Για τον κόσμο των γεύσεων, υπάρχουν μέσα στη χρονιά διάφορα σημεία αναφοράς. Εφέτος ένα τέτοιο σημείο αναφοράς ήταν το τριήμερο 12-14 Μαρτίου οπότε και είχαμε πολλές και ταυτόχρονες εκδηλώσεις. Ανάμεσα στις Βάκχες, την Οινοτέλεια, την Food Expo και το Οινόραμα, κατέληξα στο τελευταίο για λόγους εγγύτητος στα μέρη μου.
Θεωρείται γενικώς η μεγαλύτερη έκθεση του είδους της και ούτε αυτή τη χρονιά απογοήτευσε σε αυτόν τον τομέα. Μέτρησα κοντά στους 250 παραγωγούς και εμπόρους (242 αναφέρει ο ιστότοπος) και, εξ όσων διάβασα, υπήρχαν κοντά στις 2-2,5 χιλιάδες ετικέτες. Η οργάνωση ήταν σε γενικές γραμμές καλή, με ζητήματα χώρου βεβαίως, καθώς δε μιλάμε για περίπτερα, αλλά απλούς πάγκους που τις ώρες αιχμής απλώς δεν επαρκούσαν. Το βασικό ωστόσο είναι ότι αυτή η γιορτή του οινικού κόσμου επιτέλους ξαναέγινε. Και πραγματικά, νομίζω ότι οι περισσότεροι τη βιώσαμε ακριβώς έτσι: ως γιορτή.
Μπορούσες εύκολα να παρατηρήσεις όλη την ανθρωπογεωγραφία του οίνου σε αυτή τη γιορτή. Ήταν εκεί η αριστοκρατία -εν πολλοίς όχι κληρονομική, αλλά με την αρχική έννοια της λέξεως- με τους βαρόνους του χώρου, λαμπερές παρουσίες -και ηχηρές απουσίες, επηρεάστριες και επηρεαστές (influencers) πραγματικοί και επίδοξοι (wannabe), αισθητές (estet), νέοι στο χώρο που ήθελαν να δοκιμάσουν τα πάντα, ως και αυτοί που είχαν έρθει απλώς για να πιουν, ενίοτε μέχρι τελικής πτώσεως. Αφορμή βεβαίως ήταν τα κρασιά, ή μάλλον οι άκρατοι οίνοι. Κι εδώ θα μπορούσα να πω και να γράψω πολλά. Περιορίζομαι ωστόσο σε αδρές γραμμές να πω ότι είναι δύσκολο για έναν αντικειμενικό παρατηρητή να μην διαπιστώσει τα άλματα που έχουν κάνει οι Ελληνικοί οίνοι και οινοποιοί τα τελευταία χρόνια.
Πρώτα από όλα στα λευκά, όπου νομίζω όλοι λίγο πολύ θα συμφωνούσαμε πως η χώρα παράγει πλέον ετικέτες που είναι αναγνωρίσιμες σε διεθνές επίπεδο. Πρωταγωνίστρια είναι βεβαίως η αγαπημένη Θήρα, από όπου έρχονται μερικά οινικά θηρία -και λίγα μεγαθήρια. Δεν είναι απλό λογοπαίγνιο. Η Σαντορίνη παίζει εδώ και χρόνια πλέον σοβαρή οινική μπάλα και η υπόλοιπη Ελλάς ανεβαίνει σταθερά. Στα λευκά, ιδιαιτέρως στις πρώτες ετικέτες, νομίζω το επίπεδο είναι πολύ βελτιωμένο και σε αρκετές περιπτώσεις διεθνώς ανταγωνιστικό.
Παρομοίως ανεβασμένη κατάσταση βρήκα στους ρόδινους οίνους, γνωστότερους ως ροζέ. Πόσα ρόδινα ελληνικά κρασιά θυμάστε πριν από μια δεκαετία; Πριν από δυο; Εδώ κυριολεκτικώς έχουμε πάει από το περίπου μηδέν σε κάτι πραγματικά ενδιαφέρον. Είδα και δοκίμασα πολλές ετικέτες και θα τολμήσω να πω ότι μου άρεσαν λιγότερο ή περισσότερο, στην πλειοψηφία τους. Ίσως είναι ότι δεν έχω υψηλές βαθμολογικές προσδοκίες από ένα ροζέ κρασί, ίσως είναι ότι δεν έχουν οι παραγωγοί ιστορικό βάρος να τους περιορίζει, ίσως απλώς να πειραματίζονται ελεύθερα οι πλέον καινοτόμοι του χώρου. Σε κάθε περίπτωση τα αποτελέσματα έχουν ενδιαφέρον.
Τα πράγματα ήταν λιγότερο θριαμβευτικά στους ερυθρούς οίνους ωστόσο. Όχι ότι κι εδώ δε δοκιμάσαμε μικρά διαμαντάκια, κάθε άλλο. Η γενική αίσθηση που απεκόμισα πάντως ήταν ότι υπάρχει σημαντική δουλειά να γίνει για να γλιτώσουμε από το υπερβολικό βαρέλι, τις υψηλές στρεμματικές αποδόσεις ή το καμμένο φρούτο, για να αναφέρω μόνο τρεις από τις παραμέτρους που με προβλημάτισαν. Έχοντας πει αυτό, το Οινόραμα δεν ήταν η έκθεση Μεγάλα Κόκκινα, όπου η προεπιλογή των ετικετών άφησε καλύτερες εντυπώσεις, οπότε παλι καλά που βρέθηκαν τόσες αξιόλογες προσπάθειες μέσα στην πλειάδα προτάσεων. Παραμένουμε αισιόδοξοι.
Η συνολική εικόνα όπως είπα στην αρχή ήταν αυτή της γιορτής και δη διονυσιακής, αν και εν αντιθέσει προς τις Βάκχες δεν είχε μουσική. Ήταν κι αυτή όπως και οι άλλες εκθέσεις εκείνου του Σαββατοκύριακου, μια ωδή στις προσπάθειες των Ελλήνων παραγωγών που κάτω από αντίξοες συνθήκες καταφέρνουν να κρατούν ζωντανή την ύπαιθρο χώρα και να δίνουν δουλειές και εγχώρια προστιθέμενη αξία στην οικονομία. Ήταν και μια ωραία αφορμή να δούμε παλιούς φίλους και να γνωρίσουμε νέους, όπως και νέους παραγωγούς, εμπόρους και οίνους. Επόμενο ραντεβού στην πολυαναμενόμενη έκθεση του Συνδέσμου Μικρών οινοποιών, 3 & 4 Απριλίου.
Καλή επιστροφή στην οινική και γευστική κανονικότητα!