Στην αναγκαιότητα ύπαρξης της Ε.Ε., αλλά με νέους όρους στάθηκαν οι ομιλητές της νέας διαδικτυακής συζήτησης που διοργάνωσε η διαΝΕΟσις, ενώ επίσης επισημάνθηκε πως η Ελλάδα θα πρέπει να στραφεί σε νέους παραγωγικούς ορίζοντες που ακόμη δεν έχει εκμεταλλευτεί.
«Δαμάζοντας Την Ύφεση: Αδιέξοδα, Προκλήσεις και η Ευρωπαϊκή Απάντηση» υπήρξε το θέμα της συζήτησης, με συμμετέχοντες τον Νίκο Χριστοδουλάκη, καθηγητή Οικονομικής Ανάλυσης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, τη Μαρία Δεμερτζή, αναπληρώτρια Διευθύντρια του νστιτούτου Bruegel στις Βρυξέλλες και τον Γιώργο Παγουλάτο, καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γενικό Διευθυντή του ΕΛΙΑΜΕΠ και μέλος του Advisory Board της διαΝΕΟσις.
Τη συζήτηση συντόνισε ο Διευθυντής Περιεχομένου της διαΝΕΟσις Θοδωρής Γεωργακόπουλος, ο οποίος έθεσε και ένα από τα βασικά ερωτήματα αυτό της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. «Είμαστε πιο κοντά ως αναγκαιότητα, πιο μακριά από τη στάση των κυβερνήσεων» ανέφερε ο κ. Παγουλάτος, εκτιμώντας πως η αναγκαιότητα θα μας φέρει τελικά πιο κοντά.
«Βαδίζουμε με τυφλοσούρτη» υποστήριξε ο κ. Χριστοδουλάκης, λέγοντας πως πρέπει να αντιμετωπίσουμε την παραγωγική ασυμμετρία και υπογραμμίζοντας την ανάγκη ενός «ευρωπαϊκού πρωτοκόλλου παρεμβάσεων και ενισχύσεων». Όπως τόνισε πρέπει να αλλάξει η αρχιτεκτονική της Ευρώπης λόγω πανδημίας. «Αν συνεχίσουμε την ανισομέρεια μεταξύ Βορρά- Νότου θα έχουμε νέα κρίση» σχολίασε.
«Υπάρχουν μεγάλες διαφορές. Η πανδημία δεν είναι ένα πρόβλημα που εμείς δημιουργήσαμε. Το μέλλον της Ευρώπης είναι να βρούμε ομοφωνία» τόνισε και η κυρία Δεμερτζή, υπογραμμίζοντας πως «μόνον η Ευρώπη μπορεί να δώσει λύσεις, ακόμη και σε κολοσσούς όπως η Γερμανία».
Η απόφαση του γερμανικού δικαστηρίου
Ειδική αναφορά έκανε ο κ. Παγουλάτος στην απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας που συγκρούεται με ευρωπαϊκές αποφάσεις. «Κρατάει μία ιδιόμορφη και ανταγωνιστική στάση εδώ και δεκαετίες» σχολίασε, λέγοντας πως η τωρινή απόφαση στηρίζεται στο γεγονός πως η ΕΚΤ έχει συνολικά αγοράσει τίτλους αξίας 2,8 τρις ευρώ (23% ΑΕΠ της Ευρωζώνης) από την αρχή του προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού- ένα 1,9 τρις ευρώ από το ξέσπασμα της πανδημίας μέχρι σήμερα.
Ωστόσο, τόνισε πως το δικαστήριο της Γερμανίας «είναι λάθος». Η ΕΚΤ, σημείωσε, δίνει ώθηση όπου χρειάζεται και το γερμανικό δικαστήριο έρχεται και δημιουργεί πρόβλημα. «Το μπαλάκι μεταφέρεται στη δημοσιονομική πολιτική», τόνισε ο κ. Παγουλάτος, λέγοντας πως θα πρέπει να την ασκήσουν είτε οι κυβερνήσεις σε εθνικό επίπεδο ή σε ευρωπαϊκό επίπεδο όπως επιδιώκεται.
Υπογράμμισε τον κίνδυνο ενός φαύλου κύκλου μίας νέας δημοσιονομικής κρίσης. «Το μεγάλο διακύβευμα είναι τι γίνεται την επαύριον» σχολίασε, επισημαίνοντας πως η νομική σύγκρουση δυσκολεύει την κατάσταση. «Ποιο δικαστήριο έχει ισχύ το εθνικό ή το ευρωπαϊκό;» αναρωτήθηκε, σημειώνοντας πως περνάμε το μεγαλύτερο σοκ στην ευρωπαϊκή κοινωνία και ότι η αρχιτεκτονική της Ευρώπης είναι ελλιπής.
Ο κ. Παγουλάτος υπογράμμισε πως το 52% των γερμανικών εταιρειών έχει στήριξη από την κυβέρνηση, γεγονός που οδηγεί την ενιαία αγορά σε ρίσκο. «Ήταν μέτρο που βοήθησε στην αρχή, αλλά έχει αρνητικές συνέπειες στη συνέχεια» πρόσθεσε.
Το μοντέλο για την Ελλάδα
Στροφή σε άλλους παραγωγικούς τομείς συνέστησαν οι συμμετέχοντες στη συζήτηση για το μέλλον της χώρας. «Υπάρχει μία μονοδιάστατη προσέγγιση στον τουρισμό» σημείωσε η κυρία Δεμερτζή, τονίζοντας πως η Ελλάδα θα πρέπει να εκμεταλλευτεί και άλλους τομείς με βασικότερο αυτόν της ενέργειας και στη συνέχεια του ψηφιακού τομέα. «Υπάρχει εξάρτηση από την Κίνα ή την Αμερική. Πιστεύω ότι θα υπάρξει μία τάση επιστροφής που θα δούμε στην Ευρώπη» είπε γενικότερα.
Την ανάγκη παραγωγής προϊόντων και όχι υπηρεσιών, τόνισε ο κ. Χριστοδουλάκης. Όπως είπε η χώρα διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα. «Υπάρχουν ερευνητικά κέντρα που μπορούν να συμβάλλουν, ζωντανές φαρμακοβιομηχανίες που μπορούν να παράγουν» σημείωσε, προσθέτοντας και τη διατροφική βιομηχανία όπου λόγω κορονοϊού «δημιουργήθηκε ζήτηση καθώς έχουν σπάσει οι αλυσίδες παραγωγής».
Σε εξαγώγιμους τομείς της οικονομίας αναφέρθηκε ο κ. Παγουλάτος κυρίως στον τομέα των αγαθών, αν και όπως ανέφερε παρότι υπάρχει χαμηλή πολυπλοκότητα για τις εξαγωγές εντοπίζεται οικονομικό πρόβλημα για τη διενέργειά τους.
Τρεις τομείς στους οποίους πρέπει να δοθεί έμφαση έθεσε ο κ. Χριστοδουλάκης. Να χρηματοδοτηθούν οι εργαζόμενοι, να ενισχυθούν οι επιχειρήσεις και κυρίως οι μικρομεσαίες και στη συνέχεια να υπάρξει ένα στρατηγικό σχέδιο σε συνεργασία και με την Ε.Ε. για τις μεγάλες επιχειρήσεις.
Έθεσε επίσης το ερώτημα πως θα διατεθούν τα κονδύλια, δηλαδή εάν θα πάνε σε αποζημιώσεις ή θα λειτουργήσουν ως μοχλός αλλαγών και παράλληλα η χρηματοδότηση των εργαζομένων πώς θα γίνει. Εάν δηλαδή θα χρηματοδοτηθούν όχι μόνο για να επιβιώσουν αλλά και να στηρίξουν με τη σειρά τους την αγορά μέσω ζήτησης. Τόνισε την ανάγκη για τις επιχειρήσεις να υπάρξουν διευκολύνσεις όπως αναστολή δανειακών ή φορολογικών υποχρεώσεων, διευκρινίζοντας όμως πως αυτό δεν πρέπει να αφορά τον ΦΠΑ.
Η Ε.Ε. να αναλάβει πρωτοβουλίες όταν πρόκειται για ομοειδείς επιχειρήσεις. Δεν μπορεί μία αεροπορική εταιρεία στη Γερμανία να έχει πρόσβαση σε κρατικά κεφάλαια και μία ελληνική που παρέχει τις ίδιες υπηρεσίες να μην μπορεί να έχει, σημείωσε.
Σε ό,τι αφορά την αποζημίωση των απωλειών, ανέφερε πως το ΕΣΠΑ θα μπορούσε να λειτουργήσει για ενίσχυση ρευστότητας, αλλά και για μονιμότερες διαδικασίες που μπορεί να απαιτηθούν στο μέλλον, όπως η στήριξη ασφαλιστικών φορέων ή οι τηλεπικοινωνίες οι οποίες μετασχηματίζονται λόγω πανδημίας. Επισημαίνοντας ωστόσο πως θα πρέπει να δοθεί τέλος στην τρομερή γραφειοκρατία. Υπογράμμισε πάντως χαρακτηριστικά πως εάν η πηγή χρηματοδότησης είναι από εθνικά κεφάλαια «την πατήσαμε».
Στα μέσα που έχει ενεργοποιήσει ο ευρωπαϊκός μηχανισμός αναφέρθηκε η Μαρία Δεμερτζή, Αναπληρώτρια Διευθύντρια του Ινστιτούτου Bruegel στις Βρυξέλλες, λέγοντας πως τα δάνεια λόγω κορονοϊού θα τα αγοράσει η ΕΚΤ και θα μείνουν εκεί. «Δεν θα βρεθούν στις αγορές» είπε, προσθέτοντας ότι και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προχώρησε στην άρση κανόνων για ενισχύσεις κάτι που βοηθάει τις χώρες να πάρουν γρήγορες αποφάσεις.
Ειδική αναφορά έκανε στο ταμείο ανάκαμψης που θα φτάσει τα 2 δις ευρώ, αλλά και στις ενισχύσεις μέσω του 7ετή κοινοτικού προϋπολογισμού (MFF) ο οποίος προβλέπεται να είναι αυξημένος και τέλος καλοκαιριού θα πρέπει να οριστικοποιηθεί.