Μετά από περιπετειώδη διάρκεια ενός μήνα, ξημερώματα ώρα Ελλάδας σήμερα (30.12.) το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο Ενόρκων της Νέας Υόρκης εξέδωσε την ετυμηγορία του στη δίκη που στις ΗΠΑ είναι γνωστή σαν «δίκη του αιώνα»: Η Ghislaine Maxwell κρίθηκε ένοχη για τις πέντε από τις έξι κατηγορίες που της απαγγέλθηκαν για συνέργεια στην κακοποίηση ανηλίκων, με αυτουργό τον για πολλά χρόνια σύντροφό της, χρηματιστή Jeffrey Epstein.
Η δίκη αυτή αποτελεί, πράγματι, περίληψη όλων των ανατροπών που προκάλεσε το σαρωτικό κίνημα που έγινε γνωστό ως #me too. Αλλά πιο πολύ, είναι που ολόκληρη η ιστορία της έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός αρχαίου δράματος: ύβρις και πτώση.
Κι η ιστορία αυτή ξεκινά το 1923 από ένα μικρό χωριό της Ρουθηνίας, τότε μέρος της Τσεχοσλοβακίας, που σήμερα ονομάζεται Solotvyno και βρίσκεται στην Ουκρανία. Εκεί γεννήθηκε ο Jan Ludvik Hyman Binyamin Hoch, το ένα από τα έξι παιδιά της οικογένειας των Ασκενάζι Εβραίων Hoch.
Η μοίρα της οικογένειας σφραγίστηκε από τα τραγικά γεγονότα της εποχής. Το 1939 το Solotvyno πέρασε στον έλεγχο της Ουγγαρίας, τότε συμμάχου του Άξονα. Τα περισσότερα μέλη της οικογένειας Hoch βρήκαν τραγικό τέλος στο Άουσβιτς, όταν πλέον οι Ναζί το 1944 πήραν απευθείας τον έλεγχο της Ουγγαρίας. Ο ίδιος είχε καταφέρει να διαφύγει στη Γαλλία. Και μετά την πτώση της Γαλλίας μπήκε στον βρετανικό στρατό. Διακρίθηκε στις μάχες του δυτικού μετώπου και πήρε σε αντάλλαγμα τη βρετανική υπηκοότητα, με το όνομα Robert Maxwell. Στα χρόνια που ακολούθησαν, έγινε διεθνής μεγιστάνας των εκδόσεων και των μέσων ενημέρωσης.
Ο όμιλος Maxwell έφτασε στην πτώχευση στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και ο ίδιος ο Robert Maxwell κατηγορήθηκε ότι για να τον κρατήσει ζωντανό «έβαλε χέρι» στα αποθεματικά των συνταξιοδοτικών ταμείων των εφημερίδων του. Τελικά, τον Νοέμβριο 1991 ο Maxwell αυτοκτόνησε, πέφτοντας στον Ατλαντικό Ωκεανό -κάπου έξω από τα Κανάρια Νησιά- από την πολυτελή θαλαμηγό του, που είχε το όνομα της κόρης του. Η θαλαμηγός λεγόταν Lady Ghislaine.
H ίδια η Ghislaine Maxwell, γεννημένη το 1961 και μεγαλωμένη σαν αγγλικανή, ήταν ήδη από τη δεκαετία του ’80 ένα διακεκριμένο μέλος της υψηλής κοινωνίας του Λονδίνου. Την ίδια περίπου εποχή που η αυτοκρατορία του πατέρα της γκρεμιζόταν, ο δρόμος της συναντήθηκε με αυτόν του Jeffrey Epstein, ο οποίος είχε ήδη καταφέρει να χτίσει μια τεράστια περιουσία και ένα μεγάλο όνομα σαν χρηματιστής και οικονομικός σύμβουλος.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, το ζεύγος (που ήταν περισσότερο «μη ζεύγος») Epstein - Maxwell έγινε μέλος του διεθνούς τζετ σετ. Οι συναναστροφές τους περιελάμβαναν τον Ντόναλντ Τραμπ, τον Μπίλ Κλίντον και τον Πρίγκηπα Ανδρέα της Αγγλίας.
H πτώση του Epstein ξεκίνησε το 2005, όταν για πρώτη φορά έγινε σε βάρος του δικαστική έρευνα για σχέσεις του με ανήλικες. Η υπόθεση εκείνη έκλεισε με ποινική συνδιαλλαγή και τον ίδιο να εκτίει υπό ευνοϊκούς όρους ποινή 18 μηνών. Αλλά όταν το 2019 ξέσπασε ένα νέο κύμα αγωγών και μηνύσεων σε βάρος του, τα πράγματα ήταν πια πολύ διαφορετικά. Προφυλακίστηκε μέσα σε ένα βαρύ για αυτόν κλίμα. Και βρέθηκε απαγχονισμένος στο κελί του, στο οποίο περίμενε τη δίκη του.
Η Ghislaine Maxwell συνελήφθη λίγο καιρό μετά, τον Ιούλιο 2020, στο πλαίσιο έρευνας που ξεκίνησαν οι ομοσπονδιακές αρχές σε βάρος της για παροχή συνδρομής στον πρώην σύντροφό της σε εκμετάλλευση ανηλίκων την περίοδο 1994-2004. Η δίκη της εν τέλει ξεκίνησε τον Νοέμβριο 2021.
Η υπεράσπισή της είχε την κεντρική θέση, ότι η ποινική δίωξη της Ghislaine, καθώς και η κράτησή της υπό όρους που καταγγέλθηκαν ως απάνθρωποι, στοχεύουν στη μετατροπή της σε αποδιοπομπαίο τράγο - scapegoat είναι ο όρος που χρησιμοποίησε ο ηγήτορας της νομικής της ομάδας, Bobbi C. Sternheim, προκειμένου οι αρχές να ξεπλύνουν την ντροπή που ο Epstein κατάφερε να αυτοκτονήσει μέσα στα χέρια τους χωρίς να δικαστεί.
Η υπεράσπιση της κατηγορίας απάντησε σε αυτό ότι ο Epstein και η Maxwell ήταν partners in crime και στηρίχθηκε στις ανωνυμοποιημένες μαρτυρίες των ενηλίκων πλέον γυναικών, που είχαν καταγγείλει ότι η Maxwell ήταν αυτή που κέρδισε την εμπιστοσύνη τους, ώστε να παρασυρθούν στα χέρια του Epstein. Δευτερευόντως, η υποστήριξη της κατηγορίας στηρίχθηκε και σε μάρτυρες που φιλοτέχνησαν για τη Maxwell μια εικόνα ψυχρής και κυριαρχικής «κυρίας του σπιτιού». Δεν τη βοήθησε καθόλου που ο πρώην οικονόμος του Epstein κατέθεσε ότι του είχε δώσει την οδηγία να μην κοιτάζει ποτέ τον Epstein στα μάτια και να του μιλάει μόνο όταν εκείνος του απευθύνεται.
Η υπεράσπιση ζήτησε να της επιτραπεί, αντίστοιχα, η χρήση ανωνυμοποιημένων μαρτυριών, με το επιχείρημα ότι η κοινωνική πίεση απέτρεπε κρίσιμους μάρτυρες των γεγονότων και της προσωπικότητας της κατηγορουμένης να καταθέσουν. Κι όταν το αίτημα αυτό απερρίφθη, επέλεξε (ή αναγκάστηκε) να καταφύγει στο δίκοπο ερώτημα προς τις μάρτυρες κατηγορίας: «γιατί μιλάτε τώρα;», προσπαθώντας να αμφισβητήσει την αξιοπιστία των καταθέσεών τους, συνδέοντάς τις με τις αστικές αξιώσεις που εκκρεμούν στα πολιτικά δικαστήρια.
Στην ίδια γραμμή, η star witness της υπεράσπισης ήταν η καθηγήτρια ψυχολογίας, Elizabeth Loftus, που εξήγησε τη θεωρία των «ψευδών αναμνήσεων». Δηλαδή του μηχανισμού υπό τον οποίον μεταγενέστερες προσλήψεις, πληροφορίες ή επανεκτιμήσεις φτάνουν να μεταβάλουν την ανάμνηση τραυματικών ή δυσάρεστων καταστάσεων. Ή όπως το είπε η ίδια η Dr Loftus «(those who recall bad memories) frequently remember ourselves in a better light than perhaps is accurate».
Το σώμα των ενόρκων εξέδωσε την ετυμηγορία ότι η Ghislaine Maxwell είναι ένοχη για τις πέντε από τις έξι κατηγορίες σε βάρος της. Και πλέον αντιμετωπίζει μια ποινή 40 ετών κάθειρξης.
Η υπεράσπιση της Maxwell αμφισβητεί την ορθότητα της κρίσης και δήλωσε ότι ετοιμάζεται ήδη να ζητήσει δίκη στο εφετείο.
H Annie Farmer, μία από τις γυναίκες που κατέθεσαν σε βάρος της Maxwell δήλωσε: «Ελπίζω ότι η ετυμηγορία θα φέρει παρηγοριά σε όσους την χρειάζονται και θα δείξει ότι κανείς δεν είναι πάνω από το νόμο».