Παρά το γεγονός ότι το ποσοστό τόσο της γυναικείας επιχειρηματικότητας όσο και αυτό της συμμετοχής των γυναικών σε θέσεις διοικητικών συμβουλίων ή υψηλά ιστάμενων στελεχών management σε επιχειρήσεις κινείται ανοδικά, σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες που έχουν εκπονηθεί την τελευταία διετία, η ισότητα στην εργασία παραμένει ζητούμενο.
Ένα άλλο στοιχείο που αναδεικνύεται μέσα από τις έρευνες είναι ότι η γενικότερη αντίληψη της κοινής γνώμης, δεν αντιστοιχεί με αυτό που πραγματικά συμβαίνει στις επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ΣΕΒ, ο εθνικός μέσος όρος των γυναικών που εργάζονται (είτε με πλήρη είτε και με μερική απασχόληση) είναι 47,67%. Στις επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην έρευνα προέκυψε ότι το 56% βρίσκονται κάτω από τον εθνικό μέσο όρο, δηλαδή απασχολούν γυναίκες σε ποσοστό μικρότερο του 47,67%.
Στις επιχειρήσεις με ποσοστό γυναικών υψηλότερο του μέσου όρου (47%), τη μεγαλύτερη απασχόληση γυναικών εμφανίζουν οι επιχειρήσεις άνω των 250 εργαζομένων, με έδρα την Αττική και προερχόμενες κυρίως από τον ξενοδοχειακό κλάδο.
Όπως είναι γνωστό, η ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών στον κόσμο της εργασίας, εκτός από ρυθμιστική υποχρέωση στην Ελλάδα, την Ευρώπη και διεθνώς, αποτελεί και ζήτημα δικαιοσύνης. Το πρόβλημα της ανισότητας των φύλων στην εργασία, παρά τις βελτιώσεις, εξακολουθεί να παραμένει σημαντικό.
Το φαινόμενο, αν και έχει τις ρίζες του σε πολλαπλούς κοινωνικούς παράγοντες, όπως προκαταλήψεις και στερεότυπα και δεν δημιουργείται στους χώρους εργασίας, στερεί από τις γυναίκες τις ευκαιρίες που δικαιούνται.
Ταυτόχρονα, οδηγεί σε μερική μόνο αξιοποίηση του ανθρώπινου κεφαλαίου με αρνητική επίδραση ως εκ τούτου στην παραγωγικότητα και στη διεθνή ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.
Όπως αναφέρεται στην ίδια έρευνα του ΣΕΒ, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του ΟΗΕ, η πρόοδος στην ισότητα των φύλων έχει περιορισμένη εξέλιξη διεθνώς: εννέα στους δέκα, ανεξαρτήτως φύλου, έχουν προκαταλήψεις που χαρακτηρίζονται θεμελιώδεις, το 84,6% έχει τουλάχιστον μία σοβαρή προκατάληψη, το 50% πιστεύει ότι οι άνδρες γίνονται καλύτεροι πολιτικοί ηγέτες, το 40% ότι είναι καλύτερα στελέχη επιχειρήσεων.
Και μισθολογική ανισότητα
Επίσης, αν και οι γυναίκες είναι πιο μορφωμένες και εξειδικευμένες από ποτέ, οι μισθοί τους είναι περίπου 39 π.μ. μικρότεροι από εκείνους των ανδρών.
Στη χώρα μας, το γενικό συνταγματικό πλαίσιο της αρχής της ισότητας είναι κατοχυρωμένο ήδη από το 1975.
Σχεδόν μισό αιώνα αργότερα, και ενώ έχουν γίνει μεγάλα βήματα προόδου, κυρίως την τελευταία δεκαετία, υπάρχουν ακόμα σημαντικά περιθώρια βελτίωσης.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για την Ισότητα των Φύλων, ο γενικός δείκτης ισότητας για τη χώρα μας βρίσκεται στο 53%, όταν ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι στο 68%.
Γυναικεία επιχειρηματικότητα
Άλλη πρόσφατη έρευνα της ICAP δείχνει ότι το ποσοστό διείσδυσης της γυναικείας επιχειρηματικότητας το 2023 ανήλθε σε 25,9% στη χώρα μας, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 6,3 ποσοστιαίες μονάδες την τελευταία 9ετία (2015-2023), ενώ οριακή αύξηση κατά 0,4 ποσοστιαίες μονάδες εμφάνισε σε σχέση με το 2022.
Η ίδια έρευνα δείχνει ότι οι εταιρείες που διοικούνται από γυναίκες είναι στην πλειοψηφία τους μικρού μεγέθους, ομόρρυθμες εταιρείες, με την πλειοψηφία αυτών να βρίσκεται στην Αττική και ανήκουν κυρίως στους τομείς του Τουρισμού και Εμπορίου.
Η Grant Thornton με έρευνα που εκπόνησε προ τριμήνου και προσπαθώντας να ρίξει φως στο ζήτημα ίσης εκπροσώπησης των δύο φύλων σε ανώτερες διοικητικές θέσεις εδώ και 19 έτη, επισημαίνει εμπόδια αλλά και εντοπίζει τους παράγοντες που διευκολύνουν την επίτευξη αλλαγής.
Ενώ ο αριθμός των γυναικών σε ανώτερες διοικητικές θέσεις συνεχίζει να καταγράφει άνοδο, η έρευνα που βγήκε στο τέλος του 2023 καταδεικνύει ότι η ετήσια πρόοδος που σημειώθηκε υπήρξε ανησυχητικά αργή.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, το ποσοστό των γυναικών σε ανώτερες διοικητικές θέσεις ανέρχεται σε 32,4%, καταγράφοντας αύξηση μόλις 0,5% σε σχέση με το 2022 και μόνο 13% από το 2004, όταν πραγματοποιήθηκε η πρώτη έρευνα της Grant Thornton για το Γυναικείο Επιχειρείν. Με αυτόν τον ρυθμό, το 2025 το ποσοστό των γυναικών σε ανώτερες διοικητικές θέσεις θα ανέρχεται μόλις στο 34%.