Κινέζοι δάσκαλοι και καθηγητές υποχρεώνονται να παρακολουθήσουν σεμινάρια, προκειμένου να ενημερωθούν «σωστά» για τις ευθύνες της Δύσης – του ΝΑΤΟ και πρωτίστως των ΗΠΑ – για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Μαθητές και φοιτητές παροτρύνονται να καρφώνουν τους εκπαιδευτικούς που εκφράζουν απόψεις διαφορετικές από την επίσημη γραμμή του κράτους. Ασφυκτικός έλεγχος επί της πληροφόρησης και χαφιεδισμός μαοϊκού τύπου που παραπέμπουν στην Πολιτιστική Επανάσταση (1966-1976).
Τα ΜΜΕ ανακυκλώνουν άκριτα την ρωσική προπαγάνδα και αποσιωπούν συστηματικά τα ρεπορτάζ των δυτικών πρακτορείων ειδήσεων. Εκατοντάδες εκατομμύρια χρήστες των αυστηρά ελεγχόμενων μέσων κοινωνικής δικτύωσης χύνουν δηλητήριο για την Δύση και χαιρετίζουν την απόφαση του Πούτιν να ξεκινήσει την «ειδική επιχείρηση αποναζιστικοποίησης της Ουκρανίας». Η αντιδυτική υστερία στην Κίνα έχει προσλάβει τέτοιες διαστάσεις που οι αρχές έχουν απαγορεύσει την προβολή ποδοσφαιρικών αγώνων της αγγλικής Premier League, καθώς η Βρετανία - μαζί με πολλές άλλες χώρες - βρίσκεται στην «λάθος πλευρά της ιστορίας».
Ταυτόχρονα, όμως, παρά τον πολιτικό και ιδεολογικό εναγκαλισμό Πεκίνου - Μόσχας, η Κίνα δεν επιθυμεί μια κατά μέτωπον σύγκρουση με την Δύση - κυρίως για οικονομικούς λόγους. Η ομοβροντία δυτικών κυρώσεων στην Ρωσία έχει θορυβήσει το Πεκίνο που βλέπει ότι η «παρακμάζουσα Δύση» - κατά την πεποίθηση πολλών Κινέζων αξιωματούχων - διατηρεί ισχυρά όπλα και είναι ικανή να επιβάλει πολύ υψηλό κόστος σε αντιπάλους. Η Κίνα αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι επαρκώς θωρακισμένη έναντι κυρώσεων και ανησυχεί για τρωτά σημεία της οικονομίας της. Π.χ. σε περίπτωση που παράσχει στρατιωτική βοήθεια στην Ρωσία και υποστεί κυρώσεις, δεν θα ήθελε να δει τρία τρισ. δολάρια, 20% του ΑΕΠ της, μπλοκαρισμένα σε διάφορες τράπεζες του εξωτερικού. Ούτε έχει την πολυτέλεια να μειώσει απότομα το εμπόριό της με την Δύση, το οποίο είναι ασύγκριτα μεγαλύτερο απ’ό,τι με την Ρωσία.
Οι ανησυχίες των κινεζικών αρχών εντείνονται έτι περισσότερο από την εξάρτηση της κινεζικής οικονομίας από εισαγωγές ενεργειακών πόρων. Εκτιμάται πως οι αναταράξεις που προκαλεί ο πόλεμος στην Ουκρανία και η άνοδος των διεθνών τιμών πρώτων υλών θα αφαιρέσουν τουλάχιστον μια μονάδα από τον ρυθμό μεγέθυνσης του κινεζικού ΑΕΠ φέτος. Αυτό και μόνο καθιστά τις παρατεταμένες εχθροπραξίες στην Ουκρανία μια εξέλιξη ανεπιθύμητη για το Πεκίνο.
Απόλυτη προτεραιότητα η οικονομική ανάπτυξη
Είναι ολοφάνερη η αντίφαση ανάμεσα στην πολιτική επιλογή για «άνευ ορίων» συνεργασία του Πεκίνου με την Μόσχα στην σταυροφορία κατά της Δύσης και, ταυτόχρονα, τους καταναγκασμούς που απορρέουν από την ενσωμάτωση της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία και την εξάρτησή της από τις διεθνείς αγορές. Κι αυτό διότι η οικονομική ανάπτυξη αποτελεί την μοναδική πηγή νομιμοποίησης της μη εκλεγμένης κομμουνιστικής ηγεσίας. Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας έχει οικοδομηθεί στην βάση ενός άτυπου κοινωνικού συμβολαίου ανάμεσα στο κόμμα - κράτος και τους πολίτες: εφόσον το κομμουνιστικό κόμμα εξασφαλίζει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, οι πολίτες δεν αμφισβητούν την εξουσία του.
Εδώ ισχύει η γνωστή παρομοίωση με τον ποδηλάτη, ο οποίος πρέπει να βρίσκεται σε συνεχή κίνηση, για να μην πέσει. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ) είναι υποχρεωμένο να εξασφαλίζει αδιατάρακτα υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, προκειμένου να διατηρηθεί στην εξουσία. Εξ ου και οι «ορθοπεταλιές» με υπερβολικά φιλόδοξους αναπτυξιακούς στόχους, ώστε η κινεζική ηγεσία να ισχυριστεί πως συνεχίζεται απρόσκοπτα η “ασταμάτητη άνοδος της Κίνας” (China’s unstoppable rise).
Ωστόσο, οι Κινέζοι ιθύνοντες βλέπουν πολύ καθαρά τα σύννεφα που έχουν μαζευτεί πάνω από την εθνική οικονομία. Η Κίνα έχει αποχωριστεί - ανεπιστρεπτί πλέον - τους διψήφιους ρυθμούς μεγέθυνσης. Ο στόχος του «περίπου 5,5%» που ετέθη για το 2022, κρίνεται από πολλούς αναλυτές ως μη ρεαλιστικός και προϊόν ευσεβών πόθων. Πρώτον, διότι η επίτευξή του μέσω κρατικών επιδοτήσεων θα έχει πολύ υψηλό δημοσιονομικό κόστος, δηλ. πρόσθετο χρέος που ήδη δημιουργεί σοβαρές παρενέργειες. Δεύτερον, γιατί ακόμη κι αν στο τέλος του έτους ανακοινωθεί - για προφανείς πολιτικούς λόγους - ότι ο στόχος αυτός επετεύχθη, υπάρχουν βάσιμες υποψίες για συστηματικές λαθροχειρίες στα επίσημα στατιστικά στοιχεία που δημοσιεύουν οι κινεζικές αρχές.
Η οικονομία, μέχρι πρότινος το κύριο ατού της Κίνας, καθίσταται ο μεγάλος πονοκέφαφος για την ηγεσία της χώρας. Κι αυτό δεν σχετίζεται μόνο με την zero-COVID στρατηγική της κινεζικής κυβέρνησης που οδηγεί σε εκτεταταμένα lockdowns σε μεγάλα αστικά κέντρα, όπως εφαρμόζονται αυτές τις μέρες στην Σαγκάη, το Σενζέν κι αλλού. Πρόκειται για βαθιά ριζωμένα, δομικά, προβλήματα του μέχρι τούδε κινεζικού μοντέλου ανάπτυξης που έχει πλέον απαξιωθεί.
Δομικά προβλήματα της κινεζικής οικονομίας
Η απογραφή που διενεργήθηκε το 2020 ανέδειξε το οξύ δημογραφικο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Κίνα λόγω της πολυετούς «πολιτικής του ενός παιδιού» και υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι έχει ξεκινήσει η συρρίκνωση του κινεζικού πληθυσμού. Τεράστια πρόκληση αποτελεί και το επερχόμενο τσουνάμι των μελλοντικών συνταξιούχων που θα ασκήσει αφόρητες πιέσεις στο υπανάπτυκτο κοινωνικό κράτος της Κίνας.
Αλλά ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα από την γήρανση είναι η χαμηλή επαγγελματική κατάρτιση εκατοντάδων εκατομμυρίων εργαζομένων στην χώρα, οι οποίοι δυσκολεύονται να «αφομοιώσουν» την προϊουσα αναβάθμιση του τεχνολογικού οπλοστασίου της οικονομίας. Η Κίνα έχει 9 εκατ. αποφοίτους ΑΕΙ κάθε χρόνο, αλλά αυτό δεν αντισταθμίζει το γεγονός ότι μόλις το 15% των εργαζομένων στην χώρα έχει απολυτήριο λυκείου.
Επιπροσθέτως, παρά την αλματώδη ανάπτυξή της τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, η Κίνα παραμένει εξαρτημένη από δυτικές τεχνολογίες. Λόγου χάρη, στους ημιαγωγούς η γιγαντιαία κινεζική επιχείρηση SMIC δεν έχει κατορθώσει, παρά τις κρατικές επιδοτήσεις, να “κατέβει” κάτω απο τα 10 νανόμετρα, όταν στην Ταϊβάν η παγκόσμια ηγέτιδα TSMC ήδη κατασκευάζει μικροτσίπ 3 νανομέτρων. Ούτε βοηθάει το γεγονός ότι από τα τέλη του 2020 οι κινεζικές αρχές έχουν επιδοθεί σε ευρεία καμπάνια κατά των ιδιωτικών ομίλων υψηλής τεχνολογίας, όπως είναι η Alibaba, η Tencent, η DiDi, κ.ά.
Υπό την ηγεσία του Σι Τζινπίνγκ ευνοούνται παντοιοτρόπως οι μεγάλες κρατικές επιχειρήσεις, ενώ εκτιμάται ότι ο ιδιωτικός τομέας συμβάλλει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό στην προώθηση της καινοτομίας στην οικονομία. Ως αποτέλεσμα, στην Κίνα μπορεί να αντιστοιχεί το 40% περίπου των ευρεσιτεχνιών (patents) που κατοχυρώνονται παγκοσμίως, αλλά η εμπορική αξία τους είναι πολύ περιορισμένη, καθώς συχνά πρόκειται για απλή προσαρμογή δυτικών προτύπων (imitation) παρά για την ανακάλυψη νέων τεχνολογιών (innovation). Συνεπώς, η Κίνα απέχει πολύ ακόμη από την τεχνολογική αυτάρκεια που έχει θέσει ως στρατηγικό στόχο τo κόμμα-κράτος.
Αυτοί οι παράγοντες, μεταξύ άλλων, εξηγούν την μειούμενη συνολική παραγωγικότητα στην Κίνα (Total Factor Productivity – TFP). Πρόκειται για έναν σύνθετο δείκτη που αποτυπώνει την ορθολογική αξιοποίηση φυσικών και ανθρωπίνων πόρων, τις τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται στην παραγωγική διαδικασία, την εισαγωγή καινοτόμων πρακτικών, κ.λπ.
Πέρασε η εποχή των παχέων αγελάδων
Βασικό γνώρισμα του αναπτυξιακού μοντέλου της Κίνας επί μακρόν υπήρξε η επένδυση σε πολλά φαραωνικά έργα, όπως π.χ. στον τομέα των ακινήτων. Ως αποτέλεσμα της φούσκας που έχει δημιουργηθεί, έως και το εν πέμπτον όλων των διαμερισμάτων και επαγγελματικών χώρων στην Κίνα παραμένει αχρησιμοποίητο - καταγράφονται, μάλιστα, περιπτώσεις μαζικής κατεδάφισης πολυκατοικιών που δεν δικαιολογούν την ύπαρξή τους. Τα κεφάλαια που έχουν επενδυθεί σ'αυτόν τον τομέα αντιστοιχούν στο 29% του ΑΕΠ της χώρας και εκτιμάται πως περίπου 80% του οικογενειακού εισοδήματος των Κινέζων είναι δεσμευμένο σε ακίνητα. Η de facto χρεοκοπία του ομίλου Evergrande και πολλών άλλων κατασκευαστικών εταρειών έχει προκαλέσει αναταραχές, καθώς εκατομμύρια πολίτες φοβούνται πως θα χάσουν τα χρήματά τους. Είναι προφανής, λοιπόν, η πολιτική βαρύτητα αυτής της κρίσης που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι κινεζικές αρχές.
Αλλά η κατασπατάληση πόρων δεν περιορίζεται μόνο στον τομέα των ακινήτων. Υπάρχουν πολλά έργα - βιτρίνας, όπως είναι το εκτενές σιδηροδρομικό δίκτυο υψηλής ταχύτητας που είναι αντικείμενο αυξανόμενης κριτικής για την μη αποδοτικότητά του (στο μισό της αντίστοιχης αποδοτικότητας των τραίνων Shinkansen της Ιαπωνίας) σε σύγκριση με το ιλιγγιώδες κόστος κατασκευής και συντήρησής του. Το 2020 το χρέος του κρατικού οργανισμού σιδηροδρόμων ανήλθε σε 850 δισ. δολάρια ή περίπου 6% του συνολικού ΑΕΠ της Κίνας εκείνη την χρονιά.
Ταυτόχρονα, παρά τις τεράστιες επενδύσεις σε υποδομές και παρά το περί του αντιθέτου διθυραμβικό αφήγημα των αρχών, η φτώχεια επιμένει. Σημειώνεται ότι τα - κατ’εκτίμηση - 290 εκατ. εργαζόμενοι (migrant workers) από την αγροτική ύπαιθρο που ζουν σε άθλιες συνθήκες στα αστικά κέντρα δεν καταγράφονται, ώστε τα επίσημα ποσοστά ανεργίας να μην δημιουργούν αρνητικές εντυπώσεις.
Η Δαμόκλειος σπάθη των κυρώσεων
Είναι φανερό ότι η κινεζική ηγεσία βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα παρωχημένο οικονομικό μοντέλο, το οποίο συσσωρεύει συνεχώς αυξανόμενα χρέη, χωρίς να εξασφαλίζει απαραίτητα την επίλυση οξυμένων κοινωνικών προβλημάτων. Οι δε φιλόδοξοι στόχοι για μετάβαση σ’ένα σύγχρονο αναπτυξιακό πρότυπο σκοντάφτουν είτε στις ιδεοληψίες του κόμματος-κράτους, είτε στην αντικειμενική δυσκολία να αλλάξει ρότα απότομα το τεράστιο πλοίο της κινεζικής οικονομίας.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η συνεχιζόμενη οικονομική μεγέθυνση και η κοινωνική σταθερότητα αποτελούν ύψιστες προτεραιότητες της κινεζικής ηγεσίας το 2022. Οι εσωτερικές προκλήσεις εξηγούν γιατί το φετινο σχέδιο ανάπτυξης της Κίνας προβλέπει ξανά μεγάλες δημόσιες επενδύσεις σε έργα υποδομής, προκειμένου το ποδήλατο να συνεχίσει να κινείται και η ανεργία να παραμείνει σε - έστω ονομαστικά - χαμηλά επίπεδα, προκειμένου ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ να επανεκλεγεί θριαμβευτικά για τρίτη φορά στο 20ό συνέδριο του ΚΚΚ το ερχόμενο φθινόπωρο.
Η συγκρουσιακή ρητορεία των κινεζικών αρχών για την Δυση, τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και σε διεθνή φόρα, εξυπηρετεί προφανείς πολιτικές σκοπιμότητες. Παρ’όλα αυτά, το Πεκίνο δεν μπορεί παρά να λάβει σοβαρά υπόψη του τις δυτικές προειδοποιήσεις. Τα μηνύματα του Αμερικανού προέδρου Μπάιντεν, αλλά και των Ευρωπαίων αξιωματούχων κατά την προχθεσινή σύνοδο κορυφής ΕΕ-Κίνας, είναι σαφέστατα και δεν επιδέχονται παρερμηνείας. Η Κίνα γνωρίζει ότι, αν αποφασίσει να παράσχει στρατιωτική βοήθεια στην Ρωσία, κινδυνεύει να υποστεί κυρώσεις που θα δυσχεράνουν την αντιμετώπιση σοβαρων εσωτερικών προκλήσεων. Εάν επικρατήσει ο γνωστός πραγματισμός των Κινέζων, όλα δείχνουν ότι - στην παρούσα φάση τουλάχιστον - ο αντιδυτικός οίστρος του Πεκίνου λίγη σχέση έχει με τις πραγματικές δυνατότητες της Κίνας να συγκρουστεί με την Δύση.
* Ο Πλάμεν Τόντσεφ είναι επικεφαλής του Τμήματος Ασιατικών Σπουδών στο Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων