Γ. Γεραπετρίτης: Η Ελλάδα εφαρμόζει εξωτερική πολιτική αρχών, όχι συναλλακτική

Γ. Γεραπετρίτης: Η Ελλάδα εφαρμόζει εξωτερική πολιτική αρχών, όχι συναλλακτική

«Η Ελλάδα έχει ένα ισχυρό διεθνές κεφάλαιο», το οποίο «ενισχύεται πολύ όταν η χώρα επιδεικνύει συνέπεια και συνέχεια στον τρόπο που ασκεί τη διπλωματία της», υπογράμμισε ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης σε χαιρετισμό του στο ετήσιο συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Διεθνούς Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων (ΕΕΔΔΔΣ) με θέμα «Ο πόλεμος στη Γάζα και το Παλαιστινιακό Ζήτημα» το βράδυ της Τετάρτης.

Όπως επεσήμανε, η Ελλάδα εφαρμόζει μια «εξωτερική πολιτική αρχών» και «δεν είναι συναλλακτική, δηλαδή δε βάζει σε κάθε περίπτωση ένα συμφέρον, το οποίο έχει να κάνει με το δούναι και λαβείν».

«Και δεν είναι και συγκυριακή», πρόσθεσε ο υπουργός, αναφέροντας πως αυτό μας «επιτρέπει να έχουμε μία πολύ σταθερή σχέση, μια ειλικρινή σχέση και να μπορούμε να είμαστε αξιόπιστοι συνομιλητές με περισσότερα ενδιαφερόμενα μέρη».

«Αυτό το οποίο συμβαίνει σήμερα είναι η Ελλάδα στο επίπεδο της Μέσης Ανατολής και της σύρραξης, έχει κρατήσει από την πρώτη ημέρα μια πάρα πολύ συνεπή στάση, η οποία συνεχίζεται έως σήμερα», τόνισε χαρακτηριστικά.

Η διεθνής κοινότητα, αλλά και οι ίδιοι οι άμεσα εμπλεκόμενοι, εκτιμά «το ότι πρόκειται για μια στάση αρχής, να συνομιλούμε με όλα τα μέρη» με το Ισραήλ, έναν στρατηγικό μας εταίρο, με τον αραβικό κόσμο και την Παλαιστινιακή Αρχή και βεβαίως στους διεθνείς οργανισμούς.

«Θεωρούμε ότι θα έχουμε και ένα ισχυρό λόγο την επόμενη μέρα, όταν με το καλό τελειώσει αυτός ο εφιάλτης και τα πράγματα επιστρέψουν σε μια πιο κανονική κατάσταση», τόνισε.

Όπως ανέφερε ακόμη, η χώρα μας «είναι παρούσα με ένα κεφάλαιο διεθνούς διπλωματίας, το οποίο είναι -αισθάνομαι- αρκετά σημαντικό, ίσως δυσανάλογο σε σχέση με την γεωγραφική της έκταση».

Τόνισε δε πως το διπλωματικό κεφάλαιο που διαθέτει κάθε χώρα είναι η σύνθεση περισσότερων παραμέτρων, έχει να κάνει με την γεωπολιτική ισχύ, με την έκταση και τον πληθυσμό, με το πολιτικό και διπλωματικό προσωπικό και με όλη την ευρύτερη ισχύ που διαθέτει μία χώρα.

«Εν τέλει, το αν πηγαίνει καλά μία χώρα στον οικονομικό τομέα, ακόμα κι αν είναι μικρή όπως η Ελλάδα αντανακλά στο διεθνές κεφάλαιο που διαθέτει, είτε σε διεθνή φόρα, είτε σε επίπεδο διμερών σχέσεων», ανέφερε.

Στο κομμάτι της Μέσης Ανατολής η Ελλάδα είπε «το αυτονόητο»: «Ότι θα πρέπει, πρώτον, να καταδικαστεί η τρομοκρατία και η επιθετικότητα σε οποιαδήποτε μορφή.

Δεύτερον, ότι θα πρέπει να γίνονται σεβαστές οι αξίες του Διεθνούς Δικαίου και ιδίως του Ανθρωπιστικού Δικαίου, δηλαδή του πολέμου, με πρώτο και πιο σημαντικό την προστασία των αμάχων.

Τρίτον, ότι θα πρέπει να μην υπάρχει καμία περίπτωση χρήσης πολιτών ως ασπίδας, δηλαδή να μην έχουμε ούτε ομήρους, ούτε άλλης μορφής απάνθρωπης και αναξιοπρεπούς μεταχείρισης των ανθρώπων.

Τέταρτον, να εξασφαλίζεται διαρκής και βιώσιμη ανθρωπιστική βοήθεια.

Και, πέμπτον, να υπάρξει μια άμεση διεθνής διάσκεψη, η οποία θα ασχοληθεί όχι μόνο με το άμεσο ζήτημα, το οποίο είναι η ανθρωπιστική κατάπαυση του πυρός και η ανθρωπιστική βοήθεια, αλλά επιπλέον να υπάρχει και η υποκείμενη συζήτηση, η οποία παράγει την κρίση, που έχει να κάνει με την μακραίωνη διαφορά στη Μέση Ανατολή».

«Δεν είναι ανεκτές και δεν πρέπει να είναι ανεκτές από τη διεθνή κοινότητα οι εικόνες από τη Γάζα»

Είναι αυτονόητο, όπως τόνισε, ότι το ζήτημα της επίλυσης του Παλαιστινιακού στο πλαίσιο των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, αυτή τη στιγμή είναι η μόνη λύση, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία βιώσιμη και πιο σταθερή κατάσταση στη Μέση Ανατολή.

Σημείωσε για μια ακόμη φορά ότι δεν πρέπει να ταυτίζεται η Χαμάς με τον παλαιστινιακό λαό και η προσπάθεια της Ελλάδας είναι να προσδώσει μια μεγαλύτερη νομιμοποίηση στην Παλαιστινιακή Αρχή, καθώς «είναι ότι είναι ο μόνος νομιμοποιημένος συνομιλητής της επόμενης μέρας».

Υπογράμμισε ακόμη το δικαίωμα αυτοάμυνας του Ισραήλ, το οποίο «δεν αμφισβητείται μεν, οφείλει δε να ασκείται μέσα στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου, όπως επιβάλλουν οι αρχές της αναλογικότητας και ιδίως της αναγκαιότητας».

Δυστυχώς, πρόσθεσε όμως, «σήμερα έχουμε φτάσει σε μία πραγματικότητα, η οποία υπερβαίνει κατά πολύ τις επιταγές του Διεθνούς Δικαίου και κάθε έννοιας ανθρωπισμού».

«Η απώλεια ζωών έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Η βία με την οποία εξελίσσεται ο πόλεμος αυτός είναι νομίζω πρωτόγνωρη. Οι πραγματοποιηθείσες ακραίες τοποθετήσεις έχουν δημιουργήσει ένα περιβάλλον εχθροπάθειας που δυσκολεύει πάρα πολύ την οποιαδήποτε προσέγγιση μεταξύ των μερών».

«Δεν είναι ανεκτές από τη διεθνή κοινότητα και δεν πρέπει να είναι ανεκτές από τη διεθνή κοινότητα οι εικόνες, οι οποίες έρχονται με ένα πολύ υψηλό επίπεδο θανάτων αμάχων, γυναικών και παιδιών. Οι εικόνες χρήσης πολιτών ως ανθρώπινων ασπίδων, η απόλυτη απαξίωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας».

«Η αμηχανία της διεθνούς κοινότητας να μπορέσει να επιβάλει μια λύση σε αυτόν τον εφιάλτη είναι δηλωτική και της γενικότερης ασυμμετρίας που υπάρχει, όχι μόνο στο κομμάτι των διεθνών οργανισμών, δηλαδή της οικουμενικής διακυβέρνησης, αλλά και μιας συνολικής αδυναμίας να μπορέσει να επιβληθεί μια λύση περισσότερο διαβουλευτική», υπογράμμισε.

Το πιο σημαντικό, όπως τόνισε, είναι «να μπορέσουμε να επιβάλουμε με δημιουργικές λύσεις, με δημιουργικές προτάσεις, την ανάγκη να υπάρξει ανθρωπιστική παύση και να έχουμε μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη, συνεχή βοήθεια προς τους πληττόμενους αμάχους».

Εμπλοκές στη λήψη αποφάσεων στους οργανισμούς

Όπως ανέφερε, βρίσκονται σε εξέλιξη δύο πολύ σημαντικά γεγονότα που συνδέονται με τη Γάζα. Το ένα είναι η συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη. Το δεύτερο γεγονός είναι μια πολύ μεγάλη επιχείρηση για να δημιουργηθεί ένας βιώσιμος ανθρωπιστικός διάδρομος προς τη Μέση Ανατολή, όπου συμβάλλουν περισσότερες χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, με κόμβο την Κύπρο, η οποία είναι η πλησιέστερη χώρα προς τη Μέση Ανατολή.

Το μεγάλο πρόβλημα, όπως σημείωσε, σε ό,τι αφορά στον θαλάσσιο ανθρωπιστικό διάδρομο ήταν το γεγονός ότι δεν υπάρχει καμία ασφαλής κατασκευή στη Γάζα. «Πράγμα το οποίο όμως δημιουργεί άλλους κινδύνους ασφαλείας και βεβαίως, έχει να κάνει και με τα βάθη των νερών. Μια υπερσύνθετη άσκηση. Αυτή τη στιγμή όμως είναι αναγκαίο να υπάρξει αυτός ο ανθρωπιστικός διάδρομος».

Στο κομμάτι του Συμβουλίου Ασφαλείας, σημείωσε πως υπάρχει ένα θέμα που έχει να κάνει με την αρχιτεκτονική της λήψης αποφάσεων σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς.

«Επειδή θα πρέπει να διατηρηθούν οι ισορροπίες μεταξύ των κρατών-μελών που συμμετέχουν σε κάθε διεθνή οργανισμό, θα πρέπει να υπάρχουν πολλά αναχώματα, δηλαδή θα πρέπει να υπάρχει αρνησικυρία. Αυτό πάντοτε δημιουργεί μια τεράστια εμπλοκή όταν πρόκειται να ληφθεί μια απόφαση».

Αυτή, όπως ανέφερε, «είναι η περίπτωση τώρα και του ΟΗΕ, όπου την αρμοδιότητα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, λόγω της αδυναμίας να ληφθεί απόφαση, αναγκαζόμαστε να την μετακυλήσουμε στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια σχετική ασυμμετρία. Είναι φαινόμενο της εποχής».

Στο κομμάτι, της Ουκρανίας, η αρνησικυρία της Ρωσίας εμποδίζει να ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Στην περίπτωση της Μέσης Ανατολής, η αρνησικυρία των Ηνωμένων Πολιτειών δημιουργεί αντίστοιχο πρόβλημα στο να ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση σε επίπεδο Συμβουλίου Ασφαλείας. Ποιο είναι το αποτέλεσμα; Μετατίθεται η διαδικασία λήψης απόφασης στη Γενική Συνέλευση όπου ισχύουν άλλοι όροι και ειδική πλειοψηφία, αλλά δεν έχει αρνησικυρία.

Το ίδιο πρόβλημα, πρόσθεσε υφίσταται και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου εξαιτίας της αρνησικυρίας - η οποία αρνησικυρία είναι εν τέλει η άμυνα του κράτους μέλους απέναντι στη συλλογικότητα του διεθνούς μορφώματος - αντιμετωπίζουμε τα ίδια προβλήματα.

«Αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε εξέλιξη πολύ σοβαρή συζήτηση, η οποία ακριβώς έχει να κάνει με την αναθεώρηση της διαδικασίας της λήψης απόφασης, έτσι ώστε η αρνησικυρία να μετατραπεί σε κάτι άλλο, το οποίο ενδεχομένως να είναι μια ειδική πλειοψηφία ή κάτι άλλο», ανέφερε.

«Αλλά πάντως, όσο περισσότερο διευρύνεται το μείγμα των κρατών-μελών που συμμετέχουν στους διεθνείς οργανισμούς», ανέφερε, τόσο «δυσκολότερη καθίσταται η λήψη μιας απόφασης με ομοφωνία».

«Άρα υπάρχουν πλέον φωνές που ζητούν μια αλλαγή μοντέλου», κατέληξε.