Για τις παραγωγικές επιχειρήσεις και ιδιαίτερα αυτές που δραστηριοποιούνται στις εξαγωγές, η υπόθεση της ποιότητας των προϊόντων, αναδεικνύεται σε ζήτημα κεντρικής σημασίας. Ένα ελαττωματικό προϊόν, μπορεί να προκαλέσει μεγάλη ζημιά στην εικόνα, αλλά και τα ίδια τους τα οικονομικά, καθώς το σχετικό νομικό πλαίσιο γίνεται αυστηρότερο στην Ευρώπη και τη Βόρειο Αμερική, αλλά και καθώς οι καταναλωτές αποκτούν ολοένα και ισχυρότερο λόγο.
Πώς όμως μπορεί να οριστεί το ελαττωματικό προϊόν;
Η πρώτη σκέψη οδηγεί παραδοσιακά σε μία παρτίδα χαλασμένων τροφίμων που δεν συντηρήθηκαν σωστά. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Προβληματικά θεωρούνται επίσης και προϊόντα τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ως πρώτη ύλη ή εξαρτήματα για την παραγωγή τρίτων προϊόντων που τελικά αποδείχθηκαν ελαττωματικά, ή και προϊόντα που δεν σχεδιάστηκαν σωστά με αποτέλεσμα να προκαλέσουν σωματικές βλάβες. Ο «φάκελος» των προβληματικών προϊόντων μπορεί, σύμφωνα με τη νομοθεσία να περιλάβει ακόμη και περιπτώσεις λάθος διατυπωμένων δηλώσεων, εγγυήσεων ή πληροφοριών που αναγράφονται πάνω στις συσκευασίες, και μπορούν να οδηγήσουν σε σωματική βλάβη μετά την κατανάλωση.
Μάλιστα, για τις επιχειρήσεις η ευθύνη αυτή είναι «αντικειμενική» και «απεριόριστη». Κάτι που σημαίνει ότι ο καταναλωτής αρκεί να αποδείξει ότι υπέστη βλάβη από το συγκεκριμένο ελαττωματικό προϊόν ώστε η επιχείρηση να κληθεί τον αποζημιώσει. Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι με τον όριο «ζημιά» δεν λογίζονται μόνο άμεσες σωματικές ή υλικές βλάβες, αλλά και έμμεσες: είναι οι αποθετικές όπως ονομάζονται στην ασφαλιστική αγορά, όπως για παράδειγμα μπορεί να συμβεί στην περίπτωση απώλειας εισοδημάτων, αν ο καταναλωτής έχει υποστεί σωματική ζημιά.
Τι μπορεί να σημαίνει μία τέτοια περίπτωση από πλευράς εξόδων για την εταιρία που έχει παράξει ένα τέτοιο προϊόν;
Το πιθανότερο ενδεχόμενο είναι να αναγκαστεί σε πολλά έξοδα για να καλύψει, μεταξύ άλλων, τις αξιώσεις τρίτων, νομικά έξοδα, και πιθανότατα την απόσυρση και αντικατάσταση των προϊόντων. Όλα αυτά χωρίς να συνυπολογίζεται και απώλεια εσόδων από το προϊόν μέχρι να ολοκληρωθεί η διαχείριση του περιστατικού.
Για τον λόγο αυτό, η AIG καλύπτει την Ευθύνη Προϊόντος χρησιμοποιώντας τους όρους του ασφαλιστηρίου Commercial General Liability (CGL). Πρόκειται για έναν τύπο ασφαλιστηρίου, με όρους παγκοσμίως αναγνωρισμένους, που συνήθως περιλαμβάνεται στις συμβατικές υποχρεώσεις μεταξύ διεθνικών αντισυμβαλλόμενων, λόγω της ευρύτητας των καλύψεων που προσφέρει. Και ταυτόχρονα, ένα ασφαλιστήριο που επιτρέπει στην εταιρία να βρίσκεται στο πλευρό του ασφαλισμένου, από την έγερση της απαίτησης και να τον στηρίξει οικονομικά, νομικά και συμβουλευτικά, ανεξάρτητα από τη χώρα στην οποία θα εγερθεί η απαίτηση αυτή.
Εάν, δε, συνεκτιμηθεί πως το μέγεθος του ρίσκου είναι δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με το κόστος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, γίνεται εύκολα αντιληπτό πως το συμβόλαιο αστικής ευθύνης προϊόντος δεν είναι ένα ...έξοδο, αλλά μια επένδυση για τη συνέχιση της καλής λειτουργίας της επιχείρησης που μπορεί απρόσκοπτα να αφοσιωθεί στην ανάπτυξη της παραγωγής και των εργασιών της.