Το δημογραφικό ζήτημα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα είναι πολύπλευρο, δεν συνοψίζεται στη χαμηλή γεννητικότητα και δεν αρκεί η αύξηση των γεννήσεων για να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της γήρανσης του πληθυσμού. Οι δημογραφικές εξελίξεις θα θέσουν σε κίνδυνο την αναπτυξιακή προοπτική και την κοινωνική συνοχή, χωρίς την άμεση εφαρμογή αποτελεσματικών μέτρων, που προϋποθέτουν ευρεία συνεργασία και συντονισμό μεταξύ διαφορετικών τομέων πολιτικής.
Το φαινόμενο της γήρανσης του πληθυσμού οφείλεται σε τρεις κύριους παράγοντες: (α) Την πτώση του ρυθμού αύξησης του πληθυσμού κάτω από τον απαιτούμενο δείκτη σταθερής αναπαραγωγής του πληθυσμού, (β) την αύξηση του προσδόκιμου ζωής, και (γ) τις μακροχρόνιες επιπτώσεις παλαιότερων δημογραφικών εξελίξεων (έξαρση γεννήσεων στη μεταπολεμική περίοδο, αστυφιλία, μετανάστευση).
Οι επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού επιδεινώνονται από κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες, όπως την τάση για πρόωρη συνταξιοδότηση, τις εξελίξεις στην υγειονομική περίθαλψη και τις απειλές προς την οικογενειακή συνοχή. Βέβαια, οι παράγοντες αυτοί φανερώνουν την επίδραση μεγάλου αριθμού κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών, πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων που διαμορφώνουν τις εξελίξεις του φαινομένου σε κάθε χώρα.
Οι διαθέσιμες στρατηγικές για την αντιμετώπιση της γήρανσης του πληθυσμού κινούνται πάνω σε τρεις βασικούς άξονες: (α) Πολιτικές αύξησης των γεννήσεων, (β) πολιτικές αύξησης του εργατικού δυναμικού, καθώς και πολιτικές ενεργού γήρανσης, και (γ) νέα μοντέλα οικονομικής ανάπτυξης σε περιβάλλον φθίνοντος εργατικού δυναμικού, με την ένταξη των νέων παραμέτρων της καινοτομίας και της αυτοματοποίησης στην παραγωγική διαδικασία.
Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι η ενίσχυση των γεννήσεων απαιτεί την ουσιαστική υποστήριξη των νέων γενεών, με ισχυρά εργασιακά και οικονομικά κίνητρα. Σήμερα η ελληνική πολιτεία καταβάλλει ετησίως 6 δισεκατομμύρια ευρώ σε πρόωρες συντάξεις (500.000 συνταξιούχοι είναι κάτω των 65 ετών), ενώ τα ποσά ενίσχυσης των νέων οικογενειών είναι μηδαμινά. Αυτό πρέπει να ανατραπεί το συντομότερο δυνατό.
Όσον αφορά στις πολιτικές αύξησης του εργατικού δυναμικού, ένα από τα κύρια εργαλεία είναι τα μέτρα ενεργοποίησης του αργούντος εργατικού δυναμικού, που τώρα ανέρχεται στο 35%. Ο στόχος είναι να παραμείνει θετικός ο ρυθμός αύξησης του εργατικού δυναμικού όσον το δυνατόν περισσότερο, με την περαιτέρω αύξηση της απασχόλησης των γυναικών, των ατόμων χαμηλής μόρφωσης, των συνταξιούχων, και των μεταναστών.
Τέλος, μια επισκόπηση των πρόσφατων ερευνών στα οικονομικά της ανάπτυξης με φθίνοντα πληθυσμό δείχνει ότι η κύρια πηγή ανάπτυξης έγκειται στην καινοτομία, η οποία οδηγεί στην αύξηση της παραγωγικότητας. Από την άλλη πλευρά, καθώς η αυτοματοποίηση της παραγωγής και τα ρομπότ είναι πιο παραγωγικά από τους εργάτες, αυξάνεται η παραγωγικότητα αλλά μειώνεται η απασχόληση.
Συμπερασματικά, η αυτοματοποίηση των παραγωγικών διαδικασιών, με την χρήση των ρομπότ και της τεχνητής νοημοσύνης, θα αντισταθμίσει το μειωμένο εργατικό δυναμικό μακροπρόθεσμα. Η έκταση της αντιστάθμισης θα προδιαγράψει και τις νέες κοινωνικές συνθήκες που θα διαμορφωθούν στον 21ο αιώνα.
Όπως οι τεχνολογικές πρόοδοι του 20ου αιώνα οδήγησαν στην 8ωρη εργασία ημερησίως και στην 5θήμερη εργασία εβδομαδιαίως, έτσι και η εκτεταμένη χρήση των ρομπότ, η τεχνητή νοημοσύνη και τα αλλεπάλληλα κύματα νέων τεχνολογιών μπορούν να οδηγήσουν στην απομαζικοποίηση της εργασίας στον δευτερογενή τομέα και στην περαιτέρω μείωση του χρόνου εργασίας σε όλο το εύρος της οικονομίας.
* Ο Μιλτιάδης Νεκτάριος είναι Καθηγητής Πανεπιστημίου Πειραιώς