιρία εξάντλησε τις δυνατότητες που τις έδινε η νομοθεσία: Διόρισε ειδικούς διαπραγματευτές, παρουσίαζε κάθε χρόνο σε θεσμικούς επενδυτές την πορεία της και είχε πάρει μέρος και σε κάποια roadshows εκτός Ελλάδας. Το πρόβλημα της εμπορευσιμότητας δεν λύθηκε ποτέ γιατί το μεγαλύτερο μέρος της ελεύθερης διασποράς ήταν στα χέρια θεσμικών επενδυτών οι οποίοι από τη φύση τους κινούνται πιο αργά και δεν «γεμίζουν» με πράξεις το ταμπλό. Για όσους παρακολουθούσαν συγκυριακά την εταιρία ήταν λογικό να υπάρχει γκρίνια παρά τα ικανοποιητικά αποτελέσματα. Πολλές φορές και ο γραφών είχε εκφράσει το σκεπτικισμό του για το αν θα έπρεπε η εταιρία να είναι εισηγμένη. Παρόλα αυτά κοιτάζοντας πλέον από απόσταση όλη την πορεία δεν υπάρχει κάτι το οποίο έκαναν λάθος οι Γεράρδοι.
Η εταιρία δεν έμεινε απλώς όρθια όταν οι τράπεζες έκλεισαν το 2015, αλλά συνέχισε την πορεία της εξυπηρετώντας τους στόχους της: Ο μέτοχος εισέπραττε πάντα ένα μέρος από την κερδοφορία και το ταμπλό ήταν εκεί αν ήθελε να πουλήσει τις μετοχές του. Η οικογένεια δεν άνοιξε ποτέ την ελεύθερη διασπορά διότι θεωρούσε την αξία της επιχείρησης σημαντικά μεγαλύτερη από την τρέχουσα κεφαλαιοποίησή της. Για αυτό και έδωσε ένα τόσο υψηλό premium εξαγοράς. Ίσως, η τιμή της εξαγοράς των μετοχών να ήταν και ένα μήνυμα στους «διαφωνούντες» ως προς το ποια θα έπρεπε να είναι η αξία της εταιρίας.
Ακόμα και καλές εταιρίες δεν είναι βέβαιο ότι θα έχουν μια αξιόλογη χρηματιστηριακή σταδιοδρομία. Αυτό δεν αφορά μόνο την περίπτωση του Πλαισίου αλλά και άλλων εταιριών που έχουν εξέλθει της αγοράς ή είναι ακόμα εισηγμένες με περιορισμένες συναλλαγές. Αυτή η τελευταία διαπίστωση θα μπορούσε να διαβαστεί και ανάποδα. Μήπως τελικά σε μια άλλη χρηματιστηριακή αγορά χωρίς τα ζόρια του 2012 και τα capital controls του 2015 το «Πλαίσιο» θα είχε καλύτερη τύχη;
Εις το επανιδείν…