Από τη μια πολεμούσε ένα έθνος. Με εργαλείο μια ποδοσφαιρική ομάδα. Μάλιστα το έθνος αυτό είχε την –καθόλου σιωπηλή, αντίθετα την κραυγάζουσα θα έλεγα- υποστήριξη ολόκληρης σχεδόν της υφηλίου. Έστω της «ποδοσφαιρικής υφηλίου». Η οποία παρείχετο πληθωρικά προς ένα λαό, με τον οποίο η ταύτιση των πολλών είναι εύκολη:
Ένα λαό όμορφο, ταλαιπωρημένο, προλετάριο, αδικημένο, ακραία αισθηματία. Αλλά η ίδια στήριξη παρείχετο επίσης και σε έναν άνθρωπο. Ως έκφραση ευγνωμοσύνης για στιγμές ανείπωτης αισθητικής μαγείας που αυτός επί δύο δεκαετίες χάριζε στην ανθρωπότητα, εξυψώνοντάς την έως και καλλιτεχνικά, αφού υπηρετούσε τη μόνη μορφή τέχνης που αντιλαμβάνεται και απολαμβάνει ακόμη και ο απλός, ο χωρίς ιδιαίτερη καλλιέργεια, άνθρωπος…
Δεν θα ήταν, ίσως δε, υπερβολή να λεχθεί πως η επιθυμία του πλανήτη για στέψη του έως χθες αστεφούς ποδοσφαιρικού πλανητάρχη, του χωρίς θρόνο Νουρέγιεφ ή Μπαρίσνικοφ του αθλήματος, έβαλε το χέρι της στην προδιάθεση της διαιτησίας, η οποία μάλλον, ίσως, επηρέασε σε κάποιο βαθμό το τελικό αποτέλεσμα… (Έστω και όχι κραυγαλέα, έστω και όχι καθοριστικά: δεν είναι στημένο ούτε προκαθορισμένης έκβασης ένα παιχνίδι που κρίθηκε στα πέναλτι, ενώ δύο τέτοια είχαν μάλιστα καταλογιστεί υπέρ της τελικά ηττημένης ομάδας κατά τη διάρκεια του αγώνα…)
Όπως δεν θα ήταν, ίσως, υπερβολή να λεχθεί πως η φωνή του «αγωνιζόμενου» έθνους σε τρεις περιστάσεις νεκρανάστησε τους αγωνιζόμενους ποδοσφαιρικούς του στρατιώτες: Μετά την ήττα της πρεμιέρας, καθώς και τις δύο φορές που στο τέλος Ολλανδοί και Γάλλοι τούς οδήγησαν στην παράταση…
Από την άλλη ήταν ένας απλώς μηχανισμός μάχης, που είχε τη –μάλλον χαλαρή- υποστήριξη ενός έθνους, αρκετά μπλαζέ και αρκετά επιτυχημένου, ώστε να θεωρεί άλλα επιτεύγματά του σημαντικότερα από τα ποδοσφαιρικά.
Έτσι με την εθνική ψυχή και την εθνική κραυγή της μιας πλευράς, που διέθετε και παγκόσμια υποστήριξη, αντιπαρατίθενταν κάποιοι έξοχοι επαγγελματίες –οι οποίοι μάλιστα άργησαν να «κουρδιστούν»-, καθώς και κορυφαίοι τεχνοκράτες του αντικειμένου, με επικεφαλής έναν τεράστιο προπονητή… (Βέβαια η πιτσιρικαρία που με τόση τόλμη και τόσο έγκαιρα αυτός επιστράτευσε είχε την ορμή και έδωσε την ώθηση για ανατροπή δύο φορές του δυσμενούς αποτελέσματος. Δεν είχαν, όμως, την εμπειρία, τις παραστάσεις, την προσωπικότητα και το σθένος για να αντέξουν τη δοκιμασία των πέναλτι…)
Από τη σύγκρουσή τους, από την κορυφαία αυτή ποδοσφαιρική πανδαισία της ιστορίας που τελικά προσέφεραν στον πλανήτη, και τα δύο έθνη κέρδισαν «soft power»: κύρος, ακτινοβολία, μέγεθος, αξιοπιστία, εκτίμηση, αναγνώριση, σεβασμό.
Οι Αργεντίνοι, προφανώς, από μόνο το γεγονός του θριάμβου τους, παρά την πασίδηλη σκίαση του επιτεύγματός τους, η οποία προκλήθηκε τόσο από τη χυδαία στάση προς τους ηττημένους Ολλανδούς όλων των παικτών τους πλην Μέσι (που, επαναλαμβάνω, δεν είναι ποδοσφαιριστής αλλά πρωτίστως καλλιτέχνης) όσο και την ανεκδιήγητη συμπεριφορά του καθοριστικού στις νίκες τερματοφύλακά τους κατά τη στιγμή της στέψης του…
Ο Γάλλοι όμως κέρδισαν ίσως και ακόμη περισσότερη «soft power». Όχι γιατί είναι λαός με μικρότερο σοβινισμό –ενώ ασφαλώς είναι με μεγαλύτερο σνομπισμό- σε σχέση με άλλους, κάτι που θα τους οδηγούσε σε αποδοχή της ήττας τους με μεγαλείο. Αλλά χάρη στη μοναδική ελίτ αυτής της χώρας, η οποία εν πολλοίς αυτή διαμορφώνει, μέσω της παραγωγής μιας ειδικής ποιότητας κουλτούρας, την εθνική δημόσια εικόνα.
Και, εν προκειμένω, «δεν τα έκαναν μπάχαλο» στον καταλογισμό του εις βάρος τους τουλάχιστον αμφισβητήσιμου πέναλτι (η κρίση μου με επιφύλαξη: δεν παριστάνω τον ειδήμονα…). Δεν αναφέρθηκαν στις μετά τον αγώνα δηλώσεις τους καθόλου στη διαιτησία… Και το σημαντικότερο –έκφραση κορυφαίου εθνικού μεγαλείου: «nous sommes tous Français»- φωταγώγησαν τον πύργο του Άιφελ, το σχεδόν διαχρονικό σύμβολο της πρωτεύουσάς τους, με τα χρώματα της σημαίας του νικητή αντιπάλου τους…
Εν κατακλείδι: Το ποδόσφαιρο είναι μορφή πολέμου με ήπια μέσα, που περιλαμβάνει στοιχεία της βαρβαρότητάς του… Είναι όμως και τέχνη που «vehiculise», θα έλεγαν οι Γάλλοι, στοιχεία πολιτισμού…
ΚΑΙ ΕΝΑ ΑΣΧΕΤΟ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Όλοι αυτοί οι «έγκριτοι νομικοί» του διαδικτύου που βγήκαν να υποστηρίξουν το νομικώς απαράδεκτο της προφυλάκισης ενός οργάνου της τάξης, που «κατά τεκμήριο» δεν μπορεί να είναι ύποπτο φυγής, για την προφυλάκιση του δολοφόνου του Γρηγορόπουλου τι έλεγαν; Μήπως, τελικά, μικρότερη «νομική» υποκρισία θα οδηγούσε στο συμπέρασμα πως το «ύποπτο φυγής ή διάπραξης άλλων αξιόποινων πράξεων» κρίνεται κυρίως από το ποιος ήταν το θύμα;