Η επικείμενη πώληση της συμμετοχής της Εθνικής στην Finansbank είναι μόνο η τελική πράξη ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Η Ελλάδα είχε σημαντική παρουσία μέσω των τραπεζών της στον χώρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, γεγονός που της έδωσε τα προηγούμενα χρόνια μεγάλη πολιτική ισχύ στην περιοχή.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το θέμα της πώλησης των θυγατρικών των ελληνικών τραπεζών στην Νοτιοανατολική Ευρώπη ήταν από τα πρώτα ζητήματα που έθεσε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ο γερμανικός παράγοντας, στις επαφές που είχε με τους Έλληνες επισήμους, από την εποχή ακόμη του Γεωργίου Ανδρέα Παπανδρέου.
Η επένδυση των ελληνικών τραπεζών στα Βαλκάνια και γενικότερα στην Νοτιαανατολική Ευρώπη, ήταν το μοναδικό ίσως success story της ελληνικής οικονομίας που είχαμε να παρουσιάσουμε ως χώρα πριν την έλευση της κρίσης. Μιλάμε για μία εντυπωσιακή παρουσία από την Αλβανία και τα Σκόπια, μέχρι την Πολωνία, την Ουκρανία, την Αίγυπτο και την Τουρκία. Οι τράπεζες αποτελούσαν την γέφυρα για να περάσουν σε αυτές τις χώρες και μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις που ήθελαν να εκμεταλλευτούν τις ευκαιρίες που παρουσίαζαν οι αναπτυσσόμενες αγορές τους.
Σημαντική ήταν η παρουσία των ελληνικών επιχειρήσεων στον κατασκευαστικό κλάδο, στον χώρο των υπηρεσιών, της βιοτεχνίας αλλά και της εστίασης.
Σημαντική άνοδο είχε επίσης ο τομέας του real estate με σημαντικά projects αγοράς και αξιοποίησης γραφείων ολόκληρων οικοδομικών τετραγώνων κυρίως σε Βουλγαρία και Ρουμανία, γεγονός που έδωσε μεγάλη ώθηση στα ενοποιημένα κέρδη των τραπεζικών ομίλων.
Αλλά αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Η σκληρή πραγματικότητα του τρίτου μνημονίου βάζει οριστικό τέλος στην ελληνική κυριαρχία στην Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Θεωρητικά, τα σενάρια που βρίσκονται αυτή την στιγμή υπό επεξεργασία, είναι τρία:
1.Πώληση βασικών θυγατρικών κάθε τράπεζας σε ξένους στρατηγικούς επενδυτές ή συγχώνευση με ξένες τράπεζες με ήδη σημαντική παρουσία στα Βαλκάνια.
2. Διαδικασία ανταλλαγής, (swaps) δηλαδή, η μία συστημική τράπεζα να διατηρήσει αυξημένη παρουσία π.χ στην Βουλγαρία, εξαγοράζοντας τις δραστηριότητες μια άλλης συστημικής τράπεζας και αντίστοιχα να πωλήσει τις δικές της δραστηριότητες σε άλλη χώρα. Αυτό το σενάριο, τουλάχιστον μπορεί να εγγυηθεί έστω και απομειωμένη την συνέχιση του ελληνικού banking στα Βαλκάνια.
3. Σχεδόν πλήρη επανεπένδυση από τις θυγατρικές εξωτερικού, όλων των συστημικών τραπεζών ή διατήρηση μειοψηφικών ποσοστών, με παραχώρηση του management σε ξένους Ομίλους. Αυτό θεωρείται το δυσμενέστερο σενάριο και συνδέεται με υψηλές κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών, γεγονός που δεν επιβεβαιώνεται.
Απ' ό,τι φαίνεται οι πιέσεις είναι ασφυκτικές και δεν πρέπει να θεωρήσουμε τυχαία την απόφαση για την αποεπένδυση της Εθνικής στην Τουρκία. Είναι μία λαθεμένη απόφαση, υπό την έννοια ότι η διατήρηση των θυγατρικών ή μέρος αυτών είναι ο μόνος δρόμος για την επιστροφή των ελληνικών τραπεζών στην κερδοφορία. Από την άλλη, η επένδυση στην Τουρκία έχει ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που χρήζουν περαιτέρω έρευνας. Αλλά ο κανόνας είναι ότι η επιστροφή των ελληνικών τραπεζών στα στενά επιχειρηματικά όρια της ελληνικής επικράτειας δεν αποτελεί καλή λύση.
Εκτός των στενών ελληνικών συνόρων υπάρχουν πιθανότητες. Εντός υπάρχουν κόκκινα δάνεια 107 δισεκατομμυρίων ευρώ, μία ασαφής φορολογική πολιτική και ανεργία άνω του 25%...
Στη Βουλγαρία στην Ρουμανία και στην Σερβία τα δύσκολα έχουν περάσει και έχει επέλθει σχετική εξυγίανση στα μακροοικονομικά τους. Η πιστωτική επέκταση στα Βαλκάνια, δύναται να χρηματοδοτήσει μέσα από την κερδοφορία των θυγατρικών των ελληνικών τραπεζών, που ήδη αποδίδει ξανά καρπούς από τις αρχές του 2015.
Επίσης οι τράπεζες μέσω των διεθνών δραστηριοτήτων, διατηρούν ανοιχτές πιστωτικές γραμμές, μέσω μεγάλων θεσμικών επενδυτών αλλά και πολλαπλές προσβάσεις μέσω των χωρών υποδοχής στα Ευρωπαϊκά Προγράμματα, όπως το Ταμείο Συνοχής και το αντίστοιχο ΕΣΠΑ που τρέχουν οι χώρες αυτές.
Δεν πρέπει λοιπόν να χαθεί σε καμία περίπτωση το στοίχημα των Βαλκανίων, ούτε να συμφωνηθούν από τώρα διαδικασίες συνολικής πώλησης θυγατρικών με το πρόσχημα της διάσωσης των μητρικών.
Οι εξελίξεις το επόμενο διάστημα θα είναι καθοριστικές και ελπίζουμε για το καλό τόσο του ελληνικού banking όσο και της ελληνικής οικονομίας, η διεθνοποίηση να παραμείνει ως πυλώνας στήριξης και ανάπτυξης της εξωστρέφειας, που τόσο έχουμε ανάγκη.