Η σημασία του να είναι κανείς... νομικός

Η σημασία του να είναι κανείς... νομικός

Για την ιστορία, να πω εξ αρχής ότι συμπλήρωσα το μηχανογραφικό περίπου τριάντα χρόνια πριν. Με τη λογική ότι: α) πρέπει να σπουδάσω για να σπουδάσω (ήμουν «για τα γράμματα», δεν έκανα για εμπόριο και τέτοια), β) θα έβλεπα μετά τι θα έκανα γιατί θα είχα «ένα πτυχίο στο χέρι». Όλες οι προοπτικές ήταν μπροστά μου.

Όσοι επιλέξαμε τότε τη Νομική, το κάναμε, περίπου, για τους ίδιους λόγους που τη διαλέγουν και σήμερα τα παιδιά, επειδή έχει prestige και επειδή υποτίθεται ότι σε χαρτογραφεί ως έναν πτυχιούχο «πασπαρτού» στο σύμπαν της επαγγελματικής αποκατάστασης. Επίσης, η αλήθεια είναι ότι, εγώ προσωπικά δεν είχα και ιδιαίτερες ικανότητες στα Μαθηματικά όπως και σε όλα τα μαθήματα της θετικής κατεύθυνσης, οπότε η θεωρητική ήταν μονόδρομος και με το προαναφερόμενο «πασπαρτού» της Νομικής, πίστευα ότι θα κατακτούσα τον κόσμο.

Μετά τις πανελλαδικές η πορεία γίνεται χαλαρή και βολική για έναν μαθητή που έχει αποψιλωθεί από αντοχές και πείσμα, οπότε, έπειτα από την κατάκτηση του στόχου, πιστεύει ότι του αξίζει να ξαπλώσει στο πίσω κάθισμα του οχήματος της γνώσης και να χαλαρώσει, να δώσει χρόνο στον εαυτό του. Φυσικά, αυτό είναι εύκολο, διότι όλο και κάποιος θα τον σκουντήξει στο τέλος του προορισμού του να κατέβει, να τρέξει και να προλάβει τις εξεταστικές που έχουν χαθεί και έχουν μεταφέρει τα μαθήματα του, σέρνοντας τα, από εξάμηνο σε εξάμηνο. Αυτό, βέβαια, επιτυγχάνεται σχετικά εύκολα στην Ελλάδα.

Έτσι, οι φοιτητές της Νομικής γίνονται (συνήθως) δικηγόροι και ξεκινούν την άσκηση τους σε κάποιο δικηγορικό γραφείο, πολλές φορές ενδεδυμένο τον τίτλο της «Δικηγορικής Εταιρείας», αλλά μη γελιέστε, έτσι κι αλλιώς, για το παλιό, καλό δικηγορικό γραφείο πρόκειται όπως πάντα, γιατί ούτε κερδοσκοπικό χαρακτήρα έχει, ούτε μερίσματα μοιράζει, αποτελείται συνήθως από ένα ζευγάρι, ή από γονιό και παιδιά και, γενικά, η έννοια «κέρδος» θεωρείται ντροπή για μία ιδιότητα που θέλει να αυτοχαρακτηρίζεται «λειτούργημα». Ένας καινούριος θεσμός που έχει γίνει δημοφιλής τα τελευταία χρόνια, είναι να διεξάγεται η άσκηση σε τράπεζες ή Εισαγγελίες και Δικαστήρια.

Όταν περάσει η περίοδος της άσκησης, που πολλοί νέοι προτιμούν να αποφεύγουν, αξιοποιώντας αυτήν την περίοδο με ένα μεταπτυχιακό ή με την εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων, και έπειτα από μία σχεδόν γραφική διαδικασία εξετάσεων στους κατά τόπο δικηγορικούς συλλόγους, αναζητούν δουλειά ως «νέοι δικηγόροι» σε μεγάλα ή μικρά δικηγορικά γραφεία.

Η έναρξη στην εφορία, η εγγραφή στον κλάδο νομικών του ΕΦΚΑ, η πληρωμή και των δύο από το πρώτο λεπτό εγγραφής, η συνδρομή στο δικηγορικό σύλλογο, η ανεύρεση επαγγελματικής έδρας, πριν καν αρχίσει να εργάζεται, είναι μερικά μόνο από τα παράλογα και παράδοξα του επαγγέλματος και τα πρώτα σε μία σειρά παραλόγων και παραδόξων που θα ακολουθούν την πορεία του δικηγόρου για όσο χρονικό διάστημα παραμείνει στο επάγγελμα (συγγνώμη, λειτούργημα εννοούσα!).

Όχι, δε σου έρχονται οι μεγαλόσχημοι πελάτες στην πρώτη 10ετία. Όχι, δε γίνεσαι νομικός σύμβουλος τράπεζας την πρώτη 25ετία. Όχι, δε γίνεσαι νομικός σύμβουλος σε Υπουργείο την πρώτη 5ετία και, αν αλλάξει η κυβέρνηση, έφυγες κι εσύ. Το πιθανότερο είναι ότι, όχι, δε θα δουλεύεις σε γραφείο με διεθνείς διασυνδέσεις που θα σε στέλνει ταξίδια στο εξωτερικό σε glamorous ξενοδοχεία και events με θέα ποτάμι και μερικούς ουρανοξύστες. Και, σίγουρα όχι, δε θα πεις την εξυπνάδα σε ένα meeting που θα κάνει τον πρόεδρο της εταιρείας να σε προσέξει γιατί βρήκες τη λύση που επιζητούσαν και δεν έβρισκαν τόσο καιρό για το σημαντικό επενδυτικό όμιλο που εκπροσωπούν. Όχι επειδή δε θα βρεις τη λύση, αλλά επειδή δεν ενδιαφέρει κανέναν.

Κάποιοι εγκαταλείπουν, πηγαίνουν στο δικαστικό σώμα. Άλλοι προσχωρούν σε άλλες επαγγελματικές ομάδες, διαγράφονται από το σύλλογο τους (αφού υπάρχει ακόμα ασυμβίβαστο στην άσκηση διαφορετικών επαγγελμάτων) και αφήνουν πίσω τους τη δικηγορία σαν κακό όνειρο.

Εμείς που μένουμε, λοιπόν, τι κάνουμε; Δεν έχω πειστεί ότι είμαστε όλοι στην ίδια σελίδα. Κάποιοι δε θέλουν να αλλάξει η κατάσταση, διότι είναι τόσο καλά «στημένοι» μέσα σε αυτή, που θα τους ξεβολέψει αφάνταστα να αλλάξουν τα πράγματα.

Κάποιοι έχουν πάθει «σύνδρομο της Στοκχόλμης» και ιδρυματισμό και φοβούνται να κινηθούν λίγο διαφορετικά και, ίσως «έξω απ’ το κουτί». Η αλήθεια, δε, είναι ότι το κατεστημένο του κλάδου, εδώ και δεκαετίες, υποβάλλει νοοτροπίες άλλων εποχών, παρωχημένων και ανεπίκαιρων πρακτικών, φόβο για το διαφορετικό, φόβο για το καινούριο.

Και όλα αυτά, σε μία ομάδα ανθρώπων που θα έπρεπε ο εκσυγχρονισμός και η επικαιροποίηση θεσμών και νοοτροπίας να είναι σύμβολο και σημαία. Αυτό, μαζί με την επαναφορά του κύρους του επαγγέλματος και της ιδιότητας του δικηγόρου στη χώρα μας, είναι ένα από τα πολλά και επίκαιρα θέματα που θα έπρεπε να μας απασχολεί, και σίγουρα, θα πρέπει να απασχολήσει τον κλάδο των Ελλήνων δικηγόρων στις επικείμενες (28-29 Νοεμβρίου) εκλογές των δικηγορικών συλλόγων ανά την Επικράτεια.

Για να παραφράσω, τέλος, μία φράση του Καρόλου Κουν:

«Δεν κάνουμε δικηγορία για τη δικηγορία. Δεν κάνουμε δικηγορία (μόνο) για να ζήσουμε. Κάνουμε δικηγορία για τον εντολέα που μας εμπιστεύεται, για να βοηθήσουμε να εδραιωθεί ένα στέρεο σύστημα Δικαιοσύνης στη χώρα μας. Μόνος του ο καθένας από εμάς, τους πιο κοντινούς στην προσπάθειά μας, είναι ανήμπορος. Μαζί ίσως κάτι μπορέσουμε να κάνουμε. Να ποια είναι η σημασία του να είναι κανείς νομικός.»

*H Αγγελική Μητροπούλου είναι δικηγόρος Αθηνών, υποψήφια σύμβουλος ΔΣΑ