Μπορεί το 1821 να σήμανε την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης που οδήγησε σχεδόν μια δεκαετία αργότερα στην ίδρυση του πρώτου ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα μας, όμως, διακόσια έτη μετά απ’ αυτό το ιστορικό γεγονός, παραμένουν ζωντανές και επίκαιρες. Ο τρόπος γένεσης και οικοδόμησης του ελληνικού κράτους μέσα από μια ακολουθία εξελίξεων (ξένος δανεισμός και εμφύλιες συγκρούσεις κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, επιρροή των τριών ξένων κομμάτων με αποκορύφωμα την δολοφονία του πρώτου κυβερνήτη, Ιωάννη Καποδίστρια, δομές που εισήγαγε η Βαυαροκρατία) δεν επέτρεψε ποτέ ουσιαστικά στον ελληνικό λαό να θεσπίσει ένα κράτος που θα ανταποκρινόταν στις δικές του ανάγκες και ιστορικές παραδόσεις. Απόδειξη του παραπάνω επιχειρήματος αποτελεί, το γεγονός ότι η χώρα μας ακόμη και σήμερα πασχίζει να προσαρμοστεί σ’ ένα δυτικό μοντέλο κράτους, παρότι εδώ και αρκετές δεκαετίες συμμετέχει σε όλους τους σημαντικούς διεθνείς οργανισμούς και θεσμούς της Δύσης.
Η πραγματικότητα αυτή από μόνη της, εγείρει το ερώτημα για το αν η εξελικτική πορεία που ακολούθησε το ελληνικό κράτος ήταν ορθή και κάνει επιτακτική την ανάγκη έναρξης ενός δημοσίου διαλόγου που θα εστιάζει σε εναλλακτικές μορφές οργάνωσης, οι οποίες και θα ταιριάζουν στα ελληνικά ιστορικά, γεωγραφικά και πολιτισμικά δεδομένα.
Η ιδιαιτερότητα της ελληνικής περίπτωσης
Η Ελλάδα με ιστορικούς όρους δεν μπορεί να καταταχθεί στα κράτη της Δύσης, αλλά ούτε και σε αυτά της Ανατολής. Μπορεί το αρχαίο ελληνικό πνεύμα να αποτέλεσε τον θεμέλιο λίθο του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού και τα κατάλοιπα της Οθωμανικής περιόδου να τα αντικρίζει κανείς ακόμη και σήμερα στους τρόπους λειτουργίας του νεοελληνικού κράτους και δράσης των πολιτών του, όμως, η αλήθεια είναι ότι ο ελληνικός χώρος υπήρξε πάντοτε ένα χωνευτήρι διαφορετικών πολιτισμών. Από τα αρχαία κλασικά χρόνια, την περίοδο των Αλεξανδρινών κατακτήσεων και των ελληνιστικών βασιλείων έως και το μεγαλύτερο μέρος της βυζαντινής περιόδου, ο ελληνισμός υπήρξε ένα αμάλγαμα εθνοτήτων, γλωσσών, παραδόσεων, εθίμων, θρησκειών και τρόπων κοινωνικού βίου. Υπό αυτή την έννοια, η Ελλάδα ορθώς έχει χαρακτηριστεί ως η Δύση της Ανατολής και η Ανατολή της Δύσης. Η ιδιαιτερότητα αυτή, καθώς και η πυκνότητα και η ένταση της ελληνικής ιστορίας στο σύνολό της, δεν επέτρεψαν να οικοδομηθούν στέρεοι θεσμοί δυτικού τύπου στη χώρα μας.
Ποιοι είναι, όμως, οι λόγοι αυτής της ιδιαιτερότητας; Καταρχάς, η Ελλάδα διακρίνεται για την αντιφατική γεωμορφολογία της («ανοικτή» προς άλλα κράτη λόγω της θάλασσας, αλλά και ταυτόχρονα «κατακερματισμένη» στο εσωτερικό της λόγω των ορεινών όγκων και των πολλών νησιών), με πλούσια λαογραφία και ανθρωπότυπους εξαιτίας των συνεχών πολιτισμικών ζυμώσεων και μετακινήσεων πληθυσμών που έχουν προκύψει στο έδαφός της, αλλά και μια χώρα στην οποία η ξένη επιρροή και ενίοτε επιβολή ήταν πάντοτε παρούσες (Βενετοί, Άραβες, Οθωμανοί, Σλάβοι, Λατίνοι και αργότερα Σοβιετικοί και Δυτικές δυνάμεις).
Επιπλέον, η εισαγωγή -ιδιαίτερα κατά την περίοδο της Βαυαροκρατίας- θεσμών που δεν ανταποκρίνονταν στον ελληνικό τρόπο βίου (αρχής γενομένης από το «ελληνικό» Δίκαιο το οποίο στην συντριπτική του πλειοψηφία είναι γερμανικής και γαλλικής προελεύσεως) δεν επέτρεψαν στον Έλληνα να αισθανθεί το «Κράτος» ως ένα δικό του ανεξάρτητο δημιούργημα, ωθώντας τον σε συμπεριφορές ατομικιστικής οικογενειοκρατίας που οδήγησαν με τη σειρά τους σε οικονομικές κρίσεις, εσωτερικές συγκρούσεις και γενικότερη οπισθοδρόμηση. Έτσι, ως μόνη κοινωνική αξία για τον Έλληνα, απόμεινε η έννοια της «Πατρίδας» (που δεν ταυτίστηκε ποτέ στη συνείδησή του με το «Κράτος») και την οποία κλήθηκε να την υπερασπιστεί επιτυχημένα σε οριακές ιστορικές στιγμές, όπως ήταν αυτές των βαλκανικών συγκρούσεων και των δύο παγκοσμίων πολέμων.
Ο ιστορικός ρόλος και η εξέλιξη της κοινοτικής παράδοσης
Ποιο είναι, όμως, θα ρωτήσει κανείς το πρότυπο κοινωνικού βίου στο οποίο θα μπορούσε να προσαρμοστεί το σύγχρονο ελληνικό κράτος; Η απάντηση δεν βρίσκεται στην υιοθέτηση κάποιου ξένου μοντέλου οργάνωσης, αλλά στον ελληνικό θεσμό των κοινοτήτων. Από θεωρητικής απόψεως, ο «Κοινοτισμός» δίνει έμφαση στη σχέση που δημιουργείται μεταξύ ενός προσώπου και της κοινότητας. Η έννοια του Κοινοτισμού γίνεται αντιληπτή ως ένα «σύνολο αλληλεπιδράσεων που αναπτύσσονται μεταξύ των ανθρώπων ενός τόπου ή μεταξύ μιας κοινότητας που μοιράζεται κοινά συμφέροντα ή κοινή Ιστορία».
Από φιλοσοφικής πλευράς, ακόμη και μέσα στην ελληνική τραγωδία εντοπίζουμε πτυχές του Κοινοτισμού που εμπεριέχουν έντονα το στοιχείο του «νέμεσθαι» όχι μόνο των υλικών αγαθών, αλλά και των συλλογικών οραμάτων, στόχων, ελπίδων και ευθυνών. Στις «Φοίνισσες» του Ευριπίδη, ο νεαρός Μενοικέας εξαιτίας του χρησμού, δέχεται να πεθάνει για το κοινό καλό και εκφέρει έναν λόγο για το πώς πρέπει να θυσιαζόμαστε για τους συμπολίτες μας. Η ίδια η ετυμολογία της λέξης «Πόλις» σημαίνει κέντρο έλξης, άξονας γύρω από τον οποίο στρέφεται κάτι. Η αρχαία «Πόλις» αποτελούσε, λοιπόν, το κέντρο έλξης των πολιτών, προκειμένου να συναντηθούν και να κοινωνήσουν μεταξύ τους ιδέες, αλλά και το απόθεμα του πλούτου που προερχόταν από την παραγωγική τους εργασία. Έτσι, η έννοια της «Πόλις» ήταν συνώνυμη με την έννοια «Κοινότητα». Η λέξη «Πολιτική» στην αρχική της σημασία, δηλώνει τη συμμετοχή των πολιτών στη διαχείριση των κοινών ζητημάτων που αφορούσαν την πόλη τους. Η σημασία της Πολιτικής διαφαίνεται από τα λόγια του Περικλή στον Επιτάφιο, όπου αναφέρει: «οι Αθηναίοι θεωρούμε ότι όποιος μένει αμέτοχος στα κοινά δεν είναι φιλήσυχος αλλά άχρηστος» (“μόνοι γὰρ τόν τε μηδὲν τῶνδε μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα, ἀλλ᾿ ἀχρεῖον νομίζομεν”). Αλλά και νωρίτερα, στη Μινωική Κρήτη, σ’ όλες τις πόλεις του νησιού ο εφοδιασμός σε τρόφιμα ήταν δημόσια υπόθεση και ρυθμιζόταν προς όφελος ολόκληρης της κοινότητας, ενώ μέσα στα ανάκτορα οι Κρητικοί συγκέντρωναν τα κοινά αγαθά. Επειδή η Πόλη νοείται ως ενιαίος οίκος εντός του οποίου πρέπει να επιτυγχάνεται με πολιτικό τρόπο η έμπρακτη ταύτιση ατομικού και συλλογικού συμφέροντος, η οικονομική δραστηριότητα όφειλε να υποτάσσεται σε αυτήν την αναγκαιότητα. Συνεπώς, εντός της πόλεως, το Άτομο μετατρέπεται τελικά σε Πρόσωπο, δηλαδή σε μία υπόσταση που ορίζεται και λειτουργεί μόνο με βάση τις σχέσεις που αναπτύσσει ως προς τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας.
Στο πολιτικό σκέλος, στην Αρχαία Αθήνα της εποχής του Περικλή, οι πολίτες συγκεντρώνονται για να συζητήσουν και να συναποφασίσουν για τα σοβαρά θέματα της πόλης στην Εκκλησία του Δήμου, ενώ στη Σπάρτη κατά παρόμοιο τρόπο (αν και με περισσότερους περιορισμούς συμμετοχής) λειτουργούσε η Απέλλα. Δημοκρατικά επίσης εκλέγονταν τα μέλη της Βουλής των Πεντακοσίων στην Αθήνα, ενώ τα περισσότερα αξιώματα (π.χ. δικαστές στο λαϊκό δικαστήριο της Ηλιαίας και ελεγκτές των οικονομικών) ασκούνταν από πολίτες που επιλέγονταν με κλήρο. Οι ελληνικές πόλεις διαχειρίζονταν τους πόρους τους με βάση τις κοινές ανάγκες, γι’ αυτό και οι Έλληνες μιλούσαν για το Κοινό των Αθηναίων, το Κοινό των Θηβαίων, το Κοινό των Μηλίων, το Κοινό των Ναξίων και δε χρησιμοποιούσαν ποτέ τον όρο «Κράτος» με τη σημερινή έννοια. Θα πρέπει, επίσης, να αναφερθεί ότι οι κοινότητες στις πόλεις-κράτη του αρχαίου ελληνικού κόσμου, υπήρξαν σύνθετες ως προς τη δομή τους, καθώς φιλοξενούσαν στους κόλπους τους αγροτικές, βιοτεχνικές αλλά και εμπορικές δραστηριότητες και δεν είχαν μονοδιάστατο αγροτικό χαρακτήρα, όπως συνέβη στην περίπτωση της κοινοτιστικής παράδοσης άλλων χωρών.
Κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους, αλλά και μέχρι τη μέση περίπου περίοδο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Βυζάντιο) παρουσιάζεται μια κάμψη του θεσμού του Κοινοτισμού, καθώς η συγκρότηση ισχυρών διοικητικών εξουσιών και η εγκαθίδρυση φεουδαρχικών δομών, περιόρισε τις προοπτικές αυτοδιοίκησης και αυτοοργάνωσης της παραγωγής. Βεβαίως, δεν εκλείπουν εξαιρέσεις, όπως η δημιουργία της «Ανεξάρτητης Δημοκρατία της Θεσσαλονίκης» που προήλθε από το κίνημα των Ζηλωτών τη δεκαετία του 1340, αλλά ο βίος της υπήρξε βραχύβιος. Αντιθέτως, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας ο θεσμός του Κοινοτισμού αναβιώνει και αναπτύσσεται για μια σειρά από λόγους: 1) ο πολυεθνοτικός χαρακτήρας της αυτοκρατορίας, ευνοούσε την συγκρότηση των πληθυσμών κατά κοινότητες 2) ο Σουλτάνος ενδιαφερόταν κυρίως για την είσπραξη φόρων για τους οποίους υπόχρεη ήταν ολόκληρη η κοινότητα και συνεπώς η κοινοτική δομή αποτελούσε εγγύηση για τις πληρωμές αυτές 3) η εστίαση των Οθωμανών στις διοικητικές και στρατιωτικές δραστηριότητες, άφηνε ελεύθερο το πεδίο για την ανάπτυξη βιοτεχνικών, εμπορικών και χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων στις άλλες εθνότητες της Αυτοκρατορίας (Έλληνες, Εβραίους, Αρμένιους).
Μορφές κοινοτικής οργάνωσης αποτέλεσαν: α) τα Τσελιγκάτα, που ήταν κτηνοτροφικοί συνεταιρισμοί οι οποίοι αναπτύχθηκαν στους ορεινούς όγκους της Ελλάδας. Επικεφαλής αυτών των κοινοτήτων είναι ο Τσέλιγκας, που συνηθέστερα είναι αυτός που διαθέτει το μεγαλύτερο κοπάδι και φροντίζει για την ενοικίαση των βοσκοτόπων, αναθέτει τα καθήκοντα, εκπαιδεύει τα παιδιά, διαθέτει τα προϊόντα της κοινής εκμετάλλευσης και προμηθεύει τις οικογένειες με τα απαραίτητα αγαθά. Η μοιρασιά των εσόδων γίνεται ανάλογα με το κοπάδι που διαθέτει η κάθε οικογένεια, αφού αφαιρεθούν φόροι, μισθοί, ενοίκια των βοσκοτόπων, καθώς και δαπάνες υγείας και εκπαίδευσης της κοινότητας.
β) Ναυτιλιακές συνεργασίες, που αναπτύχθηκαν κυρίως σε Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά και απ’ τις οποίες προήλθε αργότερα ο στόλος που τόσο σημαντικά συνέβαλλε στην Επανάσταση του 1821. Στην περίπτωση αυτή, κάποιος έμπειρος ναυτικός ή καπετάνιος που διαθέτει ένα υψηλό χρηματικό κεφάλαιο, συνεταιρίζεται μαζί με άλλα πρόσωπα, όπως μαραγκούς, σχοινοποιούς, ξυλεμπόρους, οι οποίοι αρχικά προσφέρουν την εργασία τους με αντάλλαγμα την παροχή «εταιρικού» μεριδίου στο πλοίο που ναυπηγείται. Κατόπιν, συνάπτεται ένα δάνειο ώστε να καλυφθούν οι αρχικές δαπάνες και τα έξοδα του πρώτου ταξιδίου. Χρηματοδότης του δανείου είναι η ίδια η κοινότητα, η οποία δεν εισπράττει τόκο, αλλά λαμβάνει μερίδιο στα κέρδη μετά την ολοκλήρωση του ταξιδίου. Με αυτόν τον τρόπο επιμερίζονται στην κοινότητα τόσο οι κίνδυνοι όσο και τα οφέλη αυτής της επιχειρηματικής προσπάθειας.
γ) Βιοτεχνικές ή αγροτοσυνεταιριστές κοινότητες, με χαρακτηριστικότερη την περίπτωση του οικισμού Αμπελάκια στη Λάρισα, όπου γνώρισε σημαντική ανάπτυξη στα τέλη του 18ου αιώνα εξαιτίας της επιτυχημένης παραγωγής, βαφής και εμπορίας νημάτων. Στα Αμπελάκια, οι μικρές οικιακές βιοτεχνικές μονάδες, ενώνονται προκειμένου να αυξήσουν την παραγωγή τους, να αντιμετωπίσουν τους οικονομικούς κινδύνους και να επεκτείνουν το εμπορικό τους δίκτυο, δημιουργώντας τις λεγόμενες «Συντροφίες». Μέσα από αυτή τη μορφή, τα Αμπελάκια κατορθώνουν να επεκτείνουν τις εξαγωγικές τους δραστηριότητες σε πόλεις όπως το Λονδίνο, το Άμστερνταμ, η Βιέννη, η Κωνσταντινούπολη, η Δρέσδη, η Λειψία. Πριν γίνει η διανομή των κερδών, αφαιρείται το κόστος για την αγορά του σιταριού, οι μισθοί των εργατών, τα «δώρα» στους Τούρκους πασάδες, έξοδα νοσοκομείων, σχολείων, εκκλησιών, βιβλιοθηκών, δρόμων, υποτροφιών για τους φτωχούς μαθητές. Παρόμοια κοινοτική δομή και δράση αναπτύχθηκε και σε άλλα μέρη, όπως στη Φιλιππούπολη, στους Καλαρρύτες, στο Συρρακό, στη Χίο, στις Κυδωνίες και στα Μαντεμοχώρια.
Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, ο θεσμός των κοινοτήτων παρακμάζει, καθώς η αντιβασιλεία με διάταγμα του 1833 καταργεί την τοπική αυτονομία των κοινοτήτων, θέτοντας έτσι τις βάσεις για την δημιουργία συγκεντρωτικού κράτους δυτικού τύπου. Αργότερα, η εστίαση του Βενιζελισμού σ’ ένα συγκεντρωτικό και γραφειοκρατικό κράτος, η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, η αστικοποίηση, η μετανάστευση και η σταδιακή επικράτηση του πελατειακού κομματισμού, οδήγησαν στην οριστική ύφεση του κινήματος του Κοινοτισμού.
Η Ελλάδα ως Δίκτυο
Ως δίκτυο, μπορεί να χαρακτηριστεί εκείνη η οργανωτική δομή, εντός της οποίας, οι μονάδες που την απαρτίζουν, αναπτύσσουν σύνθετες σχέσεις αλληλεπίδρασης και συνεργειών, διατηρώντας, όμως, τη σχετική αυτονομία τους. Τα δίκτυα χαρακτηρίζονται σε μεγάλο βαθμό από τις δυνατότητες αυτοργάνωσης και αυτοδιόρθωσης που διαθέτουν, αλλά και για την απουσία αυστηρών ιεραρχικών δομών. Τα πλεονέκτηματα της «δικτυακής» οργάνωσης είναι ότι: α) διεκολύνει τη γρήγορη και ευρεία διάχυση των πόρων και των πληροφοριών μεταξύ των μονάδων του δικτύου β) επιτρέπει, μέσω της διοικητικής αυτονομίας που παρέχει στις επιμέρους μονάδες του, την επιτυχημένη προσαρμογή και δράση απέναντι στις σύνθετες και πολύπλοκες καταστάσεις του εξωτερικού περιβάλλοντος και γ) παρέχει έναν ισχυρό βαθμό προστασίας και ασφάλειας, καθώς η έλλειψη αυστηρής ιεραρχικής οργάνωσης, περιορίζει τις πιθανές ζημιές στις μονάδες του δικτύου και όχι στο σύνολό αυτού (όπως ακριβώς σ’ ένα δένδρο, το σπάσιμο ενός κλαδιού δεν συνεπάγεται και την ολική καταστροφή του).
Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η λογική των δικτύων έρχεται σε αντίθεση με την ιεραρχική μορφή οργάνωσης, καθώς εκκινεί από μια εντελώς διαφορετική γεωγραφική αφετηρία. Η κάθετη οργανωτική μορφή ανταποκρίνεται καλύτερα σε χώρες που διαθέτουν μεγάλες πεδινές εκτάσεις και εύκολη χερσαία διασύνδεση μεταξύ τους, υπακούν δηλαδή στο «εδαφικό» στοιχείο. Αντιθέτως, η δικτυακή μορφή οργάνωσης, ταιριάζει σε κράτη που έχουν πιο σύνθετο γεωγραφικό ανάγλυφο και επικρατεί το «θαλασσινό» στοιχείο, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας. Ιστορικά, από τα αρχαία χρόνια μέχρι και τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, η μορφή οργάνωσης που επέλεξαν οι Έλληνες είχε «δικτυακά» χαρακτηριστικά. Η αυτονομία των πόλεων-κρατών και οι εμπορικές και πολιτισμικές τους διασυνδέσεις (αποικίες στη Νότιο Ιταλία, στις δυτικές ακτές της Μικράς Ασίας, στην Προποντίδα και στον Εύξεινο Πόντο) υπακούν ακριβώς σε αυτήν τη λογική, όπως επίσης και η ίδρυση πόλεων από τον Μέγα Αλέξανδρο και τους επιγόνους του («Αλεξάνδρειες» βρίσκουμε από την Αίγυπτο και την Κιλικία, μέχρι το σημερινό Οζμπεκιστάν, Αφγανιστάν και Πακιστάν).
Αναλόγο μοντέλο παρατηρούμε να εφαρμόζεται και στα πλαίσια της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, καθώς το αχανές μέγεθός της, η σύνθετη γεωγραφική δομή της και η πολυεθνοτική της σύνθεση, απαιτούσε τη «δενδροειδή» διαίρεση σε επαρχίες που είχαν, όμως, άμεση διοικητική διασύνδεση με τη μητρόπολη της Κωνσταντινούπολης. Αλλά και κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κατάκτησης, όπως και μετέπειτα κατά τα προεπαναστατικά χρόνια, είναι εμφανής η δημιουργία και επέκταση των εμπορικών, βιοτεχνικών και ναυτιλιακών ελληνικών δικτύων, τόσο αυτών που εκκινούν από τον ελλαδικό χώρο (π.χ. Χίος και Αμπελάκια) όσο και εκείνων της Διασποράς που εκτείνονται στη Μολδοβλαχία, στη Νότιο Ρωσία, καθώς και στην Νοτιοανατολική και Κεντρική Ευρώπη (Οδησσός, Βενετία, Ανκόνα, Νεάπολη, Τεργέστη, Λιβόρνο, Μασσαλία, Άμστερνταμ, Βιέννη). Η παρουσία αυτή διατηρείται μεν, αποδυναμώνεται δε σημαντικά, μετά τον ξεριζωμο της ελληνικής διασποράς στη Μικρά Ασία, την Αλεξάνδρεια και τον Καύκασο κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, ως αποτέλεσμα κυρίως της ενίσχυσης των εθνικισμών σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ποια είναι όμως η σημερινή δυναμική των ελληνικών δικτύων; Μπορεί κανείς να εντοπίσει τρία σημαντικά δίκτυα που διαθέτει η Ελλάδα στον παρόντα χρόνο: To πρώτο είναι η Διασπορά της, η οποία φθάνει περίπου τα 5.000.000 ψυχές και εκτείνεται σε πέντε ηπείρους, το δεύτερο είναι η εμπορική της ναυτιλία, με τον ελληνόκτητο στόλο να αποτελεί περίπου το 20% του παγκόσμιου και το 50% της Ε.Ε. σε όρους χωρητικότητας και το τρίτο είναι η Ορθοδοξία, με τα Πατριαρχεία και τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες που διαθέτει, προεξάρχοντος του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Το ελληνικό μέλλον: Συνδυασμός τοπικότητας και παγκοσμιότητας
Με βάση την ελληνική ιστορική και πολιτισμική παράδοση του κοινοτισμού και των δικτύων, η Ελλάδα για να ενισχύσει τη θέση της στο διεθνές γεωπολιτικό γίγνεσθαι, θα πρέπει να κινηθεί παράλληλα προς δύο κατευθύνσεις: Mία τοπική και μία παγκόσμια. Η πρώτη θα σέβεται τις ξεχωριστές παραδόσεις, τα ήθη, τα έθιμα και τη φυσική αλλά και την «ανθρώπινη» γεωγραφία κάθε τόπου.
Αυτό σημαίνει εστίαση στις ανάγκες της κοινότητας, εκμετάλλευση των ιδιαίτερων πλεονεκτημάτων που διαθέτει κάθε περιοχή για την ανάπτυξη της οικονομίας της (π.χ. γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή για τα πεδινά και ορεινά μέρη, αλιεία, ιχθυοκαλλιέργειες, ναυπηγοεπισκευές για τη νησιωτική Ελλάδα, ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών τουρισμού και εργαστηρίων λαϊκής τέχνης σε όλες τις μικρές κοινότητες της χώρας), συντονισμός και συγκέντρωση της παραγωγής μέσω ευέλικτων συνεταιρισμών που θα επιτυγχάνουν οικονομίες κλίμακας, προσαρμογή του εθνικού εκπαιδευτικού συστήματος στις τοπικές παραγωγικές προτεραιότητες μέσω του εμπλουτισμού της εκπαιδευτικής ύλης ανά κοινότητα και με παράλληλη ίδρυση τεχνικών κυρίων σχολών, αλλά και παροχή μεγαλύτερης αυτονομίας στο επίπεδο της πολιτικής και οικονομικής διαχείρισης.
Το τελευταίο θα μπορούσε να επιτευχθεί με τη διενέργεια τοπικών δημοψηφισμάτων για σημαντικά ζητήματα της κάθε κοινότητας (ένα παρόμοιο σύστημα ακολουθεί η Ελβετία στα καντόνια της), διαδικασία που διευκολύνεται από τις εξελίξεις στην τεχνολογία και δεν απαιτεί τη φυσική παρουσία των ψηφοφόρων στις κάλπες. Τα θετικά αποτελέσματα μιας τέτοιας μορφής οργάνωσης θα ήταν άμεσα: ενδυνάμωση των τοπικών οικονομιών, πολλαπλασιαστικές θετικές επιδράσεις σε άλλους τομείς της εθνικής οικονομίας (βιομηχανία τροφίμων, λιπασμάτων, χημικών, μεταφορές, εμπόριο, τουρισμός), ανάπτυξη των εξαγωγών, περιορισμός της αστυφιλίας και της εξωτερικής μετανάστευσης, ενίσχυση του τοπικού πληθυσμιακού στοιχείου, με παράλληλη διατήρηση και διάδοση των τοπικών παραδόσεων και εμπέδωση εμπιστοσύνης του πολίτη προς τον ίδιο τον θεσμό του κράτους, που θα προσομοιάζει πλέον σε μια μορφή ομοσπονδιακής δημοκρατίας.
Η δεύτερη κατεύθυνση προς την οποία θα πρέπει να κινηθεί η Ελλάδα, είναι αυτή της ανάπτυξης και της ανατροφοδότησης των δικτύων της. Η ελληνική ναυτιλία, μπορεί να έχει χαράξει τη δική της αυτόνομη δυναμική πορεία, όμως η διατήρηση της δεσπόζουσας θέσης της απαιτεί συνεχείς επενδύσεις όχι μόνο στο στόλο της, αλλά και στο έμψυχο δυναμικό της χώρας, μέσω της ενίσχυσης της εκπαίδευσης των ανθρώπων που εργάζονται και διοικούν τον ελληνικό στόλο.
Παράλληλα, οι συνέργειες με την ελληνική βιομηχανία, τόσο σε επίπεδο πρώτων υλών και τροφοδοσίας, όσο και σε επίπεδο ναυπηγοεπισκευών είναι απαραίτητο να προωθηθούν, όπως και η διασύνδεση με τον ακαδημαϊκό χώρο, σε μια προσπάθεια να επενδυθουν πόροι σε τεχνολογίες αιχμής που θα μειώνουν τα κόστη και το περιβαλλοντικό αποτύπωμα και θα αυξάνουν την ασφάλεια και την ταχύτητα των μεταφορών. Όσον αφορά την Ορθοδοξία, απαιτείται ένα οικουμενικό άνοιγμα, χωρίς δογματισμό, που θα έχει διττό στόχο: πρώτον, να διατηρήσει και να ενισχύσει τις ανά τον κόσμο ελληνικές ορθόδοξες κοινότητες, δεύτερον να προωθήσει τον χαρακτήρα της ορθόδοξης ιδιαιτερότητας, όχι μόνο σε χριστιανούς άλλων δογμάτων, αλλά και σε ετερόθρησκους, δίνοντας έμφαση στα πανανθρώπινα στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού που την συνοδεύουν. Αυτό απαιτεί την έντονη παρουσία της, όχι μόνο από άμβωνος, αλλά και σε φιλανθρωπικές δράσεις, σε ακαδημαϊκά έδρανα και σε διεθνή πολιτικά και οικονομικά fora.
Η Διασπορά, όμως, αποτελεί το σημαντικότερο δίκτυο του σημερινού ελληνισμού. Ιδιαίτερα μετά το τελευταίο μεταναστευτικό κύμα περίπου μισού εκατομμυρίου Ελλήνων που διαθέτουν υψηλά ακαδημαϊκά προσόντα και δύσκολα θα επαναπατριστούν με βάση τα όσα δείχνουν οι μέχρις στιγμής έρευνες, η στόχευση της πολιτείας θα πρέπει να επικεντρωθεί στα εξής: διατήρηση των δεσμών της Διασποράς με την Ελλάδα, όχι μόνο στα πλαίσια της παράδοσης (εθνικοί εορτασμοί, Εκκλησία, προγράμματα ελληνικής γλώσσας και Ιστορίας), αλλά και στη βάση της δημιουργίας σχέσεων αμοιβαιότητας (δικαιώματα ιθαγένειας, έκδοση βίζας, παροχή επενδυτικών κινήτρων και φοροαπαλλαγών και αναγνώριση της προσφοράς της Διασποράς σε πολιτειακό επιπεδο).
Το πλέον απαραίτητο στοιχείο αυτών των προσπαθειών, προκειμένου η Διασπορά να παραμείνει ένα ζωντανό δίκτυο και όχι ένα «νεκρό κύτταρο» του ελληνισμού, είναι η σύζευξή της με τον ακαδημαϊκό και παραγωγικό τομέα του ελλαδικού χώρου. Η δημιουργία ακαδημαϊκών, τεχνικών και επιχειρηματικών δικτύων με συμμετοχή ανθρώπων της Διασποράς, θα δημιουργήσει «γέφυρες» τεχνογνωσίας και καινοτομίας που θα γεννήσουν πολλαπλασιαστικά οφέλη για την ελληνική οικονομία. Η προώθηση συνεργειών και συνεργασιών, μπορεί να επιχειρηθεί ακόμη και σε επίπεδο Δήμων με τους οποίους συνδέονται αυτοί οι Έλληνες της Διασποράς, ώστε να ενισχυθούν έτι περαιτέρω οι τοπικές κοινότητες. Όλες αυτές οι δράσεις δεν απαιτούν τη φυσική παρουσία της Διασποράς, καθώς οι νεές τεχνολογίες διευκολύνουν την επικοινωνία με τα μέλη της ανά τον κόσμο (διαδικτυακά ακαδημαϊκά και επιχειρηματικά συνέδρια, fora, «κλειστές συζητήσεις» κλπ.).
Παράλληλα, δεν θα πρέπει να εγκαταλειφθούν οι προσπάθειες έστω και μερικού επαναπατρισμού –ακόμη και περιοδικού- αυτών των «εγκεφάλων» που έχουν αφήσει τη χώρα μας, μέσω παροχής οικονομικών, ακαδημαϊκών και άλλων κινήτρων. Τέλος, η ενίσχυση των θεσμικών οργάνων που θα συνδέουν τη Διασπορά με την ελληνική πολιτεία και τα παραγωγικά Υπουργεία της είναι μεν απαραίτητη, αλλά θα πρέπει να πραγματοποιηθεί μέσα στα πλαίσια της διευκόλυνσης και όχι του έντονου παρεμβατισμού που συχνά περιορίζει τη δυναμική των ιδιωτικών πρωτοβουλιών.
Εν κατακλείδι, αυτός ο συνδυασμός τοπικότητας και παγκοσμιότητας, παντρεύει την παράδοση, την ευελιξία και την αυτονομία της κοινότητας, με τη διάχυση, την αλληλεπίδραση και τις πολλαπλές ευκαιρίες που παρουσιάζει η δικτυακή εξάπλωση. Άλλωστε -για να θυμηθούμε και τον Οδυσσέα Ελύτη- ο ελληνισμός υπήρξε πάντοτε ιστορικά «αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας»…
* Ο Μιχάλης Διακαντώνης είναι οικονομολόγος και διεθνολόγος.