Το έγραψε ο Άρθουρ Καίσλερ πολλές πολλές δεκαετίες πριν η Ελλάδα εμπλακεί σε άσφαιρο πόλεμο με τον μέχρι πρότινος ακατονόμαστο βόρειο γείτονά της. Πόλεμο άσφαιρο μεν οδυνηρό και επιβλαβή δε για μια λέξη, για ένα όνομα, για ένα τοπωνύμιο (το οποίο για τους μεν ήταν η εθνική ψυχή, εγώ για κάποιους άλλους Έλληνες, όχι λιγότερο πατριώτες των πρώτων, «ένα πουκάμισο αδειανό», αν όχι μια μάχη για ψήφους).
Τι όμως έγραψε ακριβώς ο μεγάλος Ούγγρος συγγραφέας; «Οι πόλεμοι του μέλλοντος δεν θα γίνονται για εδάφη, θα γίνονται για λέξεις».
Ωστόσο ο εν εξελίξει πόλεμος στη μαρτυρική Ουκρανία -μαρτυρική, αλλά όχι αναμάρτητη: ο στρατός της είχε μετάσχει, θυμίζω, στον βομβαρδισμό της Βαγδάτης- είναι ένας «ένσφαιρος» πόλεμος. Διεξάγεται μεν και για εδάφη, για γεωπολιτική κυριαρχία κλπ, ωστόσο χρησιμοποιεί όσο κανένας προηγούμενος τις λέξεις ως όπλο.
Για τη ρητορική, λοιπόν, του Κρεμλίνου η χώρα αυτή -τεχνητό δημιούργημα ειδικών ιστορικών περιστάσεων- «δεν υπάρχει»: Δεν έχει εθνική υπόσταση, δεν έχει εθνική ταυτότητα, δεν έχει εθνική συνείδηση, δεν έχει εθνικό στρατό, δεν -δικαιούται επομένως να- έχει εθνικά εδάφη.
Τότε πώς γίνεται η «ανύπαρκτη χώρα» να ανθίσταται; Παθιασμένα και με αυτοθυσία; Αυτό θα ρωτούσε ένας παθιασμένος εραστής της κοινής λογικής. Η απάντηση είναι ωστόσο απλή: «Δεν ανθίσταται»!
Και οι ναυαρχίδες που βουλιάζουν, τα τεθωρακισμένα που τσακίζονται, τα πτώματα των Ρώσων στρατιωτών που δεν είναι πλέον εφικτό να αποκρύπτονται; Η απάντηση είναι ξανά απλή: «Αυτοκτονούν»! Οι στρατιώτες -προφανώς- από ερωτική απογοήτευση… Τα σκάφη από αυτοανάφλεξη… Τα τανκς από υπερθέρμανση… Τι άλλο θα μπορούσε να συμβαίνει, αφού «ανύπαρκτη χώρα» είναι αυτονόητο πως δεν μπορεί να έχει υπαρκτό στρατό και μάλιστα στρατό αμυνόμενο υπέρ εστιών;
Εδώ ας μου επιτραπεί μια παρένθεση. Για να αναφέρω πως αυτοκτονία είχε επικαλεσθεί, πριν από τους Ρώσους «στρατηγούς των λεκτικών πυρών», και Έλληνας στρατιωτικός. Το ανακάλυψα σχετικώς πρόσφατα, κάνοντας έρευνα για το υπό έκδοση, από τον εκδοτικό οίκο Πατάκη, νέο μου βιβλίο για τον Εθνικό Διχασμό και την –κακώς- αποκληθείσα «Δίκη των Έξι». Εκεί εντόπισα πως το μίσος για τον στρατηγό Χατζηανέστη του βασικού παράγοντα και συντελεστή των εκτελέσεων, του επικεφαλής της ανακριτικής επιτροπής που συνέταξε το κατηγορητήριο Θεόδωρου Πάγκαλου, είχε ρίζες βαθιές.
Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων ο μετέπειτα άτυχος αρχιστράτηγος είχε εισηγηθεί δύο φορές την παραδειγματική τιμωρία (ουσιαστικά την παραπομπή σε στρατοδικείο) του αψίκορου υπολοχαγού: Μια γιατί αυτός, ως εντεταλμένος να διεξαγάγει ανακρίσεις και να συντάξει πόρισμα για μαζικούς βιασμούς μουσουλμανίδων από Έλληνες στρατιώτες, είχε προσπαθήσει χοντροκομμένα να συγκαλύψει το γεγονός.
Δεύτερον, επειδή –εφαρμόζοντας ακριβώς τον ίδιο νόμο, περί απαγόρευσης συμμετοχής αμάχων στις εχθροπραξίες, τον οποίο αργότερα επρόκειτο να εφαρμόσουν οι Γερμανοί στην Κρήτη και ιδιαίτερα στη μαρτυρική Κάνδανο- είχε «μεριμνήσει» για την εκτέλεση συλληφθέντων Τουρκαλβανών χωρικών, οι οποίοι είχαν υπερασπισθεί το χωριό τους έναντι του προελαύνοντος ελληνικού στρατού. Ωστόσο αυτών των μειζόνων περιστατικών είχε προηγηθεί κάτι έλασσον, που είχε ήδη αρχίσει να καταστρέφει τις σχέσεις μεταξύ των δύο σπαθοφόρων: Ο στρατός μας είχε εισέλθει σε μια κωμόπολη, την Μπίγλιτσα, «λίαν πτηνοτρόφον», όπως αναφέρεται στα Απομνημονεύματα του Πάγκαλου, και οι πεινασμένοι φαντάροι επέπεσαν επί των πουλερικών των ντόπιων.
Ο Χατζηανέστης, επιτελάρχης της μεραρχίας, πήρε τότε τον Πάγκαλο και πήγαν έφιπποι να αποκαταστήσουν την τάξη. Κατά τον καλπασμό, όμως, διαπίστωσε πως ο υπολοχαγός είχε μαζί του μια κλεμμένη «παχυτάτην» πέρδικα και άρχισε να ουρλιάζει και να τον επιπλήττει, αφού θεωρούσε αδύνατη την καταστολή του πλιάτσικου των φαντάρων, όταν «αξιωματικοί του επιτελείου διαπράττουν λεηλασίας». Ο αρβανίτης ένστολος προσπάθησε να τον κατευνάσει, λέγοντας –προφανώς δε ενδιαφερόμενος για την αξιοπιστία των λόγων του όσο σήμερα ο Ρώσος δικτάτορας- πως επρόκειτο για μια πέρδικα που αυτοκτόνησε(!), …επειδή έχασε τα αφεντικά της.
Στα σύγχρονα και τα σοβαρά τώρα. Τα απολυταρχικά και διεφθαρμένα καθεστώτα –συνήθως οι δύο αυτές ιδιότητες συμβαδίζουν και συνυπάρχουν- είναι εξαιρετικά δύσκολο να νικήσουν σε πόλεμο διεξαγόμενο με οβίδες, τανκς, όπλα κλπ, επειδή η απουσία διαφάνειας επιτρέπει ευρείες καταχρήσεις σε στρατιωτικό υλικό, με αποτέλεσμα τα λογισμικά του στρατεύματος να είναι αναντίστοιχα με την πραγματική υποδομή του, κάτι που υπονομεύει κάθε ορθολογικό προγραμματισμό των μαχών.
Τα απολυταρχικά και διεφθαρμένα καθεστώτα είναι όμως αδύνατον να νικήσουν σε πόλεμο διεξαγόμενο με λέξεις, γιατί δεν διαθέτουν –και είναι ανά την υφήλιο πασίγνωστο πως δεν διαθέτουν- λέξεις έστω και στοιχειωδώς ανταποκρινόμενες σε οτιδήποτε προσεγγίζει την πραγματικότητα… Στον πόλεμο αυτόν, επομένως, μάχονται πάντα εκτός έδρας… Εν προκειμένω, λοιπόν, όσο θα μιλάνε για αυτοανάφλεξη ναυαρχίδων τόσο η ανθρωπότης θα αποθεώνει τα επιτεύγματα του ουκρανικού στρατού (έστω και αν αυτός λαμβάνει τεχνογνωσία από το ΝΑΤΟ).
*O καθηγητής Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι συγγραφέας του έργου «Η κορύφωση του Εθνικού Διχασμού: Η δίκη των Έξι, ‘αναγκαίο σφάλμα’ ή ‘δικαστικός φόνος’;»