Η «κατανόηση κειμένου» είναι από τα πλέον σημαντικά κριτήρια όταν θέλει ο δάσκαλος να αξιολογήσει τον μαθητή. Πρέπει να έχει καταλάβει τη λέξη, την πρόταση, τον συλλογισμό και το νόημα και, συχνά ακόμη δυσκολότερο, να μπορεί να εκφράσει, με δικές του λέξεις, τι κατάλαβε ο ίδιος και γιατί είναι σημαντικό για όλους εμάς. Καθηγητής στρατιωτικής ανώτατης σχολής σημείωνε ότι πρωτοετής φοιτητής του ζήτησε το νόημα της λέξης «απόβαση».
Πέρασα πάνω από τριάντα χρόνια στην ενημέρωση, τα περισσότερα από θέση ευθύνης, και νοιώθω την υποχρέωση να κάνω την αυτοκριτική μου για την οπισθοδρόμηση της απαραίτητης συμβολής της δημοσιογραφίας στα παραπάνω. Πιστεύω ότι και οι εκπαιδευτικοί, οι πολλοί και πολύ καλοί, θα νοιώθουν παρόμοια όταν αναλογίζονται γιατί η εκπαίδευση χωλαίνει διαρκώς. Γιατί όμως, είναι τόσο ανεύθυνοι οι συνδικαλιστές που τους εκπροσωπούν ώστε να φοβούνται την αυτοξιολόγηση του σχολείου «τους»;
Στην κατά PISA βαθμολογία, την πιο υπεύθυνη διεθνή κατάταξη των εκπαιδευτικών συστημάτων, η Ελλάδα, στην κατανόηση κειμένου, πήρε 457 μονάδες (το 2018), 30 μονάδες κάτω από τον μέσο όρο των 36 κρατών του ΟΟΣΑ. Το 2015 η αρνητική διαφορά μας ήταν 26 μονάδες και 10 μονάδες το 2009. Πάμε συνεχώς χειρότερα. Γι αυτό δεν αρέσει η κατάταξη αυτή στους ίδιους πάντα συνδικαλιστές, οι οποίοι είχαν ζητήσει, επί ΣΥΡΙΖΑ, να …απαγορευθεί η δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων του περίφημου αυτού διεθνούς διαγωνισμού.
Απίστευτο αλλά εξίσου πραγματικό με τα αποτελέσματα της PISA, η διδασκαλική ομοσπονδία (ΔΟΕ), πριν λίγες μέρες, διατύπωσε οδηγία, υποχρεωτικής εφαρμογής από τα μέλη της, σύμφωνα με την οποία, οι σύλλογοι διδασκόντων οφείλουν να γράψουν και να υπογράψουν ένα κείμενο, ίδιο και ενιαίο, «να το υιοθετήσουν αυτούσιο και χωρίς διαφοροποίηση» σύμφωνα με τις εντολές, για την κατάσταση, τα προβλήματα, τις ιδιαιτερότητες και τους στόχους βελτίωσης κάθε ενός από τα χιλιάδες σχολεία της πατρίδας.
Αντιλαμβάνομαι να επιδιώκουν την αποτυχία της light αξιολόγησης που ψήφισε η Βουλή. Αριστεροί, πασόκες και δεξιοί συνδικαλιστές θέλουν τους δασκάλους άβουλους και στοιχημένους στα κελεύσματά τους. Αλλά να τους ζητούν παρόμοιο εξευτελισμό; Δεν θα μπορούσα ποτέ να το σκεφτώ. Εξηγεί όμως γιατί δεν τα καταφέρνει η Παιδεία μας.
Αυτό που δεν φαίνεται να αντιλαμβάνονται οι συνδικαλιστές είναι πόσο η απομείωση της αξίας του εκπαιδευτικού συστήματος πλήττει την κοινωνική δικαιοσύνη, την ανάδειξη της προσωπικότητας και την αύξηση του πλούτου της χώρας και κάθε πολίτη ξεχωριστά. Όσο χειρότερα πηγαίνει η Παιδεία, τόσο χειρότερα πηγαίνει η Ελλάδα. Υποστηρίζουν, παρά τα όσα δήθεν «προοδευτικά» λένε δημοσίως, ένα σύστημα που δημιουργεί και αναπαράγει μια κοινωνία χωρισμένη σε κάστες: Οι καλά εκπαιδευμένοι καταλαμβάνουν τις καλές και καλά πληρωμένες θέσεις, οι άλλοι, ολοένα περισσότεροι, συμπιέζονται στα χαμηλά. Μιλούν για το δεύτερο, αλλά αδιαφορούν για το πρωτεύον.
Η αξιολόγηση είναι ένα από τα πολλά εργαλεία που στηρίζουν την εθνική προσπάθεια για καλύτερο σχολείο, αποδοτικότερη μόρφωση, και, προφανώς, αυτοέλεγχο. Τελικά, δηλαδή περισσότερες πιθανότητες ίσων ευκαιριών. Είναι προφανές ότι όσοι έχουν την οικονομική ευχέρεια, ειδικά στη μεσαία τάξη, θα συνεχίσουν να προτιμούν, χωρίς δεύτερη σκέψη, το σχολείο που οργανώνεται για να κερδίσουν οι μαθητές του. Τα σχολεία αυτά, που ονομάζουν πολλοί με περιφρόνηση «ιδιωτικά», όπως και οι ακριβότεροι φροντιστές, αξιολογούνται συνεχώς από τους «πελάτες» γονείς και μαθητές και γι αυτό εξίσου συνεχώς αυτοαξιολογούνται. Ήδη, στη διάρκεια των τελευταίων σαράντα ετών, έχει γίνει φανερό ότι τις καλές θέσεις τις πιάνουν, κυρίως, όσοι σπουδάζουν σε «καλά σχολεία».
Οι συνδικαλιστές, υποστηριζόμενοι δυστυχώς από τα πιο αντιδραστικά στοιχεία του κομματικού συστήματος (όπως έδειξε η απεύθυνση του κ. Τσίπρα στο συνέδριο της νεολαίας «του»), υπερασπίζονται, σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, τη βίαιη άρνηση (όπως συνέβη με τον «ιδεολογικό» ξυλοδαρμό αντιφρονούντος φοιτητή), την καταστροφικότητα (όπως συνέβη πρόσφατα με την αυθαίρετη οικοδομή στο Πολυτεχνείο Αθηνών) και τη συνεχώς μεγαλύτερη πίεση για εξίσωση προς χαμηλότερα επίπεδα (όπως θέλουν οι αρνητές της ελάχιστης βάσης).
Ξεχνούν ότι οι γονείς, αλλά και τα παιδιά, από νεαρή, πλέον, ηλικία, έχουν κριτήρια και αξιολογούν τους δασκάλους τους. Ξεχνούν ότι ο κόσμος είναι πλέον πολύ ανοικτός, οι ευκαιρίες πολύ εμφανείς και οι ελλείψεις εμφανέστερες. Ξεχνούν ότι, αν αποτύχει και αυτή η προσπάθεια, της αξιολόγησης και βελτίωσης, ο φορολογούμενος θα ζητήσει τα χρήματά του πίσω, δεν θα είναι, δηλαδή, διατεθειμένος να πληρώσει φόρους για μια κακή εκπαίδευση. Τι θα έλεγαν, αλήθεια, οι «μάγκες» της ΔΟΕ αν το κράτος ήταν υποχρεωμένο να επιστρέφει στον γονέα που επιλέγει το «ιδιωτικό», την αναλογία του φόρου που αντιστοιχεί στο μερίδιο της κρατικής δαπάνης για τους εκπαιδευτικούς;
* Ο Μπάμπης Παπαδημητρίου είναι δημοσιογράφος και βουλευτής.