Στην ανάγκη να ενωθούν οι διάσπαρτες δυνάμεις του ευρωπαϊκού μεταρρυθμιστικού χώρου μέσω ενός ιδρυτικού συνεδρίου από μηδενική βάση αναφέρεται η Άννα Διαμαντοπούλου, με συνέντευξή της στην Εφημερίδα των Συντακτών, θέτοντας ως διαχωριστική γραμμή στην πολιτική αντιπαράθεση τις μεταρρυθμίσεις έναντι του λαϊκισμού.
Κρίνει θετικά την εκλογή Μητσοτάκη στη Ν.Δ. και εκτιμά ότι μια συνεπής πορεία του προς το Κέντρο θα επηρεάσει όλα τα κόμματα. Για το ασφαλιστικό, τάσσεται υπέρ της συναίνεσης μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης σε ένα σχέδιο προς όφελος της νέας γενιάς. Σχολιάζοντας, τέλος, τον εθνικό διάλογο για την παιδεία, σημειώνει με αιχμηρό τρόπο ότι «εξελίσσεται σε πρόσκληση για τσάι στα κομματικά γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ».
Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη της κ. Διαμαντοπούλου στην ΕΦ.ΣΥΝ.:
Η πρόταση της κυβέρνησης για το ασφαλιστικό αποτελεί ένα νέο πεδίο σφοδρής αντιπαράθεσης με την αντιπολίτευση. Συμφωνείτε με τη στάση των κομμάτων της αντιπολίτευσης; Οι Βρυξέλλες ζητούν να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι με την κυβέρνηση για να βρεθεί μια συναινετική λύση.
Το σχέδιο της κυβέρνησης, με δεδομένη τη συνέχιση της ύφεσης της οικονομίας, θα οδηγήσει νομοτελειακά σε περαιτέρω μειώσεις συντάξεων τα επόμενα χρόνια, ενώ διαρρηγνύει τελεσίδικα το κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ των διαδοχικών γενεών.
Η συναίνεση λοιπόν θα πρέπει να αφορά και τις επιλογές της ανάπτυξης (χωρίς την οποία δεν υπάρχει βιώσιμο ασφαλιστικό), αλλά και μια θεμελιωδώς νέα δομή του ασφαλιστικού.
Κυβέρνηση και αντιπολίτευση, σε αυτή την περίπτωση, οφείλουν να συμφωνήσουν σε μια ασφαλιστική μεταρρύθμιση που θα εστιάζει στο συμφέρον των εργαζομένων και της νέας γενιάς. Η προτεραιότητα πρέπει να μεταφερθεί από τη γενιά του Πολυτεχνείου στη γενιά της κρίσης. Σε κάθε περίπτωση, είναι αναγκαία μια αυτοκριτική για την ακραία πολεμική του ΣΥΡΙΖΑ κατά της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης του 2010 (νόμος Λοβέρδου).
Εκτιμάτε ότι η ψηφοφορία για το ασφαλιστικό μπορεί να εξελιχθεί σε θρυαλλίδα ευρύτερων πολιτικών εξελίξεων;
Όχι. Απ' ό,τι φαίνεται μέχρι σήμερα, οι κοινοβουλευτικές ομάδες των ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝ.ΕΛΛ. είναι αποφασισμένες να διατηρήσουν τα κόμματά τους στην εξουσία ανεξαρτήτως επιλογών. Οι βουλευτές της συγκυβέρνησης έχουν αποδεχθεί και στηρίξει μέχρι τώρα τα απολύτως αντίθετα από αυτά που διακήρυσσαν. Γιατί τώρα να συμπεριφερθούν διαφορετικά;
Ποια είναι η άποψή σας για το ενδεχόμενο συγκρότησης οικουμενικής κυβέρνησης; Θα θεωρούσατε προτιμητέα εξέλιξη έναν κυβερνητικό συνασπισμό των λεγόμενων δυνάμεων του προοδευτικού-κεντρώου χώρου (Δημοκρατική Συμπαράταξη, Ποτάμι) ή και η παρουσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι απαραίτητη;
Εάν υπήρχε μια διευρυμένη συμφωνία πέρα από το Μνημόνιο, που θα οδηγούσε σε ένα εθνικό σχέδιο τριετίας με στόχο την επαναφορά της χώρας στην κανονικότητα και στην ανάπτυξη, επεξεργασμένο από κοινού από τα κομματικά επιτελεία, σε μια λογική «υπέρ πάντων η πατρίς», θα είχε νόημα.
Κάτι τέτοιο όμως, που απαιτεί τόλμη, δουλειά, πολιτικό κόστος και θυσίες, δεν φαίνεται στον ορίζοντα από κανέναν. Συγκυβέρνηση απλώς για μοίρασμα υπουργείων και αξιωμάτων δεν αφορά τον ελληνικό λαό και ούτε προσφέρει τίποτα.
Η πλευρά των δανειστών επιμένει να πιέζει. Πώς θα ερμηνεύατε τη στάση τους; Μήπως το Grexit συνιστά και τώρα κίνδυνο για τη χώρα;
Οι δανειστές έχουν κάνει μεγάλα λάθη και στον σχεδιασμό και στη διαχείριση της συνεργασίας. Στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, θεωρώ ότι θέλουν να ελαχιστοποιήσουν την εμπλοκή τους με το ελληνικό ζήτημα, αν είναι δυνατόν να το βάλουν στον αυτόματο πιλότο.
Έτσι όμως δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική η υλοποίηση του σχεδίου το οποίο δεν μπορεί να είναι γραμμένο σε γρανίτη. Χρειάζεται συνεχώς αξιολόγηση και επανεκτίμηση, πράγμα που απαιτεί βέβαια και από την ελληνική πλευρά σωστή προετοιμασία και αποτελεσματικότητα.
Το Grexit αυτή τη στιγμή δεν είναι στο τραπέζι, δυστυχώς όμως είναι κοινό μυστικό ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να επανέλθει και μάλιστα σε δυσμενέστερο περιβάλλον και με περισσότερους συμμαχούντες εναντίον μας.
Στον χώρο της Κεντροαριστεράς, της Κεντροδεξιάς, αλλά και της Αριστεράς εκτυλίσσονται διάφορες πολιτικές διεργασίες. Εκτιμάτε ότι βρισκόμαστε ενόψει διαμόρφωσης ενός νέου πολιτικού χάρτη στη χώρα ή «όλα τριγύρω αλλάζουνε» και οι νοοτροπίες ίδιες μένουν;
Θεωρώ ότι μετά τη διακυβέρνηση και από τον ΣΥΡΙΖΑ και την τραγική επιδείνωση της οικονομίας αλλά και της ζωής των πολιτών, έρχεται το τέλος της μεταπολίτευσης και των μύθων της.
Η διαχωριστική γραμμή πλέον στην πολιτική βρίσκεται ανάμεσα, από τη μια μεριά, στις μεταρρυθμίσεις που οργανώνουν το κράτος, την οικονομία, την παραγωγή και το κράτος δικαίου και, από την άλλη, στον λαϊκισμό, τον κομματισμό και την αναξιοκρατία.
Θεωρώ ότι κόμματα και πολιτικοί, παλιοί και νέοι, θα πρέπει να επιλέξουν με βάση αυτή τη διαχωριστική γραμμή και όχι με τους ξεπερασμένους από την κρίση πολιτικούς ορισμούς του παρελθόντος.
Ειδικά για τις ζυμώσεις στην Κεντροαριστερά, συμμετέχετε ενεργά, τις παρακολουθείτε από απόσταση; Κρατάτε σταθερή τη θέση για έναν νέο πολιτικό σχηματισμό, όπως εσχάτως έχουν υποστηρίξει δημοσίως ο Κώστας Σημίτης, ο Ευάγγελος Βενιζέλος κ.ά.;
Σε συνέχεια των παραπάνω, επιμένω σε ό,τι εδώ και τρία χρόνια διατύπωσα: στην ανάγκη ιδρυτικού συνεδρίου από μηδενική βάση ενός χώρου ευρωπαϊκού, μεταρρυθμιστικού, που θα απαντά στα μεγάλα ζητήματα της δημοκρατίας και της παραγωγής και θα ενώνει τις διάσπαρτες σημερινές δυνάμεις.
Περιλαμβάνετε τον ΣΥΡΙΖΑ σε αυτόν τον σχεδιασμό; Ο Αλέξης Τσίπρας έχει κάνει δημόσια ανοίγματα στη σοσιαλδημοκρατία μέσω Ευρώπης, ενώ πρόσφατα δήλωσε ότι το κόμμα του καταλαμβάνει το μεγαλύτερο κομμάτι της Κεντροαριστεράς σε επίπεδο κοινωνικής βάσης.
Επιμένω ότι η διαχωριστική γραμμή θα είναι μεταρρύθμιση vs λαϊκισμός. Τι εννοείτε με τα «ανοίγματα στη σοσιαλδημοκρατία»; Η υπογραφή και ψήφιση όσων ο ίδιος ο κ. Τσίπρας όριζε ως νεοφιλελεύθερα τον κάνει σοσιαλδημοκράτη;
Γνωρίζω ότι αυτή είναι η κατεστημένη ερμηνεία, αλλά δεν την αποδέχομαι και δεν συμφωνώ. Πιστεύω όμως ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, με τον τρόπο που μεγεθύνθηκε εκλογικά και κατέλαβε την εξουσία, εκφράζει και στην Ελλάδα μια πολιτική κίνηση που εμφανίζεται σε αρκετές χώρες και είναι αυτή του αριστερού «εθνικολαϊκισμού». Χωρίς θέληση και πίστη για τομές και μεταρρυθμίσεις στο κράτος και την οικονομία. Η συνεργασία με τους ΑΝ.ΕΛΛ. άλλωστε το επιβεβαίωσε.
Τι σηματοδοτεί κατά τη γνώμη σας η ανάληψη της ηγεσίας της Ν.Δ. από τον Κυριάκο Μητσοτάκη και πώς εκτιμάτε ότι θα επηρεάσει την κυβερνητική πολιτική και τον ΣΥΡΙΖΑ και, από την άλλη, κόμματα του Κέντρου, όπως το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ;
Η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι μια θετική εξέλιξη. Το μεγάλο στοίχημα για τον ίδιο είναι να τραβήξει το κόμμα του προς το «όνειρό του» και να μη γίνει το αντίθετο. Μια συνεπής πορεία του προς το Κέντρο, με μεταρρυθμίσεις και ευρωπαϊκό προσανατολισμό, είναι βέβαιο ότι θα επηρεάσει όλα τα κόμματα, μη εξαιρουμένων και των κομμάτων της κυβέρνησης.
Ειδικά αν καταφέρει να επιτύχει και την αναγκαία κοινωνική κινητοποίηση γύρω από το μείζον ζητούμενο της εποχής μας, που είναι οι αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές. Ολα αυτά δεν είναι καθόλου εύκολα στο συγκεκριμένο κόμμα και ιδιαίτερα στη σημερινή του κατάσταση. Εχει πολλά να κάνει και πολύ περισσότερα να αποδείξει για να τα καταφέρει.
Η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας άνοιξε τον εθνικό διάλογο για τις νέες αλλαγές που θέλει να εγκαινιάσει στο εκπαιδευτικό σύστημα. Πώς κρίνετε τα πρώτα δείγματα γραφής;
Ο εθνικός διάλογος χρειάζεται πολιτική πρόταση, επιστημονική και τεχνοκρατική προετοιμασία και σεβασμό προς όλους, ώστε να δημιουργηθούν συνθήκες συνεργασίας και συναίνεσης, τόσο σε επίπεδο κομμάτων όσο και κοινωνίας.
Τι έχει κάνει μέχρι σήμερα η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας; Εχει καταργήσει επιμέρους άρθρα σε μεταρρυθμιστικούς νόμους όλων των επιπέδων της εκπαίδευσης, με αποτέλεσμα να υπονομεύεται το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο, χωρίς όμως να υπάρχει κατεύθυνση για το επόμενο βήμα. Π.χ. αποδεκάτισε τα πειραματικά-πρότυπα σχολεία, σταμάτησε το πρόγραμμα αυτοαξιολόγησης και το ψηφιακό σχολείο, εξεδίωξε τα Συμβούλια Ιδρυμάτων, επανέφερε τους αιώνιους φοιτητές και το καθεστώς των αναρίθμητων εξετάσεων…
Αλλαξε το πλαίσιο επιλογής διοίκησης σε σχολεία και πανεπιστήμια, κατηγορούμενη για επαναφορά ακραίου κομματισμού, χωρίς να το εντάσσει σε ένα συνολικότερο σχέδιο διοικητικής μεταρρύθμισης.
Η ρητορική έναρξης του εθνικού διαλόγου παρέπεμπε στο σημείο «μηδέν», σαν να μην έγινε ποτέ τίποτα πριν από την κυβέρνηση αυτή. Χρησιμοποίησε τα ξεπερασμένα στερεότυπα περί νεοφιλελευθερισμού, ξενόφερτων μοντέλων κ.λπ. και ακύρωσε την τεχνοκρατική προεργασία δεκάδων Ελλήνων και ξένων επιστημόνων, καθώς και τη μελέτη του ΟΟΣΑ του 2011.
Ο εθνικός διάλογος ξεκίνησε χωρίς η κυβέρνηση να έχει καταθέσει πρόταση, ενώ παράλληλα κατατίθενται νομοσχέδια και περνούν ΠΝΠ σαρωτικών αλλαγών, εκτός διαλόγου. Εκ των πραγμάτων λοιπόν, ο εθνικός διάλογος εξελίσσεται σε πρόσκληση για τσάι στα κομματικά γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ.
* Η Αννα Διαμαντοπούλου είναι Πρόεδρος του "Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη"