Της Αγγελικής Κώττη
Μεγάλες ποσότητες πορφύρας και κτίσματα ενός μινωικού οικισμού εντόπισαν οι ανασκαφές της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λασιθίου στα δυτικά της νησίδας Χρυσή, όπου στην παραλία σώζονται αρχαίες λαξευτές ιχθυοδεξαμενές. Το πλήθος των σπασμένων οστρέων πορφύρας που βρέθηκαν στα δωμάτια των κατοικιών αποδεικνύουν μια πρωιμότατη για τη Μεσόγειο βιοτεχνική παραγωγή της πορφυρής βαφής, η οποία αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια των πρώτων ανακτόρων της Κρήτης.
Ο οικισμός είχε μια ανθηρή οικονομία που δεν φαίνεται από τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, αλλά από τα εξαιρετικής ποιότητας αντικείμενα που βρέθηκαν στις κατοικίες.
Η πορφύρα εξάγεται από ένα θαλάσσιο κοχύλι, αλλά σε ελάχιστη ποσότητα, έτσι που να απαιτείται η συγκέντρωση μεγάλου αριθμού, προκειμένου να υπάρξει κάποιο αποτέλεσμα που να επιτρέπει τη βαφή έστω και ενός ενδύματος. Το χρώμα αυτό θεωρούνταν βασιλική βαφή και πωλούνταν πανάκριβα στις αγορές. Ας θυμηθούμε και τον ρόλο της στο Βυζάντιο, και τη σημασία του πορφυρογέννητου διαδόχου, που ήταν εκείνος ο οποίος είχε γεννηθεί στο δωμάτιο της πορφύρας, δηλαδή σε ένα από τα πιο σημαντικά δωμάτια του παλατιού. Πορφυρά ενδύματα φορούσαν οι βυζαντινοί αυτοκράτορες.
Ο δρ Σταύρος Πρωτοπαπάς, χημικός μουσείων και ο χημικός Βασίλης Γκάτσος σημειώνουν στην Αργολική Βιβλιοθήκη:
«Η πορφύρα, γνωστή από αρχαιοτάτων χρόνων σαν βασιλική βαφή, ήταν η ωραιότερη και ακριβότερη βαφή της αρχαιότητας. Επί αιώνες ο όρος πορφύρα προκαλούσε σύγχυση, διότι χρησιμοποιήθηκε τόσο για τα κοχύλια, από τα οποία παραλαμβάνεται η βαφή, όσο και για την ίδια τη βαφή, που ο Αριστοτέλης την είχε ονομάσει «άνθος», καθώς και για τα βαμμένα ενδύματα με χρήση της ίδιας της βαφής. Στην έρευνά μας καταγράφουμε και θεωρούμε ως πορφύρα την ίδια τη βαφή από τα κοχύλια, μία βαφή χρώματος κόκκινου έως ιώδους.»
Ο σκύλος του Ηρακλή
Από τα βάθη των αιώνων, οι Μινωίτες της Κρήτης και του Αιγαίου γενικότερα γνώριζαν και χρησιμοποιούσαν πρωτοποριακά την πορφυροβαφή. Σύμφωνα με την παράδοση, λένε οι δύο επιστήμονες, ο σκύλος του Ηρακλή έφαγε κοχύλια και το στόμα του βάφτηκε κόκκινο. Δεν είναι δύσκολο να υποθέσουμε ότι το ίδιο συνέβη με τους ανθρώπους, αφού τα κοχύλια αποτελούσαν τροφή. Η πορφύρα «θεωρήθηκε από την αρχή ευγενές χρώμα και σύμβολο των θεών και των βασιλιάδων.
Κατά τη μυθολογία, όταν ο Περσέας αναδύθηκε από το νερό, η θεϊκή του καταβολή αναγνωρίστηκε από τον Δία διότι φορούσε πορφυρό μανδύα. Ο Θησέας, πάλι, όταν προκλήθηκε από τον Μίνωα να αποδείξει τη θεία καταγωγή του, βυθίζεται στη θάλασσα και στη συνέχεια αναδυόμενος φοράει πορφυρό ένδυμα, που του έδωσε η Αμφιτρίτη. Ομοίως, ο Ιάσονας είχε πορφυρό χιτώνα που του έδωσε η Αθηνά.
Στα ομηρικά έπη συχνά αναφέρονται τα αλιπόρφυρα ενδύματα και βλέπουμε τον Αγαμέμνονα με πορφυρό βασιλικό μανδύα, όπως και τον Οδυσσέα, ο δε Αχιλλέας εμφανίζεται να χρησιμοποιεί στη σκηνή του πορφυρά καλύμματα.»
Πορφυρό χρώμα είχαν και οι Ασσύριοι και μάλιστα σε δύο αποχρώσεις, το κόκκινο και το βιολετί. Αργότερα, ο Αριστοτέλης καταγράφει επίσης δυο χρωματικές ποικιλίες, τη φοινικική, δηλαδή την κόκκινη και την αλουργή, δηλαδή την ιώδη. Ο Αισχύλος αναφέρει ότι ήταν η πλέον ακριβή βαφή της αρχαιότητας, ισάξια του χρυσού και του αργύρου.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Κροίσος πρόσφερε στους Δελφούς πορφυροβαμμένα ενδύματα, ενώ ο Ξενοφών αναφέρει ότι ο Κύρος ο Μέγας επί των ημερών του επέβαλε στην Περσία την πορφυρά χλαμύδα, ως ένδυμα των αξιωματούχων της αυτοκρατορίας του και μάλιστα με βιολετιά απόχρωση. Στην Αθήνα ο Αλκιβιάδης, επηρεασμένος από την Ανατολή, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, φορούσε, για να εντυπωσιάσει, πορφυρό χιτώνα. Στη μάχη του Άκτιου η Κλεοπάτρα στο βασιλικό πλοίο για να ξεχωρίζει είχε καραβόπανο βαμμένο με πορφύρα.
Μπορεί το χρώμα να ήταν διάσημο, δεν συνέβαινε πάντως το ίδιο και με τη συνταγή παρασκευής και χρήσης του, καθώς εκεί επικρατούσε μυστικοπάθεια. Η αρχαιολογική σκαπάνη «έδειξε ότι τρία είδη κοχυλιών έχουν χρησιμοποιηθεί στη Μεσόγειο για την ανάληψη της βαφής: Murex brandaris, purpura haemastoma και murex trunculus.
Τα δυο πρώτα είδη έδιναν βαφή κόκκινη, το δε τρίτο ιώδη, αυτή που κατέγραψε ο Αριστοτέλης. Στο Αιγαίο τα εργαστήρια παρασκευής και χρήσης της βαφής ήταν αρκετά. Η Κρήτη, η Ρόδος, η Κως, η Αμοργός, η Νίσυρος (που είχε και το αρχαίο όνομα Πορφυρίς), η Χίος και τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, η Φώκαια, η Λυδία και η Φρυγία, και στην Πελοπόννησο, τα Κύθηρα, η Λακωνία, η Κόρινθος και η Ερμιόνη» στην οποία επικεντρώθηκε και η έρευνα των κ. Πρωτοπαπά και Γκάτσου.
Η βαφή υπάρχει στα κοχύλια, σε αδένα που τον αφαιρούσαν με κατάλληλο ακαριαίο σπάσιμο του οστράκου και με ζωντανό τον οργανισμό, έτσι ώστε να μη διαχυθεί στο σώμα και απωλεσθεί το χρώμα. Σε κάθε κοχύλι μέτριου μεγέθους η βαφή είναι ελάχιστη και απαιτούνται δεκάδες χιλιάδες όστρακα για τη βαφή ενός χιτώνα. Ακολουθούσε ειδική επεξεργασία, πολύπλοκη και δύσκολη.
Στην Ιεράπετρα
Η νησίδα Χρυσή βρίσκεται νότια της Κρήτης, στη διοικητική Περιφέρεια Λασιθίου και ανήκει στο Δήμο Ιεράπετρας. Η επιφανειακή έρευνα που έγινε κατά το διάστημα 2008-2011, απέφερε ενδείξεις ανθρώπινης δραστηριότητας και κατοίκησης από την Εποχή του Χαλκού.
Το 2018 και το 2019 η συστηματική πλέον ανασκαφή στη Χρυσή υπό τη διεύθυνση της προϊσταμένης της ΕΦΑ Λασιθίου, Χρύσας Σοφιανού, έφερε στο φως ένα μεγάλο κτήριο με πολλά δωμάτια, το Β2, το οποίο κατοικήθηκε χωρίς διακοπή στην Παλαιοανακτορική και Νεοανακτορική περίοδο, από τη Mεσομινωική IIB έως την Υστερομινωική IB περίοδο. (1800-1500 περίπου π.Χ.)
Τα δωμάτια είχαν απλά αρχιτεκτονικά στοιχεία όπως κτιστούς κάδους, πεζούλια, επιφάνειες εργασίας, εστίες και ένα κλιμακοστάσιο με λίθινες πλάκες. Η κεραμική αποτελεί τυπικό μίγμα από αγγεία πόσης, βρώσης, μαγειρικά και αποθηκευτικά, ενώ περισυλλέχθηκαν πολλά λίθινα εργαλεία. Εντύπωση προκάλεσε η έλλειψη στοιχείων βιοτεχνικής δραστηριότητας για την παραγωγή πορφύρας από όλο το κτίσμα, σε αντίθεση με τις άλλες ανασκαμμένες κατοικίες του οικισμού.
Παρά την απλή αρχιτεκτονική τους, δύο δωμάτια περιείχαν 'θησαυρούς' από μέταλλα, γυαλί και ημιπολύτιμους λίθους. Ο πρώτος θησαυρός βρέθηκε το 2018 σε δωμάτιο που πιθανότατα χρησίμευε ως αποθηκευτικός χώρος. Η απόθεση περιείχε δύο τμήματα από χάλκινα τάλαντα, μια μάζα από σκωρίες και κοσμήματα: ένα χρυσό δαχτυλίδι, ένα χρυσό βραχιόλι, 26 χρυσές χάντρες (δισκοειδείς, σφαιρικές και σε σχήμα πάπυρου), μια αργυρή χάντρα, 5 χάλκινες, σφενδόνη χάλκινου δαχτυλιδιού. Μαζί με αυτά ήταν μεγάλος αριθμός από γυάλινες χάντρες διαφόρων σχημάτων, (39 σφαιρικές και 25 σε σχήμα πάπυρου), 4 από το λεγόμενο αιγυπτιακό μπλε, 20 από κορνεόλιο λίθο, 1 από αμέθυστο, 10 από λάπις, μια σφραγίδα από αχάτη με παράσταση πλοίου που η πρύμνη του έχει τη μορφή κεφαλής ζώου και ένα λίθινο περίαπτο με μορφή πιθήκου.
Κατά τη συνέχιση της ανασκαφής το 2019, σε γωνία δωματίου του ίδιου κτηρίου, εντοπίστηκε ένας ακόμη θησαυρός με τάλαντα, ένα μεγάλο πριόνι και τρία αγγεία, όλα από χαλκό. Το συνολικό βάρος τους είναι 68 κιλά και μαζί με τα τμήματα του άλλου θησαυρού αποτελούν συνολικά περισσότερα από 2 τάλαντα. Πρόκειται για έναν μεγάλο θησαυρό μετάλλων, από τους μεγαλύτερους που έχουν βρεθεί ως σήμερα στην Κρήτη. Ακόμη, μέσα σε αγγείο ήταν αποθηκευμένα κομμάτια ενός τάλαντου από κασσίτερο. Το τάλαντο από κασσίτερο θεωρείται σπάνιο εύρημα καθώς είναι το 2ο της ΥΜ περιόδου που εντοπίζεται στην Κρήτη, το 1ο βρέθηκε στον οικισμό της νησίδας του Μόχλου.
Τα προαναφερόμενα στοιχεία οδηγούν στην υπόθεση ότι οι κάτοικοι του μεγάλου κτιρίου Β2 στην ΥΜ περίοδο (1500 περίπου π.Χ.) ανήκαν σε ένα ανώτερο κοινωνικό επίπεδο και είχαν ένα διαφορετικό ρόλο στην κοινωνία της Χρυσής, μάλλον διοικητικό. Ασχολούνταν με τη διαχείριση της παραγωγής, την προώθηση των προϊόντων και το εμπόριο της πορφύρας, την εισαγωγή ή την κυκλοφορία μετάλλων.