Της Αντιγόνης Καρατάσου
Κανένα σχέδιο αντιμετώπισης τρομοκρατικής επίθεσης σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας δεν έχει εκπονήσει το υπουργείο Πολιτισμού σε συνεργασία με το υπουργείο Προστασίας του πολίτη, όπως και τα δύο όφειλαν. Και δεν υπάρχει ασφαλής χώρος ή μουσείο το οποίο να φέρει αποτελεσματικά συστήματα ελέγχου σε τσάντες, χειραποσκευές και ανθρώπους, εκτός από το Μουσείο Ακρόπολης. Είναι το μοναδικό που έχει εφοδιαστεί εξαρχής με συστήματα εφάμιλλα και ανάλογα αεροδρομίου. Κατά τα λοιπά, μάταια οι φύλακες αρχαιοτήτων αναμένουν έστω μια ειδική σύσκεψη, στην οποία να τονιστούν συγκεκριμένα ζητήματα.
Το καλοκαίρι προχωρά, οι επισκέπτες πολλαπλασιάζονται, μαζί και οι απειλές από το Ισλαμικό κράτος, όμως κανένα μεγάλο μουσείο της χώρας δεν έχει ξεκινήσει διαδικασία εγκατάστασης συστημάτων ελέγχου. Μόνο κάποιοι προβληματισμοί εκφράζονται σποραδικά, και το θέμα εξαντλείται εκεί. Δυστυχώς, αν κάποιος τρομοκράτης ή τρελός είναι αποφασισμένος να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια, δεν είναι δυνατόν να τον ελέγξει κανείς ως προς το τι μεταφέρει στις τσέπες του, επάνω του, στην τσάντα ή στη σακούλα που κρατά. Ακόμη και εάν άφηναν όλοι τα προσωπικά τους αντικείμενα στις ιματιοθήκες, κάτι που είναι αδύνατον, ό,τι έκρυβαν στα ρούχα θα μπορούσε να περάσει. Ας αφήσουμε το ότι ιματιοθήκη της Ακρόπολης, επί παραδείγματι, έχει κλείσει στο πλαίσιο των μέτρων ασφαλείας, ώστε να μην αφεθεί σε κάποιο σακίδιο εκρηκτικός μηχανισμός που θα μπορούσε να πυροδοτηθεί μετά. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, δηλαδή.
Σχετική ερώτηση κατέθεσαν στη Βουλή οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Π. Γκιουλέκας, Θεόδωρος Π. Φορτσάκης και Άννα Καραμανλή. Απευθύνεται προς τους αρμόδιους υπουργούς Αριστείδη Μπαλτά και Παναγιώτη Κουρουμπλή.
«Στον απόηχο των μεγάλων τρομοκρατικών κτυπημάτων σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, και σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις ειδικών, είναι δικαιολογημένη η ανησυχία για ενδεχόμενη εκδήλωση τρομοκρατικής ενέργειας στην χώρα μας» αναφέρεται στο κείμενο της ερώτησης. «Η ευρωπαϊκή έκθεση εκτίμησης κινδύνου, ήδη, έχει αναβαθμίσει από το πρώτο στο δεύτερο επίπεδο κινδύνου την Ελλάδα, μετά τα πρόσφατα τρομοκρατικά κτυπήματα και σε συνδυασμό με τις εξελίξεις στο προσφυγικό/μεταναστευτικό ζήτημα.
Οι τρομοκράτες του Ισλαμικού Κράτους, έως σήμερα, έχουν στοχοποιήσει και καταστρέψει αρχαιολογικούς χώρους στα εδάφη που κατέλαβαν σε Συρία και Ιράκ. Δεν είναι απίθανο ένα τρομοκρατικό χτύπημα σε κάποιο αρχαιολογικό χώρο στην Ελλάδα.
Το παραπάνω δεν είναι υπόθεση εργασίας καθώς σε βίντεο στα τέλη του 2015 το Ισλαμικό Κράτος, μεταξύ των εξήντα χωρών που απείλησε με αντίποινα, ήταν και η Ελλάδα. Έντονη ανησυχία προκαλούν και όσα έφεραν πριν μερικές ημέρες στο φως της δημοσιότητας ιταλικά Μέσα Ενημέρωσης, τα οποία επικαλούνται πληροφορίες και εκτιμήσεις της ιταλικής αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας για ενδεχόμενο κτύπημα του ISIS σε ένα από τα πιο σημαντικά μνημεία του ελληνικού Πολιτισμού. Ανάλογες εκτιμήσεις κάνουν και οι μυστικές και αντιτρομοκρατικές υπηρεσίες και άλλων ευρωπαϊκών κρατών.
Βάσει των προαναφερθέντων δημιουργούνται σημαντικά ερωτηματικά και έντονη ανησυχία για το πόσο ασφαλή είναι τα μνημεία της χώρας μας και εάν έχουν ληφθεί συγκεκριμένα επιπλέον μέτρα προστασίας προκειμένου να αποφευχθούν πιθανοί τρομοκρατικοί κίνδυνοι».
Οι βουλευτές ερωτούν τους αρμόδιους υπουργούς: «υπάρχει ειδική μέριμνα από το Υπουργείο Πολιτισμού, σε συνεργασία με άλλα συναρμόδια Υπουργεία, για την αύξηση των μέτρων ασφαλείας σε σημαντικά και δημοφιλή μνημεία της χώρας;»
Δεν έχουμε παρά να αναμένουμε την απάντηση, αν και, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες του liberal.gr τίποτα δεν έχει γίνει. Θα έπρεπε να υπάρχει συγκεκριμένο σχέδιο, για την ασφάλεια μνημείων, μουσείων και επισκεπτών. Σε αυτό, είναι απαραίτητο να υπάρξουν προληπτικά μέτρα, με αναβαθμισμένους ελέγχους, αλλά και έκτακτα μέτρα σε περίπτωση εκδήλωσης κάποιου γεγονότος. Πώς δηλαδή θα εκκενωθεί με τάξη ο χώρος και πώς θα προστατευθούν οι επισκέπτες.
Το υπουργείο Πολιτισμού, όπως και το έτερο υπουργείο, καλά θα κάνουν να μη παραμείνουν στη λογική του ο φόβος φυλάει τα έρημα, αλλά να αναλάβουν, σε συνεργασία, την ενημέρωση και εκπαίδευση του προσωπικού τους, για κάτι που καλό είναι να μη γίνει καν, δηλαδή να προληφθεί πάση θυσία.