Οι εταιρείες παγκοσμίως έχουν αρχίσει να βελτιώνουν τις δημοσιοποιήσεις τους σχετικά με τους κλιματικούς κινδύνους, αλλά δεν έχουν λάβει ακόμη τα απαραίτητα μέτρα για να αντιμετωπίσουν αυτούς τους κινδύνους και να ανταποκριθούν στις ανάγκες των επενδυτών και των πελατών, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της EY, Global Climate Risk Barometer.
Η έκθεση, που αποτελεί την τέταρτη έκδοση της έκθεσης της ΕΥ, εξετάζει τον βαθμό στον οποίο οργανισμοί παγκοσμίως δημοσιοποιούν και αναλαμβάνουν δράση για να μετριάσουν τους κλιματικούς κινδύνους και τις ευκαιρίες τους. Εξετάζει τις προσπάθειες περισσότερων από 1.500 επιχειρήσεων σε 47 χώρες να δημοσιεύσουν πληροφορίες, με βάση τις 11 συστάσεις του Task Force on Climate-Related Financial Disclosures (TCFD), η οποία δημιουργήθηκε για τη βελτίωση και την αύξηση των δημοσιοποιήσεων που περιλαμβάνουν χρηματοοικονομικά δεδομένα σε συσχέτιση με το κλίμα. Η έκθεση βαθμολογεί τις επιχειρήσεις με βάση τον αριθμό των δημοσιοποιήσεων που γνωστοποιούν (κάλυψη) και την έκταση ή τη λεπτομέρεια κάθε δημοσιοποίησης (ποιότητα).
Σύμφωνα με την έκθεση, περισσότεροι οργανισμοί παρέχουν, πλέον, κάποιο επίπεδο πληροφοριών (καλύτερη κάλυψη) για καθεμία από τις συστάσεις σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Με άριστη βαθμολογία το 100%, δηλαδή δημοσιοποίηση πληροφοριών για όλες τις συστάσεις του TCFD, η μέση βαθμολογία έφτασε φέτος το 84%, καταγράφοντας σημαντική αύξηση σε σχέση με το 2021 (70%).
Ωστόσο, οι εταιρείες εξακολουθούν να δυσκολεύονται να βελτιώσουν την ποιότητα των δημοσιοποιήσεών τους. Η μέση βαθμολογία σε σχέση με την ποιότητα βρίσκεται στο 44% – λίγο πάνω από το 42% που καταγράφηκε στην περσινή έρευνα. Μια βαθμολογία 100% θα έδειχνε ότι μια εταιρεία γνωστοποιεί όλες τις απαραίτητες λεπτομέρειες.
Παρά την αυξανόμενη ρυθμιστική και πολιτική κινητικότητα σχετικά με την κλιματική αλλαγή και τις σαφείς βελτιώσεις στους κανόνες δημοσιοποιήσεων κατά τους τελευταίους 12 μήνες – συμπεριλαμβανομένων των προτεινόμενων προτύπων από το νεοσύστατο Διεθνές Συμβούλιο Προτύπων Αειφορίας (ISSB) – οι επιχειρήσεις δυσκολεύονται να λάβουν πρακτικά μέτρα προς την απανθρακοποίηση. Για παράδειγμα, μόνο το 29% των εταιρειών που συμμετείχαν στην έρευνα, δηλώνουν ότι αναφέρουν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στις οικονομικές τους καταστάσεις – ένδειξη ότι δεν έχουν τα δεδομένα που χρειάζονται ή ότι δεν έχουν υπολογίσει την επίδραση. Επιπλέον, περισσότερες από τις μισές αναφορές ως προς την επίδραση του κλίματος σε αυτές τις καταστάσεις, είναι ποιοτικές και όχι ποσοτικές.
Σε άλλους τομείς, υπάρχουν ελαφρώς πιο θετικά σημάδια προόδου. Σχεδόν οι μισοί από τους οργανισμούς που συμμετείχαν στην έρευνα παγκοσμίως (49%) απάντησαν ότι διεξήγαγαν ανάλυση κλιματικών σεναρίων – η οποία αποτελεί, επίσης, σύσταση του TCFD – για να εξετάσουν την ενδεχόμενη κλίμακα και τους χρονικούς ορίζοντες συγκεκριμένων κινδύνων, ώστε να προετοιμαστούν για τα χειρότερα σενάρια. Τα τρία τέταρτα (75%) απάντησαν ότι έχουν διεξαγάγει ανάλυση κλιματικού κινδύνου, ενώ το 62% έχουν πραγματοποιήσει ανάλυση ευκαιριών, και το 61% έχουν δημοσιοποιήσει στρατηγικές απανθρακοποίησης.
Η έρευνα δείχνει, επίσης, ότι οι εταιρείες εξετάζουν πλέον με πιο ισορροπημένο τρόπο τους διάφορους τύπους κινδύνων, σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Δίνουν προσοχή, τόσο στους «κινδύνους μετάβασης» – που απορρέουν από αλλαγές στην οικονομία που προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή, για παράδειγμα βραδύτερη ανάπτυξη σε συγκεκριμένους τομείς – όσο και στους «φυσικούς κινδύνους», που είναι άμεσο αποτέλεσμα των αλλαγών στο κλίμα, όπως οι συνέπειες αυξημένων βροχοπτώσεων. Πέρυσι, οι εταιρείες επικεντρώθηκαν περισσότερο στους φυσικούς κινδύνους (55%), παρά στους κινδύνους μετάβασης (25%).
Ένας τομέας στον οποίο οι εταιρείες έχουν δείξει ιδιαίτερη βελτίωση, είναι ο στρατηγικός σχεδιασμός γύρω από τον κλιματικό κίνδυνο. H έκθεση της EY βαθμολογεί τις στρατηγικές των οργανισμών εξετάζοντας, για παράδειγμα, τον βαθμό στον οποίο συνυπολογίζουν τους κλιματικούς κινδύνους και τις ευκαιρίες στα σχέδιά τους, ή τον τρόπο με τον οποίο οικοδομούν ανθεκτικότητα μέσω της διαφοροποίησης. Η βαθμολογία της κάλυψης των απαιτήσεων ως προς τη στρατηγική έχει αυξηθεί στο 81%, από 65% στην περσινή έρευνα – υποδηλώνοντας ότι περισσότερες εταιρείες γνωστοποιούν τουλάχιστον ορισμένες πληροφορίες σε αυτόν τον τομέα.
Η ποσότητα και η ποιότητα των δημοσιοποιήσεων ποικίλλει σημαντικά μεταξύ των χωρών που συμμετείχαν στην έρευνα, ωστόσο, όπως και στις τρεις προηγούμενες εκθέσεις, χώρες με αυστηρούς κανονισμούς σε σχέση με τις δημοσιοποιήσεις για το κλίμα, μια επενδυτική κοινότητα που εστιάζει στο μέλλον και ισχυρά μηνύματα από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, τείνουν να συγκεντρώνουν τις υψηλότερες βαθμολογίες. Οι χώρες με την καλύτερη ποιότητα δημοσιοποιήσεων περιλαμβάνουν τη Νότια Κορέα και την Ιρλανδία, καθώς και αρκετές στη Νότια, Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, με το Ηνωμένο Βασίλειο να σημειώνει την υψηλότερη βαθμολογία, τόσο σε ποιότητα, όσο και σε κάλυψη.
Η έκθεση υπογραμμίζει, επίσης, πολλά βήματα που μπορούν να κάνουν οι εταιρείες για να επιταχύνουν την απανθρακοποίηση, τόσο για τις ίδιες, όσο και για την ευρύτερη οικονομία. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται η αντιμετώπιση της δημοσιοποίησης ως μέσου για έναν σκοπό, και όχι ως αυτοσκοπό, ο καθορισμός σημαντικών στόχων, και η διερεύνηση των ευκαιριών που αναδύονται από τις κλιματικές επιπτώσεις, καθώς και των κινδύνων.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας, η κα Κιάρα Κόντη, Partner και Επικεφαλής των Υπηρεσιών Κλιματικής Αλλαγής και Βιώσιμης Ανάπτυξης της ΕΥ Ελλάδος και στην περιοχή της Κεντρικής, Ανατολικής, Νοτιοανατολικής Ευρώπης και Κεντρικής Ασίας (CESA), δήλωσε: «Η έρευνά μας αποκαλύπτει ότι οι δημοσιοποιήσεις των εταιρειών για το κλίμα έχουν βελτιωθεί σημαντικά τον τελευταίο χρόνο, καθώς οι προσδοκίες της κοινωνίας και των ενδιαφερομένων μερών αυξάνονται, και το ρυθμιστικό περιβάλλον αυστηροποιείται. Ωστόσο, οι δράσεις των εταιρειών για την απανθρακοποίηση δεν ακολουθούν με τον ίδιο ρυθμό. Οι εταιρείες οφείλουν να αντιληφθούν ότι οι δημοσιοποιήσεις για το κλίμα δεν αποτελούν αυτοσκοπό, αλλά εργαλείο για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής».