Γενικά μιλώντας ο δημόσιος λόγος στη χώρα μας είναι πλούσιος έως πληθωρικός. Οι δημόσιοι άνδρες, τα δημόσια πρόσωπα ευρύτερα -αφού το «δημόσιες γυναίκες» υποδηλώνει άλλο σημαινόμενο- ερωτώνται περίπου για τα πάντα.
Παρά ταύτα υπάρχουν ερωτήσεις κάποιου είδους που ουδέποτε γίνονται. Ποιες είναι αυτές; Επειδή τίποτε δεν αντικαθιστά τη δύναμη του παραδείγματος, ας μου επιτραπεί να αναφερθώ παραδειγματικά σε κάποιες ερωτήσεις μηδέποτε γενόμενες…
Ερωτήθηκε ποτέ ο σημερινός πρωθυπουργός ποια λογική υπηρετούσε -σε μια περίοδο όπου αλλεπάλληλες κρίσεις (οικονομικής ύφεσης, υγειονομικού χαρακτήρα, πλέον και πολεμικές) έχουν βάναυσα και μετωπικά πλήξει τους αγωνιστές της ελεύθερης αγοράς- η «προτεραιοποίηση» της πλήρους φοροαπαλλαγής της ενδοοικογενειακής μεταβίβασης πραγματικά μεγάλων περιουσιών;
Η οποία, εκτός των άλλων, εμποδίζει και την κοινωνική κινητικότητα, «βιδώνοντας» στην κορυφή της κοινωνικοοικονομικής ιεραρχίας περισσότερο ίσως και από την παροχή προνομιακής παιδείας, που λειτουργεί ως παράλληλο κληρονομικό δίκαιο- τους, όχι σπάνια ανάξιους ή ατάλαντους, γόνους εκείνων που κάποτε κατάφεραν να αναρριχηθούν σε αυτήν…
(Αυτό, αντίθετα, που ο κάθε πρωθυπουργός διαρκώς ερωτάται είναι πότε θα γίνουν εκλογές. Αλλά ο συγκεκριμένος νομίζω πως σύντομα θα στερηθεί και αυτής της ερώτησης: Είμαι σχεδόν σίγουρος πως, υπό τα νέα δεδομένα, θα τις προκηρύξει για πριν από το καλοκαίρι…).
Ζητήθηκε επίσης ποτέ από τον σημερινό αρχηγό της μείζονος αντιπολίτευσης να αξιολογήσει ηθικά την προώθηση ενός νόμου που δίνει, άνευ οιασδήποτε αξιολογήσεως, θέση αυτονόμως διδάσκοντος σε πανεπιστήμιο ακόμη και διοικητικών υπαλλήλων που είχαν –κάποιο, στοιχειωδώς σοβαρό ή όχι, άγνωστο καθότι αναξιολόγητο ευρύτερα- διδακτορικό, ακόμη και αν είναι διδακτορικό της πλάκας;
Ρύθμιση από την οποία επωφελήθηκε πρώτη η σύνευνος εκείνου που, ως πρωθυπουργός, δρομολόγησε τη σχετική νομοθετική ρύθμιση…
Σε ηγέτη του ΚΚΕ, σημερινό ή παλιό, ζητήθηκε ποτέ να εξηγήσει τι δίνει το ηθικό δικαίωμα αποκλειστικά και μόνο στο συγκεκριμένο κόμμα να διαχειρίζεται κρατικό χρήμα, ολοσχερώς χωρίς έλεγχο από τους δημόσιους θεσμούς, άρα και χωρίς λογοδοσία; Ή, επίσης, για το αν ένα κόμμα –παγίως αυτοεμφανιζόμενο ως το κόμμα του λαού και της προάσπισης των συμφερόντων του- θεωρεί ηλίθιο τον λαό, ο οποίος «προικοδοτεί» με ελάχιστα εκλογικά ποσοστά το εν λόγω Κόμμα (που, «μόνο αυτό», τον υπηρετεί ειλικρινώς και ανιδιοτελώς);
Ποιος ακόμη ρώτησε τον Σαμαρά για την υπονόμευση –και- του σημερινού πρωθυπουργού της παράταξής του, δια της απερίφραστης καταγγελίας των ελληνοτουρκικών συνομιλιών, (αφού «με πειρατές δεν συνομιλείς»);
Ποιος, τέλος, έθεσε ποτέ θέμα σε Έλληνα υπουργό Δικαιοσύνης για τα διαχρονικώς συμβαίνοντα στον «άμωμο και άσπιλο» χώρο της ευθύνης του; Και δεν εννοώ τα διαπραχθέντα από τη γένους θηλυκού αγία τριάδα του κλάδου, τη Δημητρίου (με την ειδική ευαισθησία για τα «εγκλήματα» του Ανδρέα Γεωργίου), την εντεταλμένη με την καταπολέμηση του βρώμικου χρήματος Ζαΐρη (η οποία βρήκε σε τόσο πολλούς πολιτικούς αντίπαλους -των τότε κρατούντων- λόγους να τους ελέγξει) και τη Θάνου (η οποία…, η οποία…, η οποία…, εντάξει άρθρο γράφω, όχι σύγγραμμα).
Εννοώ τον έλεγχο που οι υπουργοί αυτοί ΔΕΝ άσκησαν ή δεν ζήτησαν να ασκηθεί για τις εκατοντάδες περιπτώσεις δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι δεν υπέβαλαν δήλωση «πόθεν έσχες» -τυπικό αδίκημα που οδήγησε κοινούς ανθρώπους σε εξοντωτικά σκληρές τιμωρίες- με τις υποθέσεις των «τηβενοφόρων που λησμόνησαν ή …αγνοούσαν τη νομική υποχρέωσή τους» (το τελευταίο, περί αγνοίας ήταν το επιχείρημα των συνδικαλιστών του κλάδου) να αφήνονται, όλες ανεξαιρέτως, να οδηγηθούν στην παραγραφή…
Θα μπορούσα να γεμίσω αναρίθμητες σελίδες με «αδιάκριτες» ερωτήσεις που δεν υπεβλήθησαν, δύσκολα –για τους κρινόμενους- σχόλια που δεν έγιναν ή στοιχεία που δεν αναδείχτηκαν. Θα περιοριστώ, ωστόσο, στο πασιφανές: Παρ’ ημίν δεν είναι λίγα όσα, βάσει άγραφου κανόνος, δεν ερωτώνται, όσα παρασιωπώνται, όσα παραμένουν αιδημόνως ασχολίαστα…