Από το ξεκίνημα της φοιτητικής μου ζωής και αφού είχα επιλέξει την επιστήμη της εγκληματολογίας, ένα ερώτημα με βασάνιζε: “Ποια η πρακτική εφαρμογή όσων διδασκόμαστε”
Οι κοινωνικές επιστήμες είχαν πάντα έτσι κ αλλιώς μια παράξενη «ρετσινιά». Πολλοί στο παρελθόν (λιγότεροι στο παρόν) απέρριπταν τις προσεγγίσεις των κοινωνικών επιστημών ως «θεωρίες» που δεν είχαν αντίκρισμα στον «πραγματικό κόσμο». Στo ερώτημα αυτό έδωσαν απάντηση μια και καλή οι επιστήμονες του χώρου, κυρίως από τις ΗΠΑ.
Όταν ξεκίνησε στην Αμερική να εφαρμόζεται η έννοια της χαρτογράφησης της εγκληματικότητας (crime mapping) δόθηκε η δυνατότητα στις αρχές ασφαλείας να εντοπίζουν γεωγραφικά τα προβληματικά από άποψη εγκληματικότητας σημεία μιας πόλης ή και μιας χώρας και να αναδιατάσσουν τις δυνάμεις τους, πετυχαίνοντας θαύματα.
Δε θα ξεχάσω ποτέ, έναν από τους πρωτοπόρους του χώρου της χαρτογράφησης, τον εγκληματολόγο Richard Block στο Σικάγο του οποίου είχα την τιμή να υπάρξω φοιτητής. Με δικές του έρευνες και υποδείξεις η αστυνομία του Σικάγο μείωσε την εγκληματικότητα ιδίως στους σταθμούς του μετρό κατά 70%!
Τότε αναβαθμίστηκαν οι κοινωνικές επιστήμες, διότι διαπιστώθηκε, ότι έχουν πρακτική διάσταση και μπορούν να βοηθήσουν στην επίλυση σημαντικών κοινωνικών προβλημάτων. Έτσι και αλλιώς, οι κοινωνικές επιστήμες αυτό έκαναν πάντα. Προσπαθούσαν να τεκμηριώσουν επιστημονικά, αν όλα όσα πιστεύει η κοινωνία με την μορφή στερεοτύπων ή παραδόσεων ισχύουν πραγματικά.
Όλες αυτές οι σκέψεις μου ήλθαν στο μυαλό με τις νέες αλλαγές στον ποινικό κώδικα και στο επιχειρησιακό δόγμα στην Ελληνική αστυνομία. Ας ξεκινήσουμε με κάποιες απαραίτητες διευκρινήσεις, που άπτονται της στερεοτυπικής άποψης που έχει η κοινωνία σχετικά με τον ρόλο της αστυνομίας.
Το έγκλημα είναι φαινόμενο κοινωνικό και όχι αστυνομικό.
Οι γενεσιουργές αιτίες της εγκληματικότητας άπτονται μιας σειράς κοινωνικών παραμέτρων, οι οποίες εκτείνονται από τον αξιακό κώδικα που λαμβάνει κανείς από την οικογένεια του, μέχρι τις κοινωνικές συναναστροφές, του δεσμούς που έχει κάποιος με την κοινωνία και εκτείνονται μέχρι τον χώρο της ψυχιατρικής.
Η αστυνομία ως θεσμός δε μπορεί να παρέμβει σε κανέναν από αυτούς τους παράγοντες που «γεννούν» εγκληματικότητα.Με αυτή την έννοια λοιπόν, η αστυνομία σε αντίθεση με όσα πιστεύει ο μέσος άνθρωπος, δε μπορεί να δράσει προληπτικά απέναντι στην εγκληματικότητα. Προσοχή. Δεν εννοώ, ότι δε μπορεί να προλάβει την εκδήλωση του εγκλήματος. Μπορεί και αυτό κάνει.
Η πρόληψη όμως αυτή είναι πρόληψη της μετουσίωσης μιας εγκληματικής ιδέας σε πράξη. Είναι πρόληψη σε επίπεδο συγκυρίας, αυτό που στις ΗΠΑ λένε situational crime prevention.
Μέσω πληροφοριών και συλλογής στοιχείων ( intelligence and evidence based policing) η αστυνομία δρα προληπτικά στην τέλεση του εγκλήματος, όπως και όποτε είναι δυνατόν.Ως θεσμός όμως δε μπορεί, να επηρεάσει τις κοινωνικές συνθήκες που οδηγούν στην εγκληματογένεση.
Το είχε εκφράσει άλλωστε με τρόπο εκπληκτικό ο αείμνηστος Διονύσης Παπαγιαννόπουλος στο ρόλο του υπομοίραρχου στη ταινία «Η Βίλα των οργίων». Η κοινωνία είναι σαν πιατέλα που φουρνίζει συνεχώς μεζέδες ( εγκληματίες) Δουλειά μας είναι να τους….τσιμπάμε».
Είναι λοιπόν αφελές, να μην ασχολούμαστε με τον κατασταλτικό χαρακτήρα της αστυνομίας, που αποτελεί και το κύριο στοιχείο αξιολόγησης του αστυνομικού έργου από την κοινωνία. Η καταστολή έχει λοιδορηθεί πολύ αλλά εξακολουθεί να είναι προτεραιότητα και απαραίτητη συνθήκη για την κοινωνική ειρήνη.
Είναι σαφές, ότι το νέο αστυνομικό δόγμα έχει ήδη αποτελέσματα. Η αστυνομία αποφάσισε, ότι η ασφάλεια των πολιτών είναι προτεραιότητα και το δηλώνει με τρόπο εμφατικό.
Δηλώνει απερίφραστα, ότι δε θα σταματά την καταδίωξη επικίνδυνων κακοποιών. Περνά δηλαδή το μήνυμα στο χώρο της παρανομίας και του περιθωρίου, ότι δεν συμβιβάζεται με την παραβατική συμπεριφορά και δεν την ανέχεται.
Όσοι δηλαδή περίμεναν (ή και ήλπιζαν…), ότι η αστυνομία θα αυτό-ευνουχιστεί, τους περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη…
Επίσης, επανεκπαιδεύει τα στελέχη της. Η γενναία αυτή πολιτική απόφαση δείχνει, ότι κάτι αλλάζει στις πολιτικές πρακτικές της χώρας στα σώματα ασφαλείας.
Η παραδοχή λαθών και ελλείψεων και η λήψη μέτρων για την βελτίωση του επιχειρησιακού έργου της αστυνομίας καταδεικνύει διάθεση για να παραχθούν αποτελέσματα.
Οι εποχές που οι πολιτικοί έκλειναν τα μάτια μπροστά στα προβλήματα για να μη χρεωθούν το πολιτικό κόστος, προφανώς πέρασε ανεπιστρεπτί και αυτή η κυβέρνηση προσωποποιεί την παλλαϊκή απαίτηση για αποτελέσματα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Η άλλη παράμετρος είναι αυτή της δικαστικής αντιμετώπισης των παρανόμων. Βάζοντας την πολιτική της σφραγίδα η κυβέρνηση έκανε το αυτονόητο, το οποίο όμως ήταν ζητούμενο.
Κατέστησε την κατοχή μολότοφ κακούργημα. Παρά τις αιτιάσεις τις αντιπολίτευσης με το στρεβλό σκεπτικό ότι «όποιος κατέχει μολότοφ δε σημαίνει, ότι επιθυμεί να τη χρησιμοποιήσει». Μέρες που είναι μάλλον επιθυμεί να την τοποθετήσει δίπλα στη φάτνη, κάτω από το χριστουγεννιάτικο δένδρο, προφανώς..
Τι παρατηρούμε λοιπόν;
Από πλευράς συντεταγμένης Πολιτείας έγιναν κινήσεις ουσιαστικές και απλές.Κινήσεις που ήταν μεν στα πλαίσια της αυτονόητης διαδικασίας, που όμως εκκρεμούσαν πολύ καιρό σε αυτό τον τόπο.Αποτέλεσμα; Ευταξία και ηρεμία σε δυο εκδηλώσεις, οι οποίες κάθε χρόνο ταλάνιζαν την καθημερινότητα της πρωτεύουσας.
Στο Πολυτεχνείο και στην επέτειο της δολοφονίας Γρηγορόπουλου είχαμε ειρηνικές πορείες και ελάχιστα συμβάντα.Η αστυνομία επικεντρώθηκε στον ρόλο της με τρόπο στιβαρό και αποφασιστικό και λειτούργησε υποδειγματικά.
Η Πολιτεία χωρίς υπερβολές και εξάρσεις διατήρησε το ήπιο κλίμα.Ο επαγγελματισμός, η γνώση των συνθηκών και η αποφασιστικότητα υπερτερούν πάντα της καουμποϊλίδικης πρακτικής. Στην αστυνόμευση αλλά και σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής.
*Ο Κωνσταντίνος Δούβλης είναι εγκληματολόγος, διδάκτωρ κοινωνιολογίας της αστυνόμευσης.