Γεωργία Γκιούλα: Δυσκολίες και από τις μεταλλάξεις του ιού

Γεωργία Γκιούλα: Δυσκολίες και από τις μεταλλάξεις του ιού

Πονοκέφαλο προκαλούν στους επιστήμονες οι μεταλλάξεις του ιού. Οι αλλαγές στα γονίδιά του, πλέον, δεν αναγνωρίζονται πλήρως από την αρχική διαδικασία του μοριακού ελέγχου. Έτσι, τώρα, οι επιστήμονες αναζητούν νέους στόχους σε περισσότερα γονίδια του ιού, ώστε να διαγνώσουν αν κάποιος έχει πράγματι προσβληθεί ή όχι.

Το κουβάρι των μεταλλάξεων του ιού και τις αλλαγές στο διαγνωστικό τομέα, μας βοηθά να ξετυλίξουμε η αναπληρώτρια καθηγήτρια Μικροβιολογίας του ΑΠΘ και αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρίας Ιολογίας, Γεωργία Γκιούλα, από το επίκεντρο της πανδημίας στη Θεσσαλονίκη.

Σύμφωνα με την ίδια, προς ώρας, το πρόβλημα δεν είναι μεγάλο, ωστόσο επειδή πρόκειται για ιό που μεταδίδεται από τον άνθρωπο στα ζώα και αντιστρόφως, ευνοούνται περισσότερο οι μεταλλάξεις. Δημιουργείται έτσι ο κίνδυνος προοπτικά, τα υπάρχοντα διαγνωστικά μέσα να μην επαρκούν, με ανυπολόγιστες συνέπειες για τη διαχείριση της πανδημίας.

Το θέμα έχει απασχολήσει και τους διεθνείς οργανισμούς υγείας, με αφορμή το τι συνέβη με τα μινκ σε Δανία και Ολλανδία, που οδήγησαν σε μόλυνση και ανθρώπων. Σημειωτέον ότι ο ιός φέρεται να ξεκίνησε από τις νυχτερίδες, ενώ μέχρι σήμερα έχει καταγραφεί μόλυνση σε τίγρεις, λιοντάρια, γάτες και σκύλους, χωρίς ωστόσο να την έχουν μεταδόσει πίσω στον άνθρωπο.

Συνέντευξη στην Άννα Παπαδομαρκάκη

Μέχρι στιγμής γνωρίζουμε ότι ο ιός με τις μεταλλάξεις που έχει υποστεί, χωρίζεται σε έξι βασικές κατηγορίες - γενετικούς κλάδους διεθνώς. Δύο από αυτές έχουν προκαλέσει αύξηση της μεταδοτικότητάς του. Ταυτόχρονα όμως έχουμε και κατακόρυφη άνοδο των θανάτων. Εκτός λοιπόν από πιο μεταδοτικός ο ιός, έχει γίνει και πιο παθογόνος;

Όχι. Δεν έχει επιβεβαιωθεί η παρουσία συγκεκριμένων μεταλλάξεων που να συσχετίζονται με αύξηση της παθογονικότητας του ιού, με συνέπεια βαρύτερες κλινικές εικόνες των ασθενών που μολύνονται.

Αυτό που έχει επιβεβαιωθεί από μελέτες, είναι η παρουσία μεταλλάξεων που σχετίζονται με μεγαλύτερο χρονικό διάστημα αποβολής του ιού από το ανώτερο αναπνευστικό σύστημα των ασθενών που έχουν προσβληθεί από αυτά τα στελέχη, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι τα άτομα αυτά είναι μεταδοτικά. 

Παράλληλα, με βάση τις αναλύσεις των έξι γενετικών κλάδων του ιού που έχουν μελετηθεί και οι οποίοι έχουν παγκόσμια γεωγραφική κατανομή, υπάρχουν μεταλλάξεις σε περιοχές του γονιδίου που έχουν να κάνουν με τη διαγνωστική διαδικασία. Δηλαδή υπάρχουν μεταλλάξεις σε γονίδια που εμπλέκονται στην μοριακή ανίχνευση του ιού στο εργαστήριο με αποτέλεσμα στις περιπτώσεις αυτές να δυσχεραίνεται η διάγνωση με τα συνήθη διαγνωστικά πρωτόκολλα.

Παρόλα αυτά, και για τον λόγο αυτό, χρησιμοποιούμε πρωτόκολλα με πολλαπλούς μοριακούς στόχους του ιού, δηλ. πολλαπλά γονίδια για να μπορέσουμε να αποφύγουμε αυτό το πρόβλημα.

Αυτά είναι τα κρούσματα προς διερεύνηση που βλέπουμε στις ημερήσιες εκθέσεις του ΕΟΔΥ; 

Όχι. Τα προς διερεύνηση είναι αυτά που είτε δεν έχουν προλάβει ακόμη  να εξετασθούν ή συνήθως αυτά που μας δίνουν ασθενώς θετικά σήματα, οπότε είτε απαιτείται νέο δείγμα, είτε επανάληψη στη διαγνωστική διαδικασία με το ίδιο δείγμα. Ένας από τους λόγους της επανάληψης, είναι ακριβώς η επιβεβαίωση του θετικού αποτελέσματος σε πολλαπλούς μοριακούς στόχους.

Σε κάποιες περιπτώσεις, ένα ασθενώς θετικό δείγμα μπορεί να σημαίνει ότι ο ασθενής βρίσκεται στο στάδιο της ιικής κάθαρσης, δηλαδή αρχίζει ο ιός σιγά - σιγά να φεύγει από τον οργανισμό του.

Τι ποσοστό των διαγνώσεων αφορούν αυτές οι νέες μεταλλάξεις που είναι δύσκολο να ανιχνευθούν και πόσο σας καθυστερούν στην έκδοση πορίσματος;

Οι νέες μεταλλάξεις αφορούν, σύμφωνα με τα βιβλιογραφικά δεδομένα, ένα πολύ μικρό ποσοστό ευτυχώς, σαφώς μικρότερο του 1%. Κι επειδή όπως προανέφερα, υπάρχει η δυνατότητα στο εργαστήριο διενέργειας μοριακών μεθόδων που έχουν ως στόχο πολλαπλά γονίδια του ιού, η ανίχνευση και το πόρισμα της εξέτασης, δεν καθυστερεί για τον παραπάνω λόγο.

Τι επιπτώσεις μπορεί να έχει αυτή η παράμετρος στη διαχείριση της πανδημίας; "Χάνονται" περιστατικά;

Ευτυχώς φαίνεται από τα μέχρι τώρα δεδομένα, τόσο από το εργαστήριό μας, όσο και από άλλα εργαστήρια άλλων χωρών, αλλά και από πορίσματα του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου Λοιμώξεων (ECDC), ότι η παράμετρος αυτή δεν έχει δυσκολέψει στη διαχείριση της πανδημίας μέχρι τώρα. Εντούτοις, είναι κάτι που τα εργαστήρια που ασχολούνται με τη διάγνωση της COVID-19 λοίμωξης το έχουν υπόψιν και το αποφεύγουν με τη χρήση ειδικών διαγνωστικών πρωτοκόλλων.

Σίγουρα κάποια ελάχιστα περιστατικά πιθανόν να ξεφύγουν λόγω αυτής της αδυναμίας διάγνωσης σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις.

Το πρόβλημα ξεκινά από το γεγονός ότι ο SARS-Cov-2 είναι ένας ιός που προσβάλλει πολλά είδη. Μετακινούμενος λοιπόν, στο πέρασμά του από τα διάφορα είδη ζώων, μπορεί να εμφανίσει μεταλλάξεις μέχρι να φτάσει να προσβάλλει τον άνθρωπο. Βρίσκει τρόπους να ξεφεύγει και να προσαρμόζεται κυρίως μέσω αλλαγών σε γονίδια που αφορούν στην παθογονικότητα, αλλά και στη μεταδοτικότητα του. Ανάλογες μεταλλάξεις έχουν καταγραφεί και σε ιούς της γρίπης, που προσβάλλουν εκτός από τον άνθρωπο, και τα πουλερικά, έτσι αυτό που φοβόμαστε είναι η εξέλιξη του σε περισσότερο στέλεχος που θα μεταδοθεί και στον άνθρωπο.

Τα αντιγονικά τεστ (rapidtest) βοηθούν;

Η χρήση των αντιγονικών rapid test είναι ιδιαίτερα σημαντική στη φάση της πανδημίας στην οποία βρισκόμαστε, διότι απαιτείται ταχύτητα και βέβαια αξιοπιστία στο αποτέλεσμα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι φυσικά δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τη μέθοδο αναφοράς, δηλ. την κλασσική μοριακή μέθοδο, μια και τα τεστ αυτά έχουν υψηλή ειδικότητα, αλλά ευαισθησία που κυμαίνεται περίπου στο 80%.

Δίνουν όμως αξιόπιστα αποτελέσματα στις περιπτώσεις που το άτομο που θα εξεταστεί έχει την κλασσική συμπτωματολογία της COVID-19 λοίμωξης και υψηλό ιικό φορτίο. Επίσης, είναι πολύ σημαντική η χρήση τους στο screening, δηλ. στο δειγματοληπτικό έλεγχο πληθυσμού, συνήθως ασυμπτωματικών ατόμων, προκειμένου να ανιχνευθούν ακριβώς αυτοί οι ασυμπτωματικοί «φορείς» του ιού, οι οποίοι αποτελούν και μια κύρια πηγή μετάδοσης σε πάρα πολλές χώρες. 

Τι γίνεται με τη Θεσσαλονίκη; Εκεί έχετε πολλαπλάσια δυναμική του ιού σε σχέση με την Αθήνα. Έχει να κάνει με τις μεταλλάξεις του ιού αυτή η δυναμική;

Δεν θα έλεγα ότι έχει να κάνει με τη δυναμική του ιού, δεν είναι άλλος ο ιός που κυκλοφορεί εδώ σε σχέση με την υπόλοιπη χώρα. 

Είναι θέμα κοινωνικής συμπεριφοράς;

Έχει να κάνει με άλλους λόγους, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται καi η κοινωνική συμπεριφορά με βάση τη δομή της πόλης.  Έχει δηλαδή ένα κέντρο, ένα σημείο που θα συγκεντρωθεί η νεολαία, αλλά και ο πληθυσμός της γενικότερα. 

Το καλοκαίρι είχαμε φτάσει στο σημείο να έχουμε ακόμη και μηδενικά κρούσματα ημερησίως. Κάποιοι από τους λόγους ήταν ότι περιορίστηκε εγκαίρως η τουριστική και η γενικότερη δραστηριότητα στη Χαλκιδική, ελέγχονταν εντατικά οι τουρίστες που έρχονταν από τα χερσαία σύνορα του Προμαχώνα και με τα πρώτα ανησυχητικά μηνύματα περιορίστηκε η είσοδός τους. Παράλληλα η Θεσσαλονίκη δεν διαθέτει τα μέσα μαζικής μεταφοράς όπως το μετρό που έχει η πρωτεύουσα με αποτέλεσμα τις καθημερινές μαζικές  συναθροίσεις του πληθυσμού της.

Η χαλαρότητα των μέτρων και η δομή της πόλης που προαναφέραμε, σε συνδυασμό με μία γενικότερη ψυχολογική κόπωση του πληθυσμού οδήγησε σε υπερμετάδοση, ξεκινώντας κυρίως από τα νεαρά άτομα. Και όταν τα 10 κρούσματα γίνουν 20 και αυτά 40, λειτουργούν σαν ομόκεντροι κύκλοι που ανοίγουν ο ένας μετά τον άλλον και η κατάσταση δεν ελέγχεται πλέον από ένα σημείο και μετά δυστυχώς.

Το εργαστήριο σας είναι κέντρο αναφοράς της Β. Ελλάδος. Τι γίνεται με τον ρυθμό των τεστ, πόσο έχουν αυξηθεί, ποιες περιοχές καλύπτετε;

Στην αρχή της πανδημίας υπήρχαν τρία εργαστήρια σε ολόκληρη τη χώρα που εκτελούσαν τη διάγνωση, το δικό μας εργαστήριο, δηλαδή το Μικροβιολογικό Εργαστήριο του Ιατρικού Τμήματος ΑΠΘ για τη Β. Ελλάδα, το Μικροβιολογικό Εργαστήριο του Ινστιτούτου Παστέρ και το Μικροβιολογικό Εργαστήριο της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ.

Στην πρώτη φάση καλύπταμε ολόκληρη τη Β. Ελλάδα. Σιγά - σιγά ξεκίνησαν να διενεργούν εξετάσεις κι άλλα νοσοκομεία, όπως στα νοσοκομεία της Αλεξανδρούπολης, Καβάλας, Πτολεμαΐδας, Ιωαννίνων, Λάρισας κλπ.

Το καλοκαίρι για παράδειγμα, δεχόμασταν ακόμη και 3.000-4.000 δείγματα την ημέρα  - τα οποία αφορούσαν τόσο ασθενείς των νοσοκομείων, όσο και δείγματα  τουριστών από τα χερσαία σύνορα του Προμαχώνα. Εγκαίρως περιορίστηκε το κύμα τουριστών από Ρουμανία και Βουλγαρία, και τελικά με τα μέτρα που πάρθηκαν δεν είχαμε τόσο μεγάλη εισαγωγή κρουσμάτων μέσω του Προμαχώνα.

Αυτή τη στιγμή ο μεγαλύτερος αριθμός δειγμάτων που δεχόμασταν αφορά τη Θεσσαλονίκη, αλλά και άλλες πόλεις της Βορείου Ελλάδας. Καθημερινά δεχόμαστε περίπου 600-1000 δείγματα τη μέρα.

Πρέπει να τονίσω ότι αυτό που φημολογείται ότι έχουμε περισσότερα θετικά περιστατικά επειδή εξετάζουμε περισσότερα δείγματα, δεν ισχύει. Ο αριθμός των θετικών είναι πραγματικά αυξημένος. Υπήρξαν μέρες με 27% θετικότητα και παραπάνω, ενώ ο μέσος όρος της θετικότητας στα τεστ αυτή την περίοδο είναι μεταξύ 15-20%.

Και δυστυχώς προς το παρόν δεν βλέπουμε μείωση, παρότι η Θεσσαλονίκη βρίσκεται σε lockdown μια εβδομάδα πριν την υπόλοιπη χώρα. Νομίζω ότι τα πρώτα ενθαρρυντικά μηνύματα θα περιμένουμε να τα δούμε μετά το τέλος και της δεύτερης εβδομάδας του lockdown.