Μπορεί κανείς να περιμένει από την Εκκλησία να «ευλογήσει» στον παρόντα χρόνο τις αμβλώσεις, δηλαδή να συμφωνήσει με το ισχύον καθεστώς για την τεχνητή διακοπή των κυήσεων; Νομίζω ότι το ερώτημα ανήκει στις σπάνιες περιπτώσεις που επιτρέπουν μία απάντηση με απερίφραστη κατηγορηματικότητα: Όχι! Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός στις δογματικές ερμηνείες σχετικά με την αφετηρία την στιγμή της εκκίνησης της ανθρώπινης ζωής ώστε να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα. Αρκεί η ελάχιστη εξοικείωση με τον εκκλησιαστικό λόγο που διαθέτει κάθε Έλληνας που έχει μια φορά διαβεί την πόρτα ενός ναού.
Κατά συνέπεια, τι νόημα έχει να καλούνται στα τηλεοπτικά κανάλια ιεράρχες για να επαναλάβουν με τον δικό τους τρόπο καθένας, μια χιλιοειπωμένη θέση που για πολλοστή φορά θα επαναληφθεί από άμβωνος; Στην ουσία κανένα, εκτός κι αν το μέσο έχει την τύχη να κυοφορηθεί στα στούντιό του ένα μίνι σκάνδαλο, όπως αυτό που γέννησε το πρόσφατο παραλήρημα του όχι και τόσο συνετού όσο θα επέβαλλε το επώνυμό του μητροπολίτη Δωδώνης, εγνωσμένου για τις κατά καιρούς επικοινωνιακές επιδόσεις του στις οποίες διατηρεί την πρωτοκαθεδρία, η προ ενός τετάρτου του αιώνα κάπως διαφορετικών κατευθύνσεων «εκτροπή» του στο ελληνικό Penthouse σχετικά με τις προγαμιαίες σχέσεις.
Τυχεροί λοιπόν στάθηκαν οι δημοσιογράφοι για την αποστροφή που «ξέφυγε» από το στόμα του μητροπολίτη για την συνενοχή της βιασθείσης (εν προκειμένω ταιριάζει μόνο το θηλυκό γένος) στην τελεσθείσα πράξη. Το σχετικό βίντεο επαναλήφθηκε σε τηλεοράσεις και social media. Όσο κι εάν προσπάθησε να συμμαζέψει την δημόσια έκθεσή του ο δυστυχής Ιεράρχης, η θέση που διατύπωσε δεν είναι άγνωστη.
Άραγε είχε προς στιγμήν συναίσθηση της βίας που με το βάρος του σχήματός του νομιμοποιούσε με το «τα ‘θελε και τα 'παθε» που ξεστόμισε, επαναλαμβάνοντας φυσικά κάτι που δεν είναι πρωτάκουστο; Αυτή κι άλλες παρόμοιες απόψεις κατοικούν ανενόχλητα πίσω από τις κουΐντες του επίσημου εκκλησιαστικού λόγου και νομιμοποιούν γνωστά στερεότυπα που διατρέχουν μεγάλη μερίδα της ελληνικής κοινωνίας, σπανιότερα ως οχήματα δημόσιας συμπεριφοράς, συχνότερα ως εκφάνσεις διγλωσσίας και υποκρισίας.
Αποτελούν αυτές οι απόψεις τον ανακυκλούμενο σπόρο ενός κοινωνικού πρωτογονισμού στον οποίο ενυπάρχουν ο καταναγκασμός και η βία, ενός υπερσυντηρητισμού ο οποίος εξερχόμενος από τα όρια της εκκλησίας, προσλαμβάνει πολιτικά χαρακτηριστικά, κατ΄επίφασιν συνώνυμου με τον όρο όπως τον περιγράφει η πολιτική επιστήμη, που όμως φαίνεται πως σε μια εποχή αβεβαιοτήτων βρίσκει εύφορο έδαφος με διαφορετικές εκφάνσεις.
Δεν είναι τυχαίο πως πριν από λίγα χρόνια βρέθηκαν κληρικοί και τουλάχιστον ένας ιεράρχης που ευλόγησαν το πιο βίαιο φαινόμενο της μεταπολιτευτικής πολιτικής ζωής, την ευτυχώς ανασχεθείσα επέλαση της Χρυσής Αυγής. Πρέπει να είναι κανείς αφελής για να πιστεύει πως ο σπόρος αυτός δεν αφήνει καρπούς ή ότι αυτοί περιορίζονται στους χώρους των ναών στους οποίους ιερουργούν ακραίοι κληρικοί.
Η κατά διαστήματα επανάληψη απίθανων απόψεων και αχαρακτήριστων θέσεων από διακεκριμένους λειτουργούς της Εκκλησίας, νομιμοποιούν την ακρότητα στα αυτιά και τα στόματα ακόμη και ανθρώπων αδιάφορων ή εχθρικών προς το Θείο, οι οποίοι στη δημόσια κατακραυγή που τις συνοδεύει και την πιθανή αναδίπλωση των δήθεν λανθανόντων προσώπων, αναγνωρίζουν δήθεν το «δίκιο» του διωκομένου, που πρέπει να διαφυλαχθεί και τη βία της πολιτικής ορθότητας που πρέπει να βρει αντιστάσεις.
Μπορούμε να αναμετρηθούμε με αυτό το φαινόμενο που γεννάται στο όνομα και ελλοχεύει στους κόλπους της Εκκλησίας; Δεν μοιάζει καθόλου εύκολο όταν αυτό τρέφεται με νέα και μεγάλα γεγονότα όπως ο πόλεμος τον οποίον κήρυξε το «ομόδοξο» ξανθό γένος, που εφοδιάζει καθημερινά την επικαιρότητα με πλήθος δυσερμήνευτων πληροφοριών και ανυπόστατων εικόνων.
Εκεί κι αν εμφιλοχωρούν παρόμοιες απόψεις όταν ο ίδιος ο Πασών των Ρωσιών ευλόγησε τον πόλεμο αυτόν ως αντίσταση εναντίον του κλαμπ των χωρών που για την είσοδο σε αυτό, απαιτούν τη διοργάνωση παρελάσεων gay pride. Κι εν πάση περιπτώσει, την ευθύνη για την αντιμετώπιση του φαινομένου στη βάση του, φέρει εν πολλοίς η επίσημη ελλαδική Εκκλησία η οποία είναι καιρός να αποστεί από τον εύκολο δρόμο της εναλλαγής ρόλων μεταξύ του θεματοφύλακα του δόγματος και του εθνοφύλακα.
Αδικεί η Εκκλησία τον ίδιο τον εαυτό της με την επίσημη έκφρασή της που πάντοτε ακολουθεί φοβικά τα γεγονότα ή αναζητά διαφυγές σε εκτός της προφανούς θεματολογίας της δημοφιλία και κυρίως αδικεί το τεράστιο έργο το οποίο αναντικατάστατα προσφέρει με τη συμβολή χιλιάδων εθελοντών, στην περίθαλψη των ανήμπορων συνανθρώπων μας που ζουν μέσα από τα σύνορά μας. Άνθρωποι που αναζητούν έναν σκοπό και ένα καταφύγιο σε αυτήν, βρίσκονται εκτεθειμένοι και ευάλωτοι στη χειριστικότητα των ακραίων και τον καιροσκοπισμό των ανόητων ή τυχόν ανοϊκών, ιδίως κάποιων που φορούν ράσα και φέρουν βαρύγδουπους τίτλους που τονίζουν την «αγιότητα» του σχήματός τους. Η δημόσια αποδοκιμασία της θέσης του Δωδώνης δεν αρκεί. Έκανε ήδη την ζημιά που μπορούσε να κάνει.
Πόσο μπορεί να εμπιστευθούν οι ανησυχίες της εποχής την καταλλαγή και την απάντησή τους σε ανθρώπους που η εικόνα τους μοιάζει να μιμείται φιγούρες προφητών της Παλαιάς Διαθήκης και ο λόγος τους να μηρυκάζει τα προτάγματα χρόνων με εντελώς διαφορετικά προβλήματα όπως η ιστορική έρευνα τα έχει ανασύρει από τις σελίδες της Βίβλου;
Δεν αποτελεί ο «θησαυρός ζωής» της συνοδικής εγκυκλίου, μια πειστική και πραγματική απάντηση στην απόγνωση μιας δεκατετράχρονης κοπέλας που κυοφορεί αναγκαστικά τον καρπό του βιασμού της από έναν αιμομίκτη πατέρα ή μιας άλλης που περνά την ίδια περιπέτεια εξαιτίας μιας νεανικής επιπολαιότητας. Είμαστε με τα καλά μας να περιμένουμε κάτι τέτοιο ειδικά όταν η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση των νέων αποτελούσε και πιθανόν συνεχίζει να αποτελεί ταμπού για την επίσημη Εκκλησία; Ενίοτε «κάλλιον το σιγάν», ακόμη και για την Εκκλησία.
Καμία εγκύκλιος από άμβωνος δεν συνιστά απάντηση στο πρόβλημα του ενός ή της μίας, το πολύ – πολύ να χρειάζεται μία τέτοια για ένα ράπισμα στις παρειές του κάθε Δωδώνης. Προς το παρόν μπορεί να υπάρχει μόνο ως ευχή, η προσδοκία να γυρίσει κάποτε η επίσημη Εκκλησία την πλάτη στην σαγήνη της Παλαιάς Διαθήκης που τόσο λατρεύουν εκείνοι οι λειτουργοί της που σ’ αυτήν βλέπουν και υπηρετούν αποκλειστικά την εξουσιαστική επί των ανθρώπων διάσταση που εξ ορισμού ενέχει σε όλη την κλίμακά της και την οποία θα έπρεπε να αντιμετωπίζουν με άκρα ταπείνωση.
Και πάντως, για να επιστρέψω στην πολιτική διάσταση του κοινωνικού συντηρητισμού τον οποίον περιγράφω στις προηγούμενες παραγράφους, δεν μπορώ να μην επισημάνω το ανάχωμα το οποίο, πρόσωπα που εκπροσωπούν και εκφράζουν αυθεντικά την κεντροδεξιά στην πιο ευρεία εκδοχή της, έστησαν με αντανακλαστική ταχύτητα απέναντι στην τοποθέτηση που βρέθηκε στην επικαιρότητα των ημερών. Από μόνο του αυτό, όσο κι αν μοιάζει αυτονόητο είναι ένα πολύ σημαντικό γεγονός. Δεν είναι ο καιρός του σιγάν, για την πολιτική!
* Ο Νίκος Ταχιάος είναι Πρόεδρος της Αττικό Μετρό Α.Ε.