Έχω πολλές φορές γράψει για τη διαχρονικά σημαντική συμβολή της ιδιωτικής εκπαίδευσης στην ανάπτυξη του μορφωτικού κεφαλαίου της χώρας. Η ιδιωτική εκπαίδευση -παρά το γεγονός ότι το κράτος κάνει ό,τι μπορεί για να εμποδίσει την ομαλή λειτουργία της με τη θέσπιση σειράς αντικινήτρων για τους γονείς που θέλουν να στείλουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικό σχολείο- εξακολουθεί να παράγει πολύ καλά εκπαιδευτικά αποτελέσματα.
Απόδειξη τούτου, ότι η ιδιωτική εκπαίδευση ανταποκρίθηκε άμεσα και με μεγάλη επιτυχία στην πρόκληση της από απόσταση εκπαίδευσης. Το σημαντικότερο, η ιδιωτική εκπαίδευση στην Ελλάδα -με όλα τα τρωτά και τις αδυναμίες της- αποτελεί το καλύτερο μέτρο σύγκρισης για να αντιληφθεί κανείς πόσο πιο αποτελεσματικός είναι ο ιδιωτικός τομέας από το υπερσυγκεντρωτικό, αναποτελεσματικό και συντεχνιακό δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα.
Η τρέχουσα κρίση του κορονοϊού δημιουργεί όμως νέα αρνητικά δεδομένα, που καθιστούν το μέλλον της ιδιωτικής εκπαίδευσης ζοφερό.
Ως γνωστόν, το 6,5% του μαθητικού πληθυσμού στην Ελλάδα φοιτά σε ιδιωτικά σχολεία. Οι γονείς που στέλνουν τα παιδιά τους σ' αυτά απαλλάσσουν τον κρατικό προϋπολογισμό από μια δαπάνη περίπου 400 εκατ. € ετησίως.
Υπό τις παρούσες συνθήκες η βαριά οικονομική ύφεση που θα ακολουθήσει θα έχει ως αποτέλεσμα τη δραματική συρρίκνωση των εισοδημάτων των εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα. Δυστυχώς, για μια ακόμη φορά, μόνο ο ιδιωτικός τομέας θα πληρώσει το «μάρμαρο» της κρίσης. Οι περιττές δημόσιες δαπάνες δεν πρόκειται βεβαίως να μειωθούν και οι δημόσιοι υπάλληλοι συνεχίζουν να λαμβάνουν κανονικά τον μισθό τους, ακόμη κι αυτοί που αποδεδειγμένα δεν εργάζονται ή υποαπασχολούνται. Η συρρίκνωση των εισοδημάτων θα περιορίσει αναπόφευκτα και τον αριθμό όσων επιλέγουν τα ιδιωτικά σχολεία. Σύμφωνα με υπολογισμούς, το 15%-20% των βιώσιμων -πριν από την πανδημία- ιδιωτικών σχολείων κινδυνεύει με άμεση χρεοκοπία.
Το ερώτημα είναι, εάν στη φαρέτρα της κυβέρνησης υπάρχουν μέτρα που θα θωράκιζαν την ιδιωτική εκπαίδευση από τις επιπτώσεις της πανδημίας. Ασφαλώς και υπάρχουν, αρκεί η κυβέρνηση να ξεπεράσει τις «σοβιετικού» τύπου λογικές του παρελθόντος και να επιδείξει θάρρος και αποφασιστικότητα απέναντι στις αναμενόμενες αντιδράσεις των πάσης φύσεως αντιδραστικών δυνάμεων που διεκδικούν αποφασιστικό ρόλο στα εκπαιδευτικά πράγματα. Τι μπορεί να κάνει:
Πρώτον, η μέση ετήσια δαπάνη του Δημοσίου ανά μαθητή ανέρχεται περίπου σε 3.400 ευρώ ετησίως. Το ποσό αυτό θα πρέπει να δοθεί από το κράτος με τη μορφή επιταγής εκπαίδευσης σε όσους γονείς επιθυμούν από τον Σεπτέμβριο να στείλουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικό σχολείο. Ωφελημένοι από το μέτρο δεν θα είναι βεβαίως οι πλούσιοι, αλλά τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα, καθώς και όσα μεσαία νοικοκυριά πλήττονται από την οικονομική κρίση που προκαλεί η πανδημία.
Δεύτερον, ο δραστικός περιορισμός της κρατικής παρέμβασης στην ιδιωτική εκπαίδευση, κυρίως με την επιδίωξη της μέγιστης αυτονομίας στα εκπαιδευτικά προγράμματα και τη συνολική λειτουργία των ιδιωτικών σχολείων.
Τρίτον, η λειτουργία των ιδιωτικών σχολείων ως κανονικών επιχειρήσεων και η αποκατάσταση του θεμελιώδους σε οποιαδήποτε ελεύθερη κοινωνία διευθυντικού δικαιώματος των εργοδοτών. Συναφώς η άμεση κατάργηση του αναχρονιστικού άρθρου 30 του νόμου των ιδιωτικών σχολείων και σειράς ακόμη ανελεύθερων διατάξεων που θίγουν ευθέως την αυτονομία τους.
Συμπερασματικά, η αυτονομία της ιδιωτικής εκπαίδευσης και η ενίσχυση της γονεϊκής επιλογής μέσω επιταγών εκπαίδευσης θα ήταν ωφέλιμη συνολικά για το εκπαιδευτικό μας σύστημα, όχι μόνο ως έκτακτο μέτρο αντιμετώπισης των συνεπειών ενός γεγονότος ανωτέρας βίας, αλλά και ως μια σύγχρονη πολιτική ελεύθερης επιλογής που θα μεγιστοποιούσε τα εκπαιδευτικά αποτελέσματα και θα αύξανε το ανθρώπινο κεφάλαιο της χώρας.
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο στις 25 Απριλίου