«Άπαντες συμφώνησαν να μεταβούν οργανωμένα και οπλισμένοι στην περιοχή της Χαριλάου [...] και να χτυπήσουν από κοινού με όπλα, γροθιές και κλωτσιές όποιον βρουν εκεί κοντά, επιδιώκοντας να αφαιρέσουν τη ζωή ανθρώπων με μοναδικό κριτήριο επιλογής των θυμάτων ότι υποστηρίζουν συγκεκριμένη ομάδα», αναφέρεται στην πολυσέλιδη εισαγγελική πρόταση, με την οποία ζητείται να παραπεμφθούν σε δίκη, ενώπιον Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Εφετειακής Περιφέρειας Θεσσαλονίκης, οι 12 κατηγορούμενοι για το τυφλό οπαδικό χτύπημα που στοίχισε τη ζωή στον 19χρονο Άλκη Καμπανό.
Στην υπ' αριθμόν 1544/22 πρότασή της, η οποία αριθμεί 86 σελίδες και υποβλήθηκε στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, που θα αποφανθεί εάν θα γίνει δεκτή ή όχι, η αντεισαγγελέας Πρωτοδικών περιγράφει λεπτομερώς το χρονικό της δολοφονικής επίθεσης εναντίον του άτυχου 19χρονου και της παρέας του, τα ξημερώματα της 1ης Φεβρουαρίου 2022, στη Χαριλάου Θεσσαλονίκης, αξιολογώντας και αποτιμώντας τη συμμετοχή καθενός εκ των 12 εμπλεκόμενων -και προσωρινά κρατούμενων- προσώπων.
Όπως έγινε γνωστό, η εισαγγελική λειτουργός χαρακτηρίζει «μεθοδευμένο και συντονισμένο τον τρόπο δράσης τους», επισημαίνοντας την «ταχύτητα» με την οποία επιτέθηκαν στα θύματά τους και ολοκλήρωσαν το «απεχθές τους έγκλημα»- μέσα σε διάστημα ενός λεπτού, ενώ κάνει λόγο για «εν ψυχρώ και χωρίς ενδοιασμό και έλεος χτυπήματα» με διάφορα όπλα και σε διάφορα σημεία του σώματος. Σχολιάζοντας δε, τα αίτια της επίθεσης στέκεται στο αθλητικό υπόβαθρο και την οπαδική αντιπαλότητα, αναφέροντας ότι δεν είχε προηγηθεί καμία αφορμή από την πλευρά των θυμάτων, με τους δράστες -όπως περιγράφεται- αντικρίζοντας την κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει οι παθόντες να «υπερηφανεύονται» αργότερα για τα κατορθώματα τους, με αναφορές, όπως «τους πήραμε».
Βασίζοντας το σκεπτικό της πρότασής της στο αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε τόσο στην κύρια ανάκριση όσο και στην προηγηθείσα αστυνομική προανάκριση, και το οποίο περιλαμβάνει -μεταξύ άλλων- μαρτυρίες, βιντεοληπτικό υλικό από την περιοχή, αποτελέσματα εργαστηριακών εξετάσεων μέσω λήψης βιολογικού υλικού, ιατροδικαστικά ευρήματα κ.ά., η αντιεισαγγελέας πρωτοδικών προτείνει να παραπεμφθούν οι κατηγορούμενοι για τις εξής πράξεις:
- Άπαντες για ανθρωποκτονία με δόλο, τετελεσμένη (στην περίπτωση του Άλκη) και σε απόπειρα (στην περίπτωση του πρώτου τραυματισμένου νεαρού), από κοινού,
- ένας εξ αυτών για απόπειρα ανθρωποκτονίας στην περίπτωση του δεύτερου τραυματισμένου νεαρού, και οι υπόλοιποι 11 ως απλοί συνεργοί στην συγκεκριμένη πράξη,
- άπαντες για επίθεση και κατοχή αντικειμένων που μπορούν να προκαλέσουν σωματικές βλάβες, με τις επιβαρυντικές διατάξεις του Αθλητικού Νόμου, όπως επίσης για παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία.
Με την ίδια πρόταση ζητείται να συνεχιστεί η προσωρινή τους κράτησης και μετά το πέρας του 6μήνου, που συμπληρώνεται τον Αύγουστο.
Το χρονικό της δολοφονικής επίθεσης
Ξετυλίγοντας το «κουβάρι» των γεγονότων, η εισαγγελική πρόταση ξεκινάει από το βράδυ της 31ης Ιανουαρίου, σε σύνδεσμο οπαδών στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, όπου βρίσκονταν και σταδιακά άρχισαν να καταφθάνουν οι περισσότεροι εκ των των κατηγορούμενων. Όπως αναφέρεται στην πρόταση, είχε προηγηθεί νωρίτερα στην περιοχή του Ωραιοκάστρου Θεσσαλονίκης οπαδικό επεισόδιο σε βάρος «ομοϊδεατών» των συγκεντρωμένων στον σύνδεσμο. Όταν έγινε γνωστό αυτό, προτάθηκε από τρεις να γίνει οργανωμένη επίθεση και γι' αυτόν τον λόγο ακολούθησαν τηλεφωνήματα και -μεταξύ αυτών- σε άγνωστο που κλήθηκε να μεταβεί στη Χαριλάου, απ' όπου τους ενημέρωσε ότι στην περιοχή βρίσκονται διάσπαρτα κάποια, λίγα, άτομα.
Αφού αποφασίστηκε η μετάβασή τους στο σημείο «για τη συμφωνηθείσα επίθεση», οι 12 κατηγορούμενοι επιβιβάστηκαν σε τρία αυτοκίνητα (περιγράφεται η ακριβής θέση καθενός εντός των οχημάτων), με την αναχώρησή τους να γίνεται μεταξύ 11:30 και 11:50 μ.μ.. Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην εισαγγελική πρόταση, όλοι έφεραν όπλα, όπως μαχαίρια, λοστούς, μεταλλικούς σωλήνες, γκλοπ, ένα δρεπάνι κι ένα μαχαίρι τύπου karambit, είχαν καλυμμένα τα χαρακτηριστικά τους με μάσκες, λαιμουδιέρες, κουκούλες, σκούφους και κράνη, ενώ κάποιοι άφησαν τα κινητά τους τηλέφωνα στον σύνδεσμο για να μην καταστεί εφικτός ο εντοπισμός τους και κάποιοι άλλοι τα απενεργοποίησαν καθ' οδόν.
«Τι ομάδα είστε;»
Δεκαεπτά λεπτά μετά τα μεσάνυχτα της 1ης Φεβρουαρίου, οι δράστες εντοπίζουν τον 19χρονο Άλκη και άλλα τέσσερα άτομα, που εκείνη την ώρα βρίσκονταν στα σκαλιά πολυκατοικίας επί της οδού Θ. Γαζή 18, όπου συζητούσαν. Έχοντας ακινητοποιήσει τα οχήματά τους στη μέση του δρόμου, κάποιοι πλησίασαν τα ανυποψίαστα θύματα, απευθύνοντάς τους την ερώτηση: «τι ομάδα είστε;». Όταν εκείνοι απάντησαν -και χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε λεκτική αντιπαράθεση- οι κατηγορούμενοι, σύμφωνα με την εισαγγελική πρόταση, έχοντας βγει ο ένας μετά τον άλλο από τα οχήματα, άρχισαν να τους επιτίθενται αιφνιδιαστικά, βιαιοπραγώντας και χτυπώντας τους με σφοδρότητα με τα όπλα που έφεραν πάνω τους, με γροθιές και λακτίσματα.
Οι πέντε νεαροί οπαδοί προσπάθησαν να τρέξουν για να ξεφύγουν και μόνο δύο εξ αυτών τα κατάφεραν. Ένας τρίτος, επιχειρώντας να ξεφύγει, κάτι που εν τέλει κατάφερε, δέχθηκε χτύπημα με δρεπάνι, το οποίο τού προκάλεσε βαθύ θλαστικό τραύμα και προκλήθηκε αιμορραγία. Από τη μανία των δραστών, όπως αναφέρει η εισαγγελέας, δεν ξέφυγαν ο Άλκης κι ένας ακόμη νεαρός, που για πάνω από ένα λεπτό δέχονταν συνεχόμενα χτυπήματα.
«Μη με βαράτε άλλο, βοήθεια, δεν μπορώ, πονάω»
«Ο Άλκης ήταν αρχικά όρθιος πάνω στα σκαλιά της πολυκατοικίας και από τα χτυπήματα, από τα στειλιάρια, τους λοστούς, τα γκλομπ και τις γροθιές έπεσε στο πεζοδρόμιο δίπλα στα σκαλιά... Στο σημείο αυτό, οι κατηγορούμενοι τού κατάφεραν τα επανειλημμένα και σφοδρά πλήγματα με τα μαχαίρια και το δρεπάνι, τα οποία τού προκάλεσαν ακατάσχετη αιμορραγία, όπως επίσης με λακτίσματα», αναφέρεται στην εισαγγελική πρόταση, με τον άτυχο 19χρονο να τους εκλιπαρεί να σταματήσουν, φωνάζοντας: «Μη με βαράτε άλλο» και «Βοήθεια, δεν μπορώ πονάω». Οι δράστες σταμάτησαν μόνο όταν αντιλήφθηκαν οκτώ άτομα να τους πλησιάζουν, κρατώντας αντικείμενα, οπότε επέστρεψαν στα αυτοκίνητά τους και εξαφανίστηκαν, επιστρέφοντας είτε στον παραπάνω σύνδεσμο είτε στα σπίτια τους.
Ο θάνατος του Άλκη Καμπανού επήλθε στις 12.20 μετά τα μεσάνυχτα, και, σύμφωνα με τα ιατροδικαστικά ευρήματα, αποδόθηκε στον συνδυασμό των θανατηφόρων κακώσεων στα κάτω άκρα (αιμορραγούσε ακατάσχετα από το πόδι) και τις κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Ο τραυματισμένος νεαρός, ο οποίος προσπάθησε να βοηθήσει τον 19χρονο, υπέστη 12 τραύματα (επτά στα πόδια, ένα στον θώρακα και τέσσερα στο κεφάλι), ενώ ο θάνατός του αποτράπηκε λόγω της γερής του κράσης και της έγκαιρης διακομιδής στο νοσοκομείου, όπου υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση, όπως περιγράφεται στην πρόταση.
Η πρόταση κάνει ειδική αναφορά στον κατηγορούμενο που συνελήφθη χρονικά πρώτος, τονίζοντας ότι η συμμετοχή του στη δολοφονική επίθεση διήρκεσε 11 δευτερόλεπτα, αφού επέστρεψε στο όχημα που οδηγούσε για να το ακινητοποιήσει καθώς διαπίστωσε ότι δεν το είχε πράξει. Δεν απομειώνει, όμως, τη συμμετοχή του, όπως αναφέρεται, και προτείνεται η παραπομπή του τόσο για τη δολοφονία όσο και για τις λοιπές πράξεις.
Τι ισχυρίστηκαν οι κατηγορούμενοι
Οι κατηγορούμενοι συνελήφθησαν τα επόμενα 24ωρα και στο σημείο της επίθεσης βρέθηκαν -μεταξύ άλλων- το αναδιπλούμενο δρεπάνι, ενώ το karambit εντοπίστηκε πεταμένο κοντά στα Κοιμητήρια της Θέρμης. Οι δράστες, κατά τις πολύωρες απολογίες τους, ισχυρίστηκαν ότι δεν είχαν ανθρωποκτόνο πρόθεση, αλλά μόνο πρόθεση προφορικής αποδοκιμασίας επειδή είχε προηγηθεί το επεισόδιο στο Ωραιόκαστρο, ισχυρισμοί που σύμφωνα με την εισαγγελική λειτουργό, «δεν αντέχουν στη λογική» και με αναλυτικό σκεπτικό και τεκμηρίωση τούς απορρίπτει έναν προς έναν.
«Να γίνει η δίκη στην Αθήνα»
Στο μεταξύ, με ανακοίνωσή του ο συνήγορος της οικογένειας του Άλκη, Αλέξης Κούγιας, ανέφερε ότι θα υποβάλει αίτημα τόσο προς τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου όσο και προς τους προϊσταμένους των Εισαγγελιών Πρωτοδικών και Εφετών Θεσσαλονίκης να διεξαχθεί η δίκη στην Αθήνα, «για λόγους ασφαλείας των μαρτύρων κατηγορίας, των γονέων του Άλκη, αλλά και των ένορκων - μελών του Δικαστηρίου, λόγω της εγκληματικής προσωπικότητας των δραστών και του εγκληματικού περιβάλλοντός τους».