Η πρώτη «βάση δεδομένων» είναι πρόσφατη και προέρχεται από το ΑΣΕΠ: Προκηρύχθηκαν 410 θέσεις πτυχιούχων για πρόσληψη δικαστικών γραμματέων. Εμφανίστηκαν… πολλές δεκάδες χιλιάδες υποψηφίων.
Η συντριπτική πλειονότης τους –σε μια χώρα όπου το μόνο τυπικό προσόν για την απόκτηση της ιδιότητας του δικαστικού λειτουργού είναι η κατοχή πτυχίου νομικής- με μεταπτυχιακούς τίτλους… Και, το πιο εκπληκτικό ίσως, μεταξύ των υποψηφίων υπήρχαν περισσότεροι των …4000 (ολογράφως: των τεσσάρων χιλιάδων) διδάκτορες!
Στη συνέχεια το ΑΣΕΠ χρειάστηκε αναπόφευκτα να κρίνει αν κάποια διδακτορικά, πχ, εγκληματολογίας, είναι συναφή προς το αντικείμενο των προκηρυχθεισών θέσεων, με αποτέλεσμα να γίνουν από τους θιγόμενους ή τους ενδιαφερόμενους δικαστικές προσφυγές για το θέμα.
Και δευτεροβάθμιο –έστω βραχυπρόθεσμο- αποτέλεσμα, οι προκηρύξεις αυτών των θέσεων, αντί να συμβάλλουν στη ελάφρυνση του εργασιακού φόρτου των δικαστηρίων, να προσθέτουν κι άλλο. (Αφήνω στην κρίση του καθενός το γιατί έχει τόση ελκυστικότητα το συγκεκριμένο επάγγελμα.
Κάτι οι –συχνά αυτοεπιδικαζόμενες- απολαβές των δικαστικών λειτουργών, οι οποίες σε κάποιο βαθμό αποτελούν βάση αν όχι για να συμπαρασύρουν αυτόματα πάντως για να επηρεάσουν και τις αντίστοιχες των γραμματέων… Κάτι που τη βασική δραστηριότητά τους –την απομαγνητοφώνηση πρακτικών- στον ιδιωτικό τομέα την επιτελούν εν πολλοίς απόφοιτοι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης…).
Η δεύτερη «βάση δεδομένων» είναι παλαιότερη και προέρχεται από τα προσωπικά μου βιώματα: Πριν από αρκετά χρόνια, ίσως πλέον και δεκαετίες γιατί δυστυχώς time flies, το Πάντειο Πανεπιστήμιο μου ανέθεσε την εισήγηση για επιλογή ενός διδασκάλου –δηλαδή υπήρχε μια προς πλήρωση θέση- της γαλλικής γλώσσας.
Τυπικό προαπαιτούμενο ήταν η κατοχή πανεπιστημιακού πτυχίου γαλλικής φιλολογίας. Προσήλθαν 61 υποψήφιοι. Οι 31 ήταν κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος (έχω ακόμη σπίτι μου κάποια από τα διδακτορικά τους). Οι 27, ασφαλώς κομμένοι από χέρι, κατείχαν «απλώς» μεταπτυχιακό, ένας παρουσίασε απ’ ό,τι θυμάμαι κάτι απροσδιόριστο και μόνο δύο είχαν το ελάχιστο απαιτούμενο τυπικό προσόν. Όλα αυτά για να διδάξουν σε αρχάριους στη γλώσσα το je parle, tu parles , nous parlons ή τα accords de participe…
Τα προαναφερόμενα γεγονότα δεν θα με οδηγήσουν, ωστόσο, αβασάνιστα στο συμπέρασμα περί αντιπαραγωγικού πληθωρισμού πτυχίων στη χώρα μας και περί ανορθολογικού προσανατολισμού των σπουδών.
Δεν θα εστιάσω καν σε αυτό που απασχολούσε ήδη τον Ελευθέριο Βενιζέλο, από κάποια στιγμή και τον Γεώργιο Παπανδρέου (τον πατέρα του πολιτικού που δεσμευόταν πως θα καταργήσει τις εισαγωγικές για τα ελληνικά πανεπιστήμια, κερδίζοντας δι’ αυτού του τρόπου χιλιάδες ψήφους), σε σχέση με την ανάγκη προσανατολισμού των νέων προς πλέον πρακτικές κατευθύνσεις και εξειδικεύσεις, κάτι που ο μέγας Κρητικός έβλεπε σαν προϋπόθεση, προκειμένου να δοθεί αναπτυξιακή ώθηση στον τόπο.
Θα πω μόνο, με βάση τη μακρά επαγγελματική και κοινωνική εμπειρία μου, ότι δεν έχω συναντήσει πιο αντιπαραγωγικούς για να μην πω πιο «άχρηστους» ανθρώπους από τους επιφορτισμένους με παραγωγή έργου για το οποίο θεωρούν εαυτούς υπερπροσοντούχους/overqualified…
Ειδικά δε όσον αφορά το θέμα που απετέλεσε το αρχικό έναυσμα και την αφετηρία για την παρέμβαση αυτή, αν είχα την αρμοδιότητα να καθορίσω το προσοντολόγιο για την πρόσληψη δικαστικών γραμματέων, προφανώς θα έβαζα εντός τους αποφοίτους κλασσικής φιλολογίας όπως και νεοελληνικών σποδών.
Μάλλον και τους αντίστοιχους των μεταφραστικών σχολών, αφού τα εφόδιά τους μάλλον θα αποτελούσαν τεκμήριο επαρκούς γνώσης και χρήσης της ελληνικής γλώσσας. Δεν είμαι απόλυτα σίγουρος αν θα έκανα το ίδιο με τους πτυχιούχους, άρα και τους μεταπτυχιακούς ή τους διδάκτορες, της νομικής. Η επιφύλαξη ή η αμφιταλάντευσή μου θα βασιζόταν στον φόβο ότι, με όλο το ενδιαφέρον και την προσοχή τους προσανατολισμένα στην αναζήτηση κάποιας ευκαιρίας για μετακίνησή τους στο δικαστικό σώμα, ίσως δεν επιτελούσαν τα καθήκοντά τους με το ζήλο και την αφοσίωση που αυτά θα απαιτούσαν…