Μιλώντας στο 7ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών ο Υπουργός Επικρατείας Γ. Γεραπετρίτης εξάγγειλε μια γενναία μεταρρύθμιση σε όλα τα επίπεδα της δικαιοσύνης για να γίνει πλέον αξιοκρατική και λειτουργική και προανήγγειλε μεταρρυθμίσεις στο σύστημα αξιολόγησης των δικαστών χωρίς όμως να παρουσιάσει το νομοσχέδιο.
Στα πλαίσια της μεταρρύθμισης της Δικαιοσύνης επιδιώκεται η ουσιαστική αξιολόγηση και εκτίμηση του συνολικού έργου του δικαστικού λειτουργού, που είναι κρίσιμο κριτήριο για την υπηρεσιακή εξέλιξη του και ταχύτερη προώθηση των αρίστων σε ανώτατες θέσεις προς ωφέλεια και της δικαιοσύνης, καθόσον τουλάχιστον στην τακτική δικαιοσύνη με τη βάση της επετηρίδας προαγωγές η θητεία των δικαστών στον Άρειο Πάγο είναι ολιγόχρονη με αποτέλεσμα κάποιοι ανώτατοι δικαστές ώσπου να αφομοιώσουν την αναιρετική διαδικασία να συνταξιοδοτούνται.
Για την καλύτερη οργάνωση του συστήματος επιθεώρησης η θητεία των επιθεωρητών αυξάνεται σε δύο έτη και θα διορίζονται με απόφαση του ΑΔΣ και όχι με κλήρωση, που ισχύει μέχρι τώρα.
Οι δικαστικοί λειτουργοί των δικαστηρίων ουσίας αξιολογούνται βάσει των ετήσιων εκθέσεων υπηρεσιακής απόδοσης, που συντάσσονται από επιθεωρητές - δικαστές. Το ισχύον μέχρι τώρα σύστημα επιθεώρησης δεν είναι δυνατόν να απεικονίσει τη νομική κατάρτιση και το κυριότερο τη δυνατότητα εκτίμησης των αποδείξεων βάσει των οποίων σχημάτισε τη δικανική κρίση ο επιθεωρούμενος δικαστής, γιατί τίθενται υπόψη του επιθεωρητή ελάχιστες δικαστικές αποφάσεις της επιλογής του επιθεωρούμενου. Για να σχηματίσει γνώμη ο επιθεωρητής για την ουσιαστική κρίση του δικαστή πρέπει να μελετήσει ολόκληρη τη δικογραφία και να εκτιμήσει ο ίδιος τις αποδείξεις, για να διαπιστώσει τη σωστή υπαγωγή τους στον προσήκοντα δικαίου.
Μόνο τον τρόπο αυτό διαπιστώνεται η νομική κατάρτιση του δικαστή και όχι μόνο με την παράθεση νομικών σκέψεων συνήθως κατά αντιγραφή. Η διαδικασία αυτή είναι χρονοβόρα και σπάνια εφαρμόζεται και υπό την πίεση του χρόνου ο επιθεωρητής αρκείτε στην επανάληψη των παλιών εκθέσεων επιθεωρήσεως του δικαστή, καθόσον για τη δυσμενή αλλαγή της απαιτείται ειδική αιτιολόγηση. Ο μέχρι τώρα τρόπος επιθεώρησης επιτρέπει να βαθμολογούνται σχεδόν όλοι οι δικαστές ως εξαίρετοι, γεγονός που δυσχεραίνει την κατά επιλογή προαγωγή των αρίστων δικαστών.
Τα ανώτερου βαθμού δικαστήρια τα οποία κατόπιν ασκήσεως ενδίκου μέσου επιλαμβάνονται της υποθέσεως για να εκδώσουν απόφαση μελετούν τη νομική της βάση και τις αποδείξεις εμμέσως ο ΑΠ με το εάν παραβιάσθηκε εκ πλαγίου η διάταξη, και έτσι μπορούν να σχηματίσουν γνώμη για τις ικανότητες του δικαστή, που εξέδωσε την απόφαση και θα μπορούσαν να βαθμολογήσουν τον δικαστή στα παραπάνω δύο πεδία με αντικειμενικά κριτήρια.
Το άρθρο 87&3 του Συντάγματος ορίζει, ότι η επιθεώρηση των τακτικών δικαστών ενεργείται από δικαστές ανώτερου βαθμού και επομένως όχι δικαστηρίου. Χωρίς όμως συνταγματική αναθεώρηση δεν είναι δυνατή η θέσπιση του τρόπου αυτού αξιολογήσεως των δικαστών. Με απλή όμως διάταξη νόμου θα μπορούσε να δοθεί η δυνατότητα στο ανώτερο δικαστήριο, όταν θεωρήσει ότι η απόφαση που εξέδωσε μπορεί να συντελέσει θετικά ή αρνητικά στην αξιολόγηση του δικαστή που έκδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, να τη διαβιβάζει χωρίς σχόλια στον οικείο επιθεωρητή για να συνεκτιμηθεί από αυτόν παράλληλα με τα λοιπά δεδομένα που αφορούν τον δικαστή.
Το σύστημα αυτό παρέχει στον επιθεωρητή περισσότερα αντικειμενικά στοιχεία για τη σωστή αξιολόγηση του δικαστικού έργου του δικαστή στο σύνολο του, που μαζί με τις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις, την αλλαγή της νοοτροπίας των δικαστών και την ήδη εφαρμοσθείσα απομάκρυνση των δικαστών, που καθυστερούν στην έκδοση αποφάσεων, θα συντελέσει στην αναβάθμιση της απονομής της δικαιοσύνης.
Το νομοσχέδιο για την πραγματική αξιολόγηση και υπηρεσιακή εξέλιξη των δικαστικών λειτουργών συζητήθηκε πρόσφατα στο Υπουργικό Συμβούλιο, αλλά δεν ανακοινώθηκαν οι διατάξεις. Σύντομα όμως θα τεθεί και με ανάρτηση στο διαδίκτυο σε δημόσια διαβούλευση, κατά την οποία ελπίζω να ληφθούν υπόψη και να συζητηθούν οι παραπάνω προτάσεις μου, που σαφώς θα ευνοήσουν και θα προωθήσουν ιεραρχικά τους αξιόλογους δικαστές.
Κρίσιμο ζήτημα για την επιτυχία των μεταρρυθμίσεων αποτελεί η αποδοχή τους από τις δικαστικές συνδικαλιστικές ενώσεις, οι οποίες αντιδρούν σε κάθε προσπάθεια αλλαγής του status quo των δικαστών.
* Ο Λέανδρος Τ. Ρακιντζής είναι Αρεοπαγίτης ε.τ.