Η σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας με την Ευρωπαϊκή προϋποθέτει ένα φιλόδοξο σχέδιο μεταρρυθμίσεων που μπορεί να έχει ως στόχο, την ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 3,5% για την επόμενη δεκαετία, κατά μέσο όρο. Αυτός είναι ο κεντρικός στόχος της Έκθεσης Πισσαρίδη, που δόθηκε πριν από λίγο στη δημοσιότητα.
Ο στόχος αυτός, σύμφωνα με τους μελετητές, μπορεί να επιτευχθεί μέσω της ετήσιας αύξησης της απασχόλησης κατά 1% και της ετήσιας αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας κατά 2,5%. Μια τέτοια αύξηση της παραγωγικότητας θα οδηγούσε στη σταδιακή σύγκλιση της παραγωγικότητας στην ελληνική οικονομία με την ευρωπαϊκή.
Απασχόληση: Για την απασχόληση, ο ρυθμός αύξησης κατά μια ποσοστιαία μονάδα, στηρίζεται σε δύο βασικές προϋποθέσεις. Πρώτον, να συνεχίσει η ανάκαμψη της αγοράς εργασίας, η οποία ξεκίνησε το 2013, έτσι ώστε να μειωθεί περαιτέρω το ποσοστό ανεργίας από 17,2% το 2019 στο 7%. Δεύτερον, να αυξηθεί το ποσοστό συμμετοχής του πληθυσμού ηλικίας εργασίας (20-64 χρονών) στο εργατικό δυναμικό, το οποίο είναι μόλις 74% (στοιχεία 2019) και αποτελεί το τέταρτο χαμηλότερο ποσοστό στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η έκθεση διαπιστώνει ότι οι ρυθμοί αυτοί δεν συνιστούν σενάρια επιστημονικής φαντασίας. Οι μεταρρυθμίσεις της προηγούμενης δεκαετίας, σημειώνει, αύξησαν σημαντικά την ευελιξία της αγοράς εργασίας και βοήθησαν την επίτευξη ετήσιας αύξησης της απασχόλησης κατά 1,2% την περίοδο 2013-2019. Η περαιτέρω αύξηση της απασχόλησης, όμως, η οποία θα στοχεύει στην προσέλκυση νέων ομάδων του πληθυσμού στην αγορά εργασίας, προϋποθέτει επιπλέον μεταρρυθμίσεις που θα μειώσουν τη φορολογική επιβάρυνση της μισθωτής εργασίας, θα μειώσουν μειώνουν τα ποσοστά πρόωρης συνταξιοδότησης, θα παρέχουν κατάρτιση συμβατή με τις εξελισσόμενες ανάγκες της παραγωγής, και θα διευκολύνουν την πρόσβαση στην αγορά εργασίας σε σχετικά περιθωριοποιημένες ομάδες του πληθυσμού.
Παραγωγικότητα: Ο στόχος για την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας χωρίζεται σε δύο διακριτά τμήματα. Το πρώτο τμήμα είναι οι οριζόντιες παρεμβάσεις στην οικονομία, οι οποίες ενισχύουν τη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής (total factor productivity, TFP).
Βάσει της εμπειρίας των προηγούμενων δεκαετιών, οι συγγραφείς της Εκθεσης Πισσαρίδη, εκτιμούν ότι το 40% της μελλοντικής αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας θα προέλθει από τη βελτίωση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής, η οποία απαιτείται να αυξηθεί κατά 1% ετησίως ή κατά 10,5% στη διάρκεια της δεκαετίας.
Αυτός ο στόχος είναι φιλόδοξος, σημειώνουν οι συγγραφείς της έκθεσης, αλλά υπογραμμίζουν ότι υπάρχει σχετικά πρόσφατο προηγούμενο παρόμοιας διαδρομής. Κατά την περίοδο 1995-2002, η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής (TFP) αυξήθηκε κατά 1,1% ετησίως, αν και ακολούθησε σημαντική επιβράδυνση τα επόμενα έτη.
Ταυτόχρονα, κατά την προηγούμενη δεκαετία συσσωρεύτηκαν πολλές δυσλειτουργίες στις αγορές, η απαλλαγή από τις οποίες μπορεί να αποτελέσει επιπλέον πηγή αύξησης της παραγωγικότητας. Μια τέτοια δυσλειτουργία, συνιστά ο μεγάλος όγκος κόκκινων δανείων που εγκλωβίζει σημαντικό κεφάλαιο και ανθρώπινο δυναμικό σε μη παραγωγικές δραστηριότητες.
Το δεύτερο τμήμα του στόχου για την παραγωγικότητα της εργασίας είναι η αύξηση των επενδύσεων, οι οποίες ενισχύουν τον κεφαλαιακό εξοπλισμό που χρησιμοποιείται στην παραγωγή. Για να συμβάλλει στην αύξηση παραγωγικότητας κατά 1,5% ετησίως, ο κεφαλαιακός εξοπλισμός ανά εργαζόμενο πρέπει να αυξηθεί κατά 20% και ο συνολικός κεφαλαιακός εξοπλισμός (συνυπολογίζοντας την προβλεπόμενη αύξηση του αριθμού των απασχολούμενων) κατά 31% μεταξύ 2020 και 2030. Αυτή η εξέλιξη προϋποθέτει ότι οι παραγωγικές επενδύσεις -ιδιωτικές ή δημόσιες, εξαιρώντας εκέινες των κατοικιών και των αποθεμάτων- πρέπει να ανέλθουν στο 17,5% του ΑΕΠ ετησίως, δηλαδή στον μέσο όρο των μικρών ανοικτών οικονομιών της ΕΕ.
Εάν επιτευχθούν οι παραπάνω στόχοι, τότε το 2030 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης θα ανέλθει στο 81% της ΕΕ από το 67% το 2019, ενώ η ανεργία θα μειωθεί στο 7%, από το 17,2% το 2019.
Ταμείο Ανάκαμψης: Η κρίση της πανδημίας COVID-19, αναμφίβολα επηρεάζει την παραπάνω δυναμική, αναφέρει η έκθεση Πισσαρίδη. Η ελληνική οικονομία έχει καταγράψει σημαντική ύφεση το 2020, και το ίδιο ισχύει για τις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η ύφεση μπορεί να συνεχιστεί και μέσα στο 2021, δυσχεραίνοντας και καθυστερώντας την επίτευξη των αναπτυξιακών στόχων.
Σημαντικό ρόλο για την επίτευξη των στόχων θα έχουν οι πόροι από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης. Αυτοί είναι σκόπιμο να χρησιμοποιηθούν κυρίως για την δημιουργία υποδομών που θα ενισχύσουν τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας. Θα πρέπει επίσης να αποτελέσουν καταλύτη για την υλοποίηση σημαντικών δομικών μεταρρυθμίσεων.
Η απορρόφηση των ευρωπαϊκών πόρων θα λάβει χώρα κατά το πρώτο μισό της ερχόμενης δεκαετίας. Κατά την περίοδο αυτή, μέρος της αναπτυξιακής δυναμικής μπορεί να προέλθει από τις επενδύσεις που οι πόροι θα υποστηρίξουν, καθώς και από τη βελτίωση των προσδοκιών που η σωστή τους χρήση θα δημιουργήσει.
Κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας, η αναπτυξιακή δυναμική μπορεί να προέλθει κυρίως από ιδιωτικές επενδύσεις, τις οποίες θα προσελκύσουν οι βελτιωμένες υποδομές και το ευνοϊκότερο θεσμικό περιβάλλον που θα έχουν προκύψει από τις παρεμβάσεις κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας. Αν δεν προωθηθεί το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που περιγράφεται στην Έκθεση και συνεχιστεί η πορεία των τελευταίων ετών, η αναπτυξιακή δυναμική θα είναι ασθενής. Θα υπάρξει σταδιακή ανάκαμψη από τη βαθύτατη ύφεση της προηγούμενης δεκαετίας, αλλά χωρίς σημαντική αύξηση παραγωγικότητας, χωρίς αύξηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας και, εν τέλει, χωρίς σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Προαπαιτούμενο η δημοσιονομική ευστάθεια
Η κρίση που προκάλεσε η πανδημία COVID-19, κατέστησε τον εθνικό προϋπολογισμό πάλι έντονα ελλειμματικό. Σύμφωνα με την έκθεση Πισσαρίδη, η πολιτική πρωτογενών πλεονασμάτων θα πρέπει να διατηρηθεί μελλοντικά, με τα πλεονάσματα όμως να είναι ήπια. Πρέπει δηλαδή να επανέλθει μια δημοσιονομική ισορροπία η οποία θα έχει θετικό αντίκτυπο στην αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής και ταυτόχρονα να αποτελέσει, βασική συνθήκη για την ανάπτυξη μιας οικονομίας μεσοπρόθεσμα.
Επιπλέον, στην Ελλάδα, η συνεχής επίτευξη ήπιων δημοσιονομικών πλεονασμάτων, στον βαθμό που αυτά δεν επιδρούν ανασχετικά στην ανάπτυξη, είναι απαραίτητη προκειμένου να είναι διαχειρίσιμο το δημόσιο χρέος. Παρά την εκτεταμένη βελτίωση του δημοσιονομικού ισοζυγίου, το δημόσιο χρέος, ως ποσοστό του ΑΕΠ, παραμένει ιδιαίτερα υψηλό και προβλέπεται να ενισχυθεί σημαντικά το 2020, από την επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών εξαιτίας της πανδημίας COVID-19 και της ισχυρής ύφεσης που αυτή προκαλεί.
Εκτός από την επίτευξη της δημοσιονομικής προσαρμογής, ιδιαίτερα σημαντική είναι η ευστάθειά της, η οποία συνδέεται στενά με τη βιωσιμότητά της. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η προσαρμογή έγινε στην πράξη με διαφορετικό μείγμα σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό στα μνημόνια, δηλαδή κυρίως με αύξηση των δημοσίων εσόδων (δηλαδή αύξηση της φορολογίας) και σε μικρότερο βαθμό από τη μείωση των δημοσίων δαπανών (μείωση του κράτους).
Σύμφωνα με την έκθεση, προκειμένου να διασφαλιστεί η αξιοπιστία της δημοσιονομικής πολιτικής και η βιωσιμότητα του υψηλού δημόσιου χρέους απαιτείται η στοχοθεσία συστηματικών πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων. Τα πλεονάσματα θα πρέπει να είναι σχετικά ήπια και ρεαλιστικά, ώστε να μη καταπνίγεται η αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας. Με βάση τη διεθνή εμπειρία και τα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, αυτά θα ήταν της τάξης του 1 έως 1,5% του ΑΕΠ.
Οι δημόσιες δαπάνες θα πρέπει να αυξάνονται μεσοπρόθεσμα με χαμηλότερο ρυθμό από εκείνον του ΑΕΠ. Αυτό θα επιτρέψει αντίστοιχα και μια μεσοπρόθεσμη μείωση των φορολογικών βαρών ως ποσοστό του ΑΕΠ, στοιχείο το οποίο θα συμβάλλει στην αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας συμπληρωματικά με τις προτεινόμενες δομικές μεταρρυθμίσεις.
Εξίσου, αν όχι και περισσότερο σημαντική, είναι η ανακατανομή στη βαρύτητα των διαφόρων κατηγοριών δημοσίων δαπανών, καθώς και η βελτίωση της αποτελεσματικότητάς τους. Για παράδειγμα, είναι υψηλής σημασίας να εφαρμοστεί η ήδη νομοθετημένη σταδιακή αποκλιμάκωση των συνταξιοδοτικών παροχών ως ποσοστό του ΑΕΠ, καθώς και η ήδη σχεδιαζόμενη μείωση της επιχορήγησης από τον κρατικό προϋπολογισμό προς τις συντάξεις ως ποσοστό των συνολικών δαπανών του.
Επιπλέον, κρίνεται απαραίτητη η αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών και η επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού στον δημόσιο τομέα, εξέλιξη η οποία θα επιτρέψει τον εξορθολογισμό της μισθολογικής δαπάνης περιορίζοντας τις γενικές λειτουργικές δαπάνες καθώς και την ανάγκη προσλήψεων σε θέσεις με επαναλαμβανόμενες γραφειοκρατικές αρμοδιότητες.
Στον αντίποδα, είναι σημαντική η ενίσχυση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ), καθώς και ο διαρκής σχεδιασμός του με τρόπο που να συμπληρώνει και αξιοποιεί περαιτέρω τις ευκαιρίες και τα έργα χρηματοδότησης που προκύπτουν από το ΕΣΠΑ και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης. Επιπλέον, απαραίτητη είναι η ενίσχυση των δαπανών του συστήματος υγείας από τον προϋπολογισμό (καλύπτοντας έτσι και την απώλεια εσόδων από την προτεινόμενη ελάφρυνση των εισφορών υγείας για τους μισθωτούς κατ’ αναλογία των ελεύθερων επαγγελματιών), αλλά και των δομών προ-σχολικής εκπαίδευσης και μετα-σχολικής κατάρτισης.
Αναλυτικά ολόκληρη η έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.