Προς διακοπή, πριν ακόμα ξεκινήσει, οδηγείται η δίκη για το μεγαλύτερο μεταπολιτευτικό σκάνδαλο, αυτό το Siemens αφού, αφενός δεν υπάρχει κατάλληλη αίθουσα να στεγάσει τους 64 κατηγορούμενους, δικηγόρους κλπ, και, αφετέρου, δεν έχουν μεταφραστεί τα βασικά έγγραφα της δικογραφίας για τους Γερμανούς κατηγορούμενους.
Το τελευταίο, που σχετίζεται με την αδυναμία του Υπ. Δικαιοσύνης να καταβάλλει τα 90.000 ευρώ που απαιτούνται (λόγω του όγκου των εγγράφων) για να μεταφραστούν τα έγγραφα στη γλώσσα που μιλούν 15 κατηγορούμενοι (γερμανικά), γεννά με βάση το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ακυρότητα της διαδικασίας.
Τα δεδομένα λοιπόν για μια δίκη τέτοιων διαστάσεων και σημασίας για τη χώρα, έχουν ως εξής:
-Η αίθουσα είναι πολύ μικρή για να χωρέσουν οι 64 κατηγορούμενοι, οι συνήγοροι κλπ.
-Τα βασικά έγγραφα της τεράστιας δικογραφίας δεν έχουν μεταφραστεί στη Γερμανική γλώσσα που ομιλούν οι 15 κατηγορούμενοι γεγονός που συνιστά σύμφωνα με το σύνολο του νομικού κόσμου «καραμπινάτη» ακυρότητα της διαδικασίας για δυο λόγους:
Α) διότι σύμφωνα με οδηγία της ΕΕ που έχει ενσωματωθεί στο εσωτερικό δίκαιο, απαραίτητα θα πρέπει να μεταφράζονται τα βασικά έγγραφα στη γλώσσα του κατηγορουμένου
Β) διότι σύμφωνα με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου συνιστά αυτοτελή λόγο αναίρεσης ή μη μετάφραση αυτών των εγγράφων στη γλώσσα του κατηγορουμένου.
Οι Έλληνες και Γερμανοί συνήγοροι των κατηγορουμένων έχουν ήδη υποβάλει σχετικό αίτημα στην Εισαγγελία Εφετών, το οποίο απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι ο Άρειος Πάγος θεωρεί πως αν το βούλευμα δοθεί στον Έλληνα συνήγορο εκείνος μπορεί να εξηγήσει προφορικά την κατηγορία στον αλλοδαπό εντολέα του. Το αίτημα έχει υποβληθεί και στον πρόεδρο του Δικαστηρίου ο οποίος θα πρέπει να δώσει μια απάντηση πριν ξεκινήσει η διαδικασία.
Μεταξύ των προσώπων που καλούνται να αντιμετωπίσουν τους δικαστές του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων είναι ο άλλοτε σύμβουλος του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, Θόδωρος Τσουκάτος, τα πρώην στελέχη της Siemens Ηλίας Γεωργίου και Πρόδρομος Μαυρίδης αλλά και οι καταζητούμενοι, πρώην υψηλόβαθμα στελέχη της εταιρίας, Μιχάλης Χριστοφοράκος και Χρήστος Καραβέλας, των οποίων τα εντάλματα σύλληψης διατηρήθηκαν σε ισχύ με το παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ογκώδους δικογραφίας τα ποσά που αποτέλεσαν “ωφέλιμες πληρωμές” -όπως στελέχη της πολυεθνικής εταιρίας αποκαλούσαν τις “μίζες”- εκτιμάται ότι αγγίζουν τα 70 εκατομμύρια ευρώ, ποσό που πλέον υπολογίζεται ως ζημιά που υπέστη το Ελληνικό Δημόσιο καθώς τα παράνομα χρήματα μετακυλήθηκαν στο κόστος για την υλοποίηση του έργου.
Ωστόσο -και αυτό θα είναι ένα ακόμη θέμα που θα απασχολήσει ιδιαίτερα την δίκη όποτε και να ξεκινήσει- η πλευρά των κατηγορουμένων πρώην στελεχών του Οργανισμού αμφισβητεί τόσο την ύπαρξη ζημιάς όσο και το ύψος ζημίας του ΟΤΕ. Σύμφωνα πάντως με το κατηγορητήριο τα παραπεμπόμενα πρώην στελέχη του ΟΤΕ καλούνται να λογοδοτήσουν καθώς δεν προστάτεψαν τα συμφέροντα του οργανισμού και επιπλέον ότι δεν κινήθηκαν με βάση τις πραγματικές ανάγκες της κρατικής -τότε- επιχείρησης.