Την υποχρέωση όλων των κρατών να προστατεύουν τη Βυζαντινή Πολιτιστική Κληρονομιά, υπογράμμισε ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας εγκαινιάζοντας την έκθεση 200 και πλέον εγγράφων της συλλογής του Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του υπουργείου Εξωτερικών, με αφορμή την επέτειο των 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση.
«Να προστατεύουν, ιδιαίτερα, τα μνημεία αυτής της κληρονομιάς, όπως η Αγία Σοφία και η Μονή της Χώρας που αποτελούν μέρος της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Τα μνημεία αυτά, κατά παράβαση των σχετικών διεθνών δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί, χρησιμοποιούνται πλέον για άλλους λόγους» τόνισε στο χαιρετισμό του ο κ. Δένδιας και εξέφρασε βαθιά λύπη «για την ακατανόητη τουρκική επιλογή».
«Επιλογή που συνδυαζόταν, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα, με στενή υποστήριξη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας ως πολιτικής κίνησης. Με την απόπειρα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας να αποσταθεροποιήσει σειρά χωρών της περιοχής, φίλων της Ελλάδας» σημείωσε επιπροσθέτως.
Σε αυτό το πλαίσιο, διαμήνυσε ο υπουργός Εξωτερικών πως «αναμένουμε από την Τουρκία να αλλάξει τη νέο-οθωμανική της πολιτική. Να ενισχύσει τα δείγματα της στροφής που αχνά διαφαίνεται. Να επιστρέψει στην παράδοση του κοσμικού κράτους. Να σέβεται τα μνημεία που άλλοι ρωμαλέοι πνευματικοί πολιτισμοί εγκατέστησαν στο έδαφός της». Αυτό, συμπλήρωσε, είναι και το συμφέρον της τουρκικής κοινωνίας και εκτίμησε πως αυτή είναι η θέληση ενός σημαντικού μέρους της.
Αναφορικά με την έκθεση, ο κ. Δένδιας τόνισε στην αρχή του χαιρετισμού του πως «σήμερα, έχουμε τη χαρά να την παραδώσουμε στους πολίτες της Αθήνας, μέσα στο επιβλητικό και φιλόξενο, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, την Κιβωτό της Βυζαντινό-Χριστιανικής παράδοσης. Μιας πολύ σημαντικής πνευματικής παρακαταθήκης στην ιστορία της Ανθρωπότητας, όπως τη χαρακτήρισε. Μιλώντας για τη σημασία της έκθεσης, είπε πως καταδεικνύει ότι, με την Επανάσταση, η Ελλάδα ξαναβρήκε τη θέση που της άρμοζε στην παγκόσμια κοινότητα και ότι το υπουργείο Εξωτερικών συμπληρώνει έτσι άλλη μία ψηφίδα στο ψηφιδωτό της ιστορίας της Ελληνικής Επανάστασης.
Παράλληλα, εξέφρασε την ελπίδα μέσα στους επόμενους μήνες να καταστεί δυνατό, αναλόγως με την εξέλιξη της πανδημίας, να φιλοξενηθεί και σε άλλες πόλεις. Στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Στόχος του εγχειρήματός μας, προσδιόρισε, είναι να αναδειχθεί η σύναψη διμερών σχέσεων της πατρίδας μας με κάθε ένα από τα κράτη της εποχής, έως τη δεκαετία του 1840.
«Ξεκινώντας από την αναγνώριση του Αγώνα των επαναστατημένων Ελλήνων από την Αϊτή το 1822. Καθώς και μιας νεοσύστατης τότε χώρας, των ΗΠΑ, με τη διακήρυξη του Προέδρου Monroe το 1822. Μια διακήρυξη η οποία ήταν στην ουσία η πρώτη αναγνώριση του Αγώνα των Ελλήνων από ηγέτη μεγάλης χώρας, ο οποίος έκανε αναφορά στην χώρα ως Ελλάδα. Στη συνέχεια η έκθεση αναφέρεται στη σύναψη διπλωματικών και προξενικών σχέσεων με τις Μεγάλες Δυνάμεις, κατά τα τελευταία έτη της Επανάστασης. Φθάνει στη δημιουργία δεκάδων προξενικών αρχών σε μεγάλο μέρος του κόσμου, μόλις κατά την πρώτη δεκαετία μετά την Ανεξαρτησία» σκιαγράφησε.
Αναδεικνύοντας τη σημασία του, είπε πως η δημιουργία του διπλωματικού και προξενικού δικτύου της ελεύθερης, πλέον, Ελλάδας απετέλεσε ουσιώδη προϋπόθεση για την ολοκλήρωση της ανεξαρτησίας της και συνέβαλε καθοριστικά στην εδραίωση της ύπαρξής της μεταξύ των υπολοίπων ελεύθερων και ανεξάρτητων κρατών.
«Το νεοσύστατο υπουργείο Εξωτερικών ήταν ο πρωτεργάτης του δικτύου αυτού. Μέσω του υπουργείου Εξωτερικών, έγινε και πάλι αισθητή η παρουσία της Ελλάδας στις πρωτεύουσες και στα μεγάλα εμπορικά κέντρα και λιμάνια του κόσμου. Αναδεικνύεται, επίσης, το ενδιαφέρον των ξένων κρατών να αποστείλουν, εκείνη την εποχή, διπλωματικούς και προξενικούς αντιπροσώπους τους στην ελεύθερη Ελλάδα. «Ορισμένοι από τους αντιπροσώπους τους ήταν ή έγιναν στην πορεία ένθερμοι Φιλέλληνες. Παρουσιάζονται, μεταξύ άλλων, άγνωστες εν πολλοίς πτυχές της ιστορίας των πρώτων αυτών διπλωματικών και προξενικών αποστολών. Η ιστορία τους είναι ενδεικτική της στάσης της παγκόσμιας κοινότητας έναντι της ελληνικής Ανεξαρτησίας. Αλλά και της διάθεσής της να αναπτύξει στενές σχέσεις συνεργασίας με το νεοσύστατο κράτος. Ένα ελληνικό κράτος το οποίο η διεθνής κοινότητα αντιμετώπιζε πλέον ως ισότιμο μέλος της» ανέφερε.
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του, ευχαρίστησε όσους συνέπραξαν και στάθηκαν αρωγοί στη δημιουργία και επιμέλεια της Έκθεσης, καθώς και την Επιτροπή «Ελλάδα 2021», διότι έθεσε το συγκεκριμένο έργο του υπουργείου υπό την αιγίδα της.
Στη διαδικτυακή της μορφή, εγκαινιάσθηκε λίγες ημέρες πριν από την 25η Μαρτίου. Ακολούθως, ταξίδεψε στο Περθ, στη Μελβούρνη, στη Σαγκάη και στο Αλγέρι.