Η αρχική εκτίμηση του Υπουργείου Οικονομικών για τις συνέπειες στον ρυθμό μεγέθυνσης του 2022 και τον πληθωρισμό από την εκτίναξη των τιμών του φυσικού αερίου, του πετρελαίου και της ηλεκτρικής ενέργειας ήταν ότι θα είναι περιορισμένες. Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και την περαιτέρω εκτίναξη των τιμών στα ορυκτά καύσιμα και στην ηλεκτρική ενέργεια άρχισαν οι πρώτες αναθεωρήσεις στις εκτιμήσεις για τον ρυθμό μεγέθυνσης και τον πληθωρισμό σε όλες τις χώρες της ευρωζώνης.
Το κρίσιμο ερώτημα στην περίπτωση της Ελλάδος δεν είναι αν η ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί. Όλοι συμφωνούν ότι τελικά η μεγέθυνση θα είναι κατώτερη της αρχικής εκτίμησης. Αυτό που πρέπει να μας προβληματίσει είναι αν η επιβράδυνση στην Ελλάδα θα είναι μεγαλύτερη σε βάθος και σε χρονική διάρκεια από αυτή άλλων χωρών, αν ο πληθωρισμός θα αποκλίνει σημαντικά και για μεγαλύτερο διάστημα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης και αν η απασχόληση θα επηρεαστεί αρνητικά από τις συνέπειες της ενεργειακής κρίσης όταν η ανεργία στη χώρα παραμένει από τις υψηλότερες στην ευρωζώνη.
Η Ελλάδα την τελευταία δεκαετία βρέθηκε αντιμέτωπη με δύο κρίσεις. Οι απώλειες σε όρους απολεσθέντος ΑΕΠ και θέσεων εργασίας ήταν από τις μεγαλύτερες στη σύγχρονη οικονομική ιστορία. Στην ύφεση της εξαετίας 2008-2013 οι σωρευτικές απώλειες ξεπέρασαν το 26,5%. Το ΑΕΠ το 2019 - πριν την εκδήλωση της κρίσης πανδημίας - εξακολουθούσε να υπολείπεται αυτό του 2008 κατά 25%. Η μόνη χώρα με ανάλογη εμπειρία ως προς τη σωρευτική απώλεια είναι οι ΗΠΑ στο κραχ του 1929 αλλά η οικονομία επανήλθε στα προ του κραχ επίπεδα το 1936.
Στην κρίση πανδημίας η Ελλάδα βρέθηκε να έχει τη δεύτερη μεγαλύτερη ύφεση στην ευρωζώνη το 2020 παρά το γεγονός ότι πραγματοποίησε τη μεγαλύτερη δημοσιονομική παρέμβαση ως ποσοστό του ΑΕΠ. Παρέμβαση η οποία συνεχίστηκε δυναμικά και στο 2021 - σε αντίθεση με πολλές άλλες χώρες της ευρωζώνης - και έτσι η Ελλάδα εξασφάλισε την τρίτη ταχύτερη μεγέθυνση αλλά με δυσανάλογο τίμημα σε όρους αύξησης δημόσιου χρέους - το τέταρτο μεγαλύτερο στον κόσμο - και δημοσιονομικών ελλειμμάτων.
Η υπερβολική και αναποτελεσματική δημοσιονομική παρέμβαση της διετίας 2020-2021 περιορίζει τη δυνατότητα, τώρα που ξέσπασε η ενεργειακή κρίση, να στηριχτούν ουσιαστικά τα πτωχά νοικοκυριά που πλήττονται από την ακρίβεια αλλά και οι επιχειρήσεις που βλέπουν το κόστος παραγωγής να εκτινάσσεται. Αν η κυβέρνηση επιλέξει να παραγνωρίσει το γεγονός του περιορισμένου δημοσιονομικού χώρου τότε θα θέσει σε κίνδυνο τη δημοσιονομική θέση της χώρας επαναλαμβάνοντας τα λάθη της κυβέρνησης της ΝΔ της περιόδου 2007-2009.
Με βάση την αναθεωρημένη εκτίμηση της ΕΚΤ για τη μεγέθυνση στην ευρωζώνη στο βασικό σενάριο αυτή θα είναι μικρότερη κατά μισή ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με την αρχική εκτίμηση ενώ για τον πληθωρισμό εκτιμά ότι θα κινηθεί στο 5,1%. Το ΥΠΟΙΚ δεν έχει ανακοινώσει τις αναθεωρημένες εκτιμήσεις του για το ΑΕΠ και τον πληθωρισμό. Εκτιμήσεις οργανισμών που δημοσιοποιήθηκαν προβλέπουν το ΑΕΠ να χάνει μία με δύο ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με την αρχική εκτίμηση.
Στις εκτιμήσεις αυτές δεν έχουν συνυπολογιστεί οι συνέπειες από την πιθανολογούμενη περιοριστική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ στο δεύτερο εξάμηνο του έτους. Ο δε πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα κινηθεί ψηλότερα από τον αντίστοιχο της ευρωζώνης γεγονός που - πέρα από τις συνέπειες για τα πτωχά νοικοκυριά - θα έχει αρνητικές επιπτώσεις και στην ανταγωνιστικότητα των ελληνικών αγαθών και υπηρεσιών.
Αν οι παραπάνω εκτιμήσεις επιβεβαιωθούν η Ελλάδα θα έχει ένα μοναδικό αρνητικό ιστορικό. Σε κάθε κοινή για τις χώρες της ευρωζώνης εξωγενή διαταραχή οι οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες θα είναι από τις μεγαλύτερες και μακροβιότερες. Αυτό σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στο γεγονός ότι οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας δεν διδάχτηκαν τα αναγκαία μαθήματα από τη μεγάλη κρίση του 2009. Έτσι, στα χρόνια που μεσολάβησαν δεν προχώρησαν οι θετικές για τους πολίτες και οικονομία διαρθρωτικές αλλαγές με την αναγκαία ταχύτητα, ούτε ενισχύθηκε η εξωστρέφεια της οικονομίας με τον απαιτούμενο ρυθμό που θα βελτίωνε την ανθεκτικότητα της οικονομίας σε εξωγενείς διαταραχές όπως η τωρινή.
Η οικονομία εξακολουθεί να στηρίζεται υπερβολικά στις υπηρεσίες και ιδιαίτερα στον τουρισμό ο οποίος είναι ευάλωτος στις υγειονομικές κρίσεις, στην κλιματική αλλαγή αλλά και στις γεωπολιτικές κρίσεις. Το μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων εξακολουθεί να παραμένει συγκριτικά μικρό γεγονός που δυσκολεύει την ενίσχυση της εξωστρέφειας.
Η Ελλάδα έχει μια μοναδική ευκαιρία να ξεφύγει από την παγίδα της αδύναμης οικονομικής μεγέθυνσης ή του στασιμοπληθωρισμού και μιας νέας κρίσης χρέους. Να αξιοποιήσει σωστά τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης ώστε να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα της οικονομίας και η δυναμικότητα της. Η ενίσχυση της απασχόλησης και της παραγωγικότητας πρέπει να είναι από τα βασικά κριτήρια στην αξιολόγηση των επενδυτικών προτάσεων που θα κάνουν χρήση των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Η ενεργειακή κρίση και οι γεωπολιτικές και γεωοικονομικές ανακατατάξεις που προκαλεί ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος παρέχουν τη μοναδική ευκαιρία για επαναξιολόγηση των προτάσεων του Ελλάδα 2.0 Τα πράσινα προγράμματα του Ελλάδα 2.0 πρέπει να είναι πραγματικά πράσινα και όχι μόνο κατ’ όνομα, όπως τονίζουν δεξαμενές σκέψης του εξωτερικού που αξιολόγησαν τα σχέδια που κατέθεσαν οι χώρες. Επιπρόσθετα, η χώρα οφείλει να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στην τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση όπως και στη δια βίου κατάρτιση ώστε ο επιδιωκόμενος ψηφιακός μετασχηματισμός να αφορά ψηφιακά καταρτισμένους εργαζόμενους και πολίτες.
Η ενεργειακή κρίση καθιστά αναγκαία μια δημόσια συζήτηση – που απέφυγε η κυβέρνηση όταν συνέταξε το σχέδιο Ελλάδα 2.0 – με τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας και τους κοινωνικούς εταίρους ώστε η ευκαιρία του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας μέσα από την επαναξιολόγηση του Ελλάδα 2.0 να δώσει μια πραγματική προοπτική στη χώρα για βιώσιμη και κοινωνικά δίκαιη ανάκαμψη. Μια ανάκαμψη που θα αφορά το σύνολο των πολιτών και όχι μόνο τους ισχυρούς ή τους εκάστοτε ευνοούμενους.
*Ο Φίλιππος Σαχινίδης είναι πρώην Υπουργός Οικονομικών