Της Αντιγόνης Καρατάσου
Τον τάφο του Αριστοτέλη θεωρεί ότι ανακάλυψε ο αρχαιολόγος Κώστας Σισμανίδης, στα Στάγειρα Χαλκιδικής, γενέτειρα του αρχαίου φιλοσόφου. Την ανακοίνωσή του αυτή έκανε στο συνέδριο του ΑΠΘ για το Έτος Αριστοτέλη (2400 χρόνια από τη γέννησή του) και όπως είναι λογικό, συγκέντρωσε το ενδιαφέρον, αλλά και αμφιβολίες.
Ο κ. Σισμανίδης, που ανασκάπτει χρόνια στα Στάγειρα, δεν μίλησε για αποδείξεις, αλλά για ενδείξεις. Δεν έχει βρει δηλαδή κάποιο αντικείμενο που να συνδέει το συγκεκριμένο μνημείο με νεκρό, ή με τον συγκεκριμένο νεκρό. Παρακολουθώντας τις γραπτές πηγές της εποχής, που μιλούν για τον τάφο του φιλοσόφου, ερμηνεύει το συγκεκριμένο (και προ εικοσαετίας) εύρημά του, λέγοντας: δεν μπορεί παρά να είναι αυτό.
Ο Αριστοτέλης υπήρξε Σταγειρίτης και έπεισε τον Φίλιππο Β που είχε ισοπεδώσει τα Στάγειρα, (349) να τα ξαναοικοδομήσει (340). Έζησε στη βασιλική αυλή των Μακεδόνων ως δάσκαλος του Αλέξανδρου και φυσικό ήταν ο Φίλιππος να κάνει δεκτό το αίτημά του.
Το οικοδόμημα που ο ίδιος ερμηνεύει ως ταφικό, εντοπίστηκε ανάμεσα στη στοά του 5ου αι. π.Χ. και στον αρχαϊκό ναό του Διός Σωτήρος και της Αθηνάς Σώτειρας (6ος αι. π.Χ) μεταξύ της αρχαϊκής και της κλασικής πόλης. Είναι αψιδωτό έχει ορθογώνιο μαρμαροθετημένο δάπεδο και βωμό διαστάσεων 1,30 επί 1,70. Περιβάλλει βυζαντινό πύργο. Όλα αυτά, όπως είπε ο ανασκαφέας, είχαν προβληματίσει πολύ τον ίδιο και την ομάδα του.
«Δεν έχουμε αποδείξεις, αλλά ισχυρότατες ενδείξεις» είπε. «Φθάνουν σχεδόν στη βεβαιότητα. Η θέση στην οποία χτίστηκε, μέσα στην πόλη και κοντά στην Αγορά, κατά παρέκκλιση των νενομισμένων, με πανοραμική θέα προς όλες τις κατευθύνσεις, η εποχή της κατασκευής του, ο δημόσιος χαρακτήρας του και η μεγάλη βιασύνη για την οικοδόμησή του, με πολύ καλής ποιότητας υλικό, πλην όμως ετερόκλητο» είναι κατά τον κ. Σισμανίδη οι ισχυρότατες ενδείξεις.
Οι τοίχοι του κτίσματος σώζονται σε ύψος περίπου 1,80μ. Το πάχος τους, 1,10μ, δεν συνηγορεί, κατά τον αρχαιολόγο, στο ότι το κτίσμα είχε αμυντικό χαρακτήρα. Επίσης, χτίστηκε από πολύ καλό υλικό σε δεύτερη χρήση, με το οποίο πριν είχαν χτιστεί δημόσια κτήρια. Σειρά στοιχείων μαρτυρούν ότι η κατασκευή έγινε εσπευσμένα.
Κινητά ευρήματα, κεραμική, πενήντα μακεδονικά νομίσματα, δίνουν χρονολόγηση περίπου στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αν όντως υπάρχουν όμως νομίσματα με την προτομή του Αλεξάνδρου, τότε είναι μεταγενέστερα, καθώς κυκλοφόρησαν μετά τον θάνατό του. Ο κ. Σισμανίδης έδωσε προσοχή σε αραβική βιογραφία και σε χειρόγραφο της Μαρκιανής βιβλιοθήκης, που αφηγείται πως μετά τον θάνατο του Αριστοτέλη (αυτοκτόνησε στον πορθμό του Ευρίπου, όταν δεν μπόρεσε να λύσει το αίνιγμα της κίνησης των νερών) οι Σταγειρίτες έφεραν τη χάλκινη υδρία με την τέφρα του στην πόλη. Εκεί ανήγειραν ταφικό μνημείο- ηρώο με βωμό, σε ξεχωριστό σημείο, και συνεδρίαζε το βουλευτήριό τους όταν επρόκειτο να λάβουν σοβαρές αποφάσεις.
Η πρώτη ανακοίνωση έγινε- αν και όχι σε αρχαιολογικό συνέδριο, όπως συνηθίζεται- και τώρα ξεκινά ο διάλογος με την επιστημονική κοινότητα. Ένας διάλογος που αναμένεται πως θα είναι μακρύς και στη διάρκεια του οποίου θα πρέπει να αποδειχθεί, πρώτα απ' όλα, πως το συγκεκριμένο οικοδόμημα ήταν ταφικό. Από εκεί και πέρα μπορεί να γίνει συζήτηση για το εάν ήταν ο τάφος του Αριστοτέλη ή κάποιου άλλου.